Ραγίζουν καρδιές οι καταθέσεις των συγγενών των θυμάτων στο Μάτι...
Τις δραματικές στιγμές που έζησαν όταν οι φλόγες περικύκλωσαν περιοχές της ανατολικής Αττικής περιέγραψαν στις...
καταθέσεις τους αυτόπτες μάρτυρες.
Δεκατρείς από τους συνολικά 99 νεκρούς του Μάτι βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό και όχι από τη φωτιά σύμφωνα με τους ιατροδικαστές που εξέτασαν τις σορούς. Έμειναν για ώρες να παλεύουν με τα κύματα και τον καπνό, περιμένοντας μάταια βοήθεια από τη θάλασσα.
Στις χιλιάδες σελίδες των μαρτυρικών καταθέσεων που έχει στη διάθεσή του η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συγγενείς των θυμάτων που τους είδαν μπροστά στα μάτια τους να χάνονται περιγράφουν το δικό τους εφιάλτη.
«Τον είδα νεκρό και του έκλεισα τα μάτια»
Για ώρες πάλευε η οικογένεια του ιερέα Σπυρίδωνα με τα κύματα. Η πάλη αυτή στοίχισε τη ζωή του. Η κόρη του περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές μέσα στα κύματα στα οποία πάλευαν για περισσότερες από τέσσερις ώρες.
«Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο, μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια. Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου, αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ».
Οι πρώτες σοροί, ωστόσο. είχαν εντοπιστεί πολλές ώρες πριν και συγκεκριμένα στις 19:08, όπως είχε αποκαλύψει και ο «Ε.Τ.» από το ημερολόγιο του κεντρικού Λιμαναρχείου Ραφήνας.
Στον… αέρα
Η παντελής απουσία οποιοδήποτε συντονισμού των κρατικών φορέων αποτυπώνεται τόσο στους χρόνους επιχειρησιακής δράσης -περισσότερες μαρτυρίες αναφέρουν ότι είδαν τις πρώτες ιδιωτικές βάρκες στις 22.30 με 23.00- αλλά και στις αυτενέργειες ή φιλότιμο όπως το χαρακτήρισε σε μια ερώτησή του ο αντιεισαγγελέας Εφετών Ηλίας Ζαγοραίος, το οποίο επέδειξαν άνδρες του Λιμενικού. Σε ερώτησή του στον αρχιπυραγό, Χρήστο Λαμπρή, ο οποίος ήταν ο πρώτος που είδε τη φωτιά από το ελικόπτερο του Πυροσβεστικού Σώματος ο αντιεισαγγελέας ανέφερε:
«Η φωτιά έχει περάσει για πρώτη φορά στις 18,25. […] Ο κόσμος δε ξέρει πού να πάει. Το λιμάνι της Ραφήνας ξεφορτώνει οχήματα μέχρι στις 19.30 και κανένας δεν έχει ενημερώσει ότι η περιοχή καίγεται. Ο λιμενάρχης Ραφήνας το αντιλαμβάνεται μόνος του και αναλαμβάνει δράση. Ποιος θα συντονίσει όλους αυτούς τους φορείς; Υπάρχει το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων. Εκεί ήταν παρόντες οι πάντες. Τους συντόνισαν; Ή έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε και ό,τι του έλεγε το φιλότιμό του να προσφέρει; Σας συντόνισε κάποιος;», για να λάβει αρνητική απάντηση.
«Έμεινα για 4 ώρες στη θάλασσα χωρίς βοήθεια»
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Γιώργου Πηλίδη, ο οποίος εδώ και χρόνια παραθερίζει στο Μάτι. Έμεινε 4 ώρες στη θάλασσα περιμένοντας βοήθεια. Ευτυχώς, σώθηκε, αναφέρει η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
«Φτάνοντας προς τη θάλασσα βρήκαμε ανοικτή δίοδο, στρίψαμε προς τα δεξιά πριν τα βράχια, όπου ένας κύριος και μία κυρία, δεν γνώριζα τα ονόματά τους, μας υπέδειξαν τα σκαλοπάτια για να κατεβούμε προς τη θάλασσα από το οικόπεδο, η φωτιά ήταν πίσω μας, πέφτανε καύτρες, οι οποίες μας έκαψαν στην πλάτη και στον αυχένα, επιπλέον αναπνέαμε με δυσκολία, διότι οι καπνοί ήταν πυκνοί. Αφού μπήκαμε στη θάλασσα παραμείναμε σε αυτή για περίπου τέσσερις ώρες όταν στις 22.30 μας περισυνέλεξαν βάρκες. Μας μετέφεραν στο λιμάνι της Ραφήνας όπου βγήκαμε στις 23.30».
Πότε ειδοποιήθηκε ο Λιμενάρχης
Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του κεντρικού λιμενάρχη Ραφήνας, Δημήτρη Κωσταράκη, ο ίδιος ειδοποιήθηκε από ιδιώτη στις 18.50 για την ύπαρξη εγκλωβισμένων. Ωστόσο σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων επέζησαν, η φωτιά ήταν αντιληπτή σε όλη την περιοχή από τις 18.00, «γεννώντας» ερωτήματα γιατί το Λιμενικό Σώμα δεν έστειλε προληπτικά βάρκες για να μεταφέρουν την εικόνα που επικρατεί στις ακτές. Κάτι που είχε πράξει το σώμα στην Κινέτα στέλνοντας το ΠΑΘ 070.
Με τις καιρικές συνθήκες από τις 19.00 στις 23ης Ιουλίου να δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, όπως περιγράφει στη δική του κατάθεση ο Δημήτρης Μπαλτάκος διοικητής της Μονάδας Υποβρύχιων Αποστολών, «ιδιωτικό σκάφος στο οποίο επέβαινα και εγώ προσέκρουσε σε ξέρα, ανετράπη με αποτέλεσμα την πτώση των επιβατών στη θάλασσα».
Είδε τη γιαγιά της να… πεθαίνει
Μαζί με το σύζυγό της που πάσχει από καρκίνο, την κόρη της και τη μητέρα της φιλοξενούνταν σε σπίτι από την Παρασκευή στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στις 18.00 οι καπνοί που πίστευαν αρχικά ότι ήταν από την Κινέτα πύκνωσαν και ξεκίνησαν να νιώθουν τα πρώτα θερμικά φορτία. Τα ουρλιαχτά της κόρης της Περσεφόνης, που φώναζε «θα πεθάνουμε», τους ώθησαν να βγουν έξω και να τρέξουν στο στενό δρομάκι που οδηγεί προς στη θάλασσα. Με το που έστριψαν στο δρόμο η φωτιά βρέθηκε πίσω τους και τους κυνηγούσε. Κατέβηκαν από τα στενά σκαλάκια και τότε το πουκάμισό της πήρε φωτιά.
«Έτρεξα γρήγορα στη θάλασσα ώστε να σβήσω τη φωτιά από πάνω μου χάνοντας τη μητέρα και την κόρη μου. Ένα μαύρο πέπλο καπνού κάλυψε τα πάντα και δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα. Φώναζα τα συγγενικά μου πρόσωπα βοηθώντας παράλληλα τον κόσμο που βρισκόταν σε πανικό. Αργά το βράδυ είδα τον άνδρα μου στην Αργυρά Ακτή στο Κόκκινο Λιμανάκι. […]
Δεν υπήρχε κανένας εκεί, βρισκόμασταν τελείως μόνοι μας. Η μητέρα μου δεν κάηκε. Η κόρη μου την είχε στην αρχή στην πλάτη της και ύστερα στα χέρια της. Λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε “Έσβησε η φωτιά, πάμε έξω” και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια της και πέθανε. Αυτά που είπε η κόρη μου και συνέβησαν το διάστημα που χαθήκαμε στην παραλία» λέει η Ευανθία Σιδέρη, κόρη της Ελένης Σιδέρη
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με»
«Στις 18.25, λόγω της επικινδυνότητας, μπήκαμε στο νερό για να βρεχόμαστε και να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γινόταν από τον καπνό. Η αναπνοή μας γινόταν όλο και δυσκολότερη. Φοβούμενη για τον πατέρα του είπα να ξαπλώσει πάνω στο νερό (η θάλασσα ήταν ήρεμη εκεί) και κρατώντας τον κολυμπούσα σε ένα ύφαλο […] Ύστερα η μέρα έγινε νύχτα και χάσαμε τελείως την ορατότητά μας. Η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Καλούσαμε για βοήθεια με την ελπίδα ότι κάποιο διασωστικό σκάφος βρίσκεται κοντά. Ο αέρας και η θάλασσα αγρίευε πολύ. Ο καπνός και το νερό μου έκλειναν τα μάτια Προσπαθούσα συνέχεια κολυμπώντας να κρατάω το κεφάλι του πατέρα μου έξω από το νερό. Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάκτυλό της ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν.
Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Ύστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με” και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε “σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…”, σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια.
Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ» είπε η Ελένη Παπαποστόλου, κόρη του ιερέα
«Της έβρεχα το κεφαλάκι…»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα. «Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί... (…)
Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία... (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια» θυμάται η εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα, που χάθηκε στη θάλασσα
«Δεν θα αντέξω μαμά»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε “…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ” και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε.
Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18.15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: “δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε”»...
cnn.gr
Τις δραματικές στιγμές που έζησαν όταν οι φλόγες περικύκλωσαν περιοχές της ανατολικής Αττικής περιέγραψαν στις...
καταθέσεις τους αυτόπτες μάρτυρες.
Δεκατρείς από τους συνολικά 99 νεκρούς του Μάτι βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό και όχι από τη φωτιά σύμφωνα με τους ιατροδικαστές που εξέτασαν τις σορούς. Έμειναν για ώρες να παλεύουν με τα κύματα και τον καπνό, περιμένοντας μάταια βοήθεια από τη θάλασσα.
Στις χιλιάδες σελίδες των μαρτυρικών καταθέσεων που έχει στη διάθεσή του η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συγγενείς των θυμάτων που τους είδαν μπροστά στα μάτια τους να χάνονται περιγράφουν το δικό τους εφιάλτη.
«Τον είδα νεκρό και του έκλεισα τα μάτια»
Για ώρες πάλευε η οικογένεια του ιερέα Σπυρίδωνα με τα κύματα. Η πάλη αυτή στοίχισε τη ζωή του. Η κόρη του περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές μέσα στα κύματα στα οποία πάλευαν για περισσότερες από τέσσερις ώρες.
«Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο, μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια. Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου, αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ».
Οι πρώτες σοροί, ωστόσο. είχαν εντοπιστεί πολλές ώρες πριν και συγκεκριμένα στις 19:08, όπως είχε αποκαλύψει και ο «Ε.Τ.» από το ημερολόγιο του κεντρικού Λιμαναρχείου Ραφήνας.
Στον… αέρα
Η παντελής απουσία οποιοδήποτε συντονισμού των κρατικών φορέων αποτυπώνεται τόσο στους χρόνους επιχειρησιακής δράσης -περισσότερες μαρτυρίες αναφέρουν ότι είδαν τις πρώτες ιδιωτικές βάρκες στις 22.30 με 23.00- αλλά και στις αυτενέργειες ή φιλότιμο όπως το χαρακτήρισε σε μια ερώτησή του ο αντιεισαγγελέας Εφετών Ηλίας Ζαγοραίος, το οποίο επέδειξαν άνδρες του Λιμενικού. Σε ερώτησή του στον αρχιπυραγό, Χρήστο Λαμπρή, ο οποίος ήταν ο πρώτος που είδε τη φωτιά από το ελικόπτερο του Πυροσβεστικού Σώματος ο αντιεισαγγελέας ανέφερε:
«Η φωτιά έχει περάσει για πρώτη φορά στις 18,25. […] Ο κόσμος δε ξέρει πού να πάει. Το λιμάνι της Ραφήνας ξεφορτώνει οχήματα μέχρι στις 19.30 και κανένας δεν έχει ενημερώσει ότι η περιοχή καίγεται. Ο λιμενάρχης Ραφήνας το αντιλαμβάνεται μόνος του και αναλαμβάνει δράση. Ποιος θα συντονίσει όλους αυτούς τους φορείς; Υπάρχει το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων. Εκεί ήταν παρόντες οι πάντες. Τους συντόνισαν; Ή έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε και ό,τι του έλεγε το φιλότιμό του να προσφέρει; Σας συντόνισε κάποιος;», για να λάβει αρνητική απάντηση.
«Έμεινα για 4 ώρες στη θάλασσα χωρίς βοήθεια»
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Γιώργου Πηλίδη, ο οποίος εδώ και χρόνια παραθερίζει στο Μάτι. Έμεινε 4 ώρες στη θάλασσα περιμένοντας βοήθεια. Ευτυχώς, σώθηκε, αναφέρει η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
«Φτάνοντας προς τη θάλασσα βρήκαμε ανοικτή δίοδο, στρίψαμε προς τα δεξιά πριν τα βράχια, όπου ένας κύριος και μία κυρία, δεν γνώριζα τα ονόματά τους, μας υπέδειξαν τα σκαλοπάτια για να κατεβούμε προς τη θάλασσα από το οικόπεδο, η φωτιά ήταν πίσω μας, πέφτανε καύτρες, οι οποίες μας έκαψαν στην πλάτη και στον αυχένα, επιπλέον αναπνέαμε με δυσκολία, διότι οι καπνοί ήταν πυκνοί. Αφού μπήκαμε στη θάλασσα παραμείναμε σε αυτή για περίπου τέσσερις ώρες όταν στις 22.30 μας περισυνέλεξαν βάρκες. Μας μετέφεραν στο λιμάνι της Ραφήνας όπου βγήκαμε στις 23.30».
Πότε ειδοποιήθηκε ο Λιμενάρχης
Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του κεντρικού λιμενάρχη Ραφήνας, Δημήτρη Κωσταράκη, ο ίδιος ειδοποιήθηκε από ιδιώτη στις 18.50 για την ύπαρξη εγκλωβισμένων. Ωστόσο σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων επέζησαν, η φωτιά ήταν αντιληπτή σε όλη την περιοχή από τις 18.00, «γεννώντας» ερωτήματα γιατί το Λιμενικό Σώμα δεν έστειλε προληπτικά βάρκες για να μεταφέρουν την εικόνα που επικρατεί στις ακτές. Κάτι που είχε πράξει το σώμα στην Κινέτα στέλνοντας το ΠΑΘ 070.
Με τις καιρικές συνθήκες από τις 19.00 στις 23ης Ιουλίου να δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, όπως περιγράφει στη δική του κατάθεση ο Δημήτρης Μπαλτάκος διοικητής της Μονάδας Υποβρύχιων Αποστολών, «ιδιωτικό σκάφος στο οποίο επέβαινα και εγώ προσέκρουσε σε ξέρα, ανετράπη με αποτέλεσμα την πτώση των επιβατών στη θάλασσα».
Είδε τη γιαγιά της να… πεθαίνει
Μαζί με το σύζυγό της που πάσχει από καρκίνο, την κόρη της και τη μητέρα της φιλοξενούνταν σε σπίτι από την Παρασκευή στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στις 18.00 οι καπνοί που πίστευαν αρχικά ότι ήταν από την Κινέτα πύκνωσαν και ξεκίνησαν να νιώθουν τα πρώτα θερμικά φορτία. Τα ουρλιαχτά της κόρης της Περσεφόνης, που φώναζε «θα πεθάνουμε», τους ώθησαν να βγουν έξω και να τρέξουν στο στενό δρομάκι που οδηγεί προς στη θάλασσα. Με το που έστριψαν στο δρόμο η φωτιά βρέθηκε πίσω τους και τους κυνηγούσε. Κατέβηκαν από τα στενά σκαλάκια και τότε το πουκάμισό της πήρε φωτιά.
«Έτρεξα γρήγορα στη θάλασσα ώστε να σβήσω τη φωτιά από πάνω μου χάνοντας τη μητέρα και την κόρη μου. Ένα μαύρο πέπλο καπνού κάλυψε τα πάντα και δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα. Φώναζα τα συγγενικά μου πρόσωπα βοηθώντας παράλληλα τον κόσμο που βρισκόταν σε πανικό. Αργά το βράδυ είδα τον άνδρα μου στην Αργυρά Ακτή στο Κόκκινο Λιμανάκι. […]
Δεν υπήρχε κανένας εκεί, βρισκόμασταν τελείως μόνοι μας. Η μητέρα μου δεν κάηκε. Η κόρη μου την είχε στην αρχή στην πλάτη της και ύστερα στα χέρια της. Λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε “Έσβησε η φωτιά, πάμε έξω” και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια της και πέθανε. Αυτά που είπε η κόρη μου και συνέβησαν το διάστημα που χαθήκαμε στην παραλία» λέει η Ευανθία Σιδέρη, κόρη της Ελένης Σιδέρη
«Θεέ μου, συγχώρεσέ με»
«Στις 18.25, λόγω της επικινδυνότητας, μπήκαμε στο νερό για να βρεχόμαστε και να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γινόταν από τον καπνό. Η αναπνοή μας γινόταν όλο και δυσκολότερη. Φοβούμενη για τον πατέρα του είπα να ξαπλώσει πάνω στο νερό (η θάλασσα ήταν ήρεμη εκεί) και κρατώντας τον κολυμπούσα σε ένα ύφαλο […] Ύστερα η μέρα έγινε νύχτα και χάσαμε τελείως την ορατότητά μας. Η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Καλούσαμε για βοήθεια με την ελπίδα ότι κάποιο διασωστικό σκάφος βρίσκεται κοντά. Ο αέρας και η θάλασσα αγρίευε πολύ. Ο καπνός και το νερό μου έκλειναν τα μάτια Προσπαθούσα συνέχεια κολυμπώντας να κρατάω το κεφάλι του πατέρα μου έξω από το νερό. Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάκτυλό της ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν.
Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Ύστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με” και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε “σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…”, σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Ύστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια.
Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ» είπε η Ελένη Παπαποστόλου, κόρη του ιερέα
«Της έβρεχα το κεφαλάκι…»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα. «Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί... (…)
Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία... (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια» θυμάται η εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα, που χάθηκε στη θάλασσα
«Δεν θα αντέξω μαμά»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε “…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ” και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε.
Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18.15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: “δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε”»...
cnn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου