Σταύρος Λυγερός
Μπορεί ο Κοτζιάς να είχε εδώ και πολλά χρόνια κάνει σύνθημά του την «ενεργητική εξωτερική πολιτική», αλλά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τον Τσίπρα και οι...
συνομιλίες με την αμερικανική ηγεσία πριν ένα χρόνο προσέδωσαν συγκεκριμένο σχήμα σ’ αυτόν τον όρο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, με δεδηλωμένο σκοπό αυτή να αφιερωθεί στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης.
Λίγο μετά, όμως, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Τουρκία και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη. Όχι μόνο δεν δικαίωσε την προσδοκία του Κοτζιά για διαμόρφωση κλίματος «ήρεμων υδάτων» με την Άγκυρα, αλλά ουσιαστικά έριξε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις στη ζώνη της έντασης.
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία ροπή του ίδιου του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Τα μέτωπα στα Βαλκάνια
Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι πρέπει να κλείσουν τα μέτωπα στα Βαλκάνια για να αντιμετωπισθεί η τουρκική επιθετικότητα είναι η μισή αλήθεια. Προφανώς, εάν το Μακεδονικό και τα ελληνοαλβανικά έκλειναν με έναν τρόπο που να σέβεται την πραγματικότητα της περιοχής και τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα, θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη ακόμα και εάν δεν υπήρχε η πίεση της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο που υπάρχει.
Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό πάει να κλείσει με τη Συμφωνία των Πρεσπών αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Το μόνο που φαίνεται να τον συγκρατεί είναι η ένταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Δικαιολογία για την ελληνορωσική κρίση
Αντίστοιχου προπαγανδιστικού χαρακτήρα ήταν και η δικαιολογία που ο Κοτζιάς διοχέτευσε για την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Διοχέτευσε ότι αυτή οφείλεται και στο ότι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν επέτρεψε την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπραττε και ο Κοτζιάς μέχρι πρότινος. Μέχρι που επέβαλε στο άπειρο Μαξίμου τις απελάσεις, μετατρέποντας τις ελληνορωσικές σχέσεις σε βομβαρδισμένο κτίριο. Όταν ο Τσίπρας συνειδητοποίησε τη ζημιά, επεδίωξε να την επιδιορθώσει. Γι’ αυτό και προσπαθεί να οριστικοποιήσει την επίσκεψή του στη Μόσχα.
Ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν
Κατά τα άλλα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία τάση αναθεώρησης ή τουλάχιστον προσαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό εκτιμώ πως είναι περιορισμένες.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της...
slpress.gr
Μπορεί ο Κοτζιάς να είχε εδώ και πολλά χρόνια κάνει σύνθημά του την «ενεργητική εξωτερική πολιτική», αλλά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τον Τσίπρα και οι...
συνομιλίες με την αμερικανική ηγεσία πριν ένα χρόνο προσέδωσαν συγκεκριμένο σχήμα σ’ αυτόν τον όρο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το πρόσω ολοταχώς για να κλείσει χρόνια ανοικτά μέτωπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, με δεδηλωμένο σκοπό αυτή να αφιερωθεί στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης.
Λίγο μετά, όμως, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε την Τουρκία και ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη Ερντογάν, η οποία είχε τη γνωστή κατάληξη. Όχι μόνο δεν δικαίωσε την προσδοκία του Κοτζιά για διαμόρφωση κλίματος «ήρεμων υδάτων» με την Άγκυρα, αλλά ουσιαστικά έριξε περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις στη ζώνη της έντασης.
Το δόγμα του Κοτζιά ήταν από τότε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις Αθήνας-Τιράνων και Αθήνας-Σκοπίων δεν απειλούν την εθνική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ελληνοτουρκική διένεξη έχει γεωστρατηγικό χαρακτήρα και την απειλεί. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να επιδιωχθεί το κλείσιμο των βαλκανικών μετώπων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τουρκικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία της επίσκεψης Ερντογάν κατέστησε ακόμα πιο επείγουσα αυτή την αντιμετώπιση.
Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του Κοτζιά με τον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του είναι πλέον αποτυπωμένο στη Συμφωνία των Πρεσπών και μπορεί με ακρίβεια να αποτιμηθεί. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με τον Αλβανό ομόλογό του θα το δούμε προσεχώς, εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πως βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία. Όλη αυτή η διπλωματική κινητικότητα, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματική. Εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πηγάζει και από μία ροπή του ίδιου του Κοτζιά, αλλά και από δυτικές συστάσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, άλλωστε, οι δύο αυτοί παράγοντες είναι ομόρροποι κι όχι αντίρροποι.
Τα μέτωπα στα Βαλκάνια
Το επιχείρημα του Κοτζιά ότι πρέπει να κλείσουν τα μέτωπα στα Βαλκάνια για να αντιμετωπισθεί η τουρκική επιθετικότητα είναι η μισή αλήθεια. Προφανώς, εάν το Μακεδονικό και τα ελληνοαλβανικά έκλειναν με έναν τρόπο που να σέβεται την πραγματικότητα της περιοχής και τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα, θα ήταν μία πολύ θετική εξέλιξη ακόμα και εάν δεν υπήρχε η πίεση της Άγκυρας. Πολύ περισσότερο που υπάρχει.
Το γεγονός, όμως, ότι το Μακεδονικό πάει να κλείσει με τη Συμφωνία των Πρεσπών αποδυναμώνει, αντί να ενδυναμώνει την ελληνική διπλωματία γενικώς και ειδικώς έναντι της Τουρκίας. Τα καλά λόγια από την πλευρά της Δύσης οφείλονται στο γεγονός ότι υπήρξε συμφωνία και ως εκ τούτου άνοιξε ο δρόμος για την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και προοπτικά στην ΕΕ.
Οι Δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ποτέ για το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ακόμα και εάν η Αθήνα συμφωνούσε το γειτονικό κράτος να ονομάζεται Μακεδονία και όλα τα συναφή και πάλι θα χειροκροτούσαν και θα επαινούσαν την ελληνική κυβέρνηση που θα έβαζε την υπογραφή για την πολιτική τόλμη της και τη συμβολή της στη σταθερότητα!
Το γεγονός, όμως, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αποδέχεται πράγματα που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα της περιοχής και πλήττουν το εθνικό συμφέρον της είναι ένα σημάδι πολιτικής-διπλωματικής αδυναμίας. Το μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι αφού η Αθήνα υποχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια, πολύ περισσότερο θα υποχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα.
Κι αυτό, επειδή η ΠΔΓΜ είναι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε παντελώς μειονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας, ενώ αντιστοίχως η Τουρκία είναι σε πλεονεκτική. Με άλλα λόγια, το επικίνδυνο μήνυμα που παίρνει ο Ερντογάν είναι ότι εάν κλιμακώσει την πίεσή του στην Αθήνα θα αυξηθούν οι πιθανότητες να επιτύχει τους επεκτατικούς στόχους του. Το μόνο που φαίνεται να τον συγκρατεί είναι η ένταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η επίπτωση, λοιπόν της Συμφωνίας των Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά είναι αντίστροφη από αυτή που πουλάει στην πολιτική αγορά ο Κοτζιάς.
Δικαιολογία για την ελληνορωσική κρίση
Αντίστοιχου προπαγανδιστικού χαρακτήρα ήταν και η δικαιολογία που ο Κοτζιάς διοχέτευσε για την κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις. Διοχέτευσε ότι αυτή οφείλεται και στο ότι η προσέγγιση Ερντογάν-Πούτιν επέτρεψε την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, δεν στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η καμπύλη της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία δύο χρόνια έχει τις γνωστές διακυμάνσεις, αλλά όχι δραματικές αλλαγές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.
Στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός που διοχέτευσε ο Κοτζιάς είναι μία προσπάθεια να χρησιμοποιήσει την έντονη ανησυχία της ελληνικής κοινής γνώμης για την τουρκική επιθετικότητα για να δικαιολογήσει τους χειρισμούς του που οδήγησαν στην ανατροπή του άτυπου δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, η Αθήνα πρέπει να τηρεί μία ετεροβαρή, αλλά υπαρκτή ισορροπία στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Δύση και τη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ναι μεν ανήκει στη Δύση, αλλά πάντα φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις από ψυχροπολεμικές κινήσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων σε βάρος της Μόσχας. Και έτσι έπραττε και ο Κοτζιάς μέχρι πρότινος. Μέχρι που επέβαλε στο άπειρο Μαξίμου τις απελάσεις, μετατρέποντας τις ελληνορωσικές σχέσεις σε βομβαρδισμένο κτίριο. Όταν ο Τσίπρας συνειδητοποίησε τη ζημιά, επεδίωξε να την επιδιορθώσει. Γι’ αυτό και προσπαθεί να οριστικοποιήσει την επίσκεψή του στη Μόσχα.
Ο εναγκαλισμός Πούτιν-Ερντογάν
Κατά τα άλλα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχει δρομολογήσει μία τάση αναθεώρησης ή τουλάχιστον προσαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αυτό το διάστημα οι δύο πλευρές καταβάλλουν προσπάθειες να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χωρίζει, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό εκτιμώ πως είναι περιορισμένες.
Ο Ερντογάν δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στους Αμερικανούς. Είναι πεπεισμένος ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα του 2016 κι ότι επιδιώκουν να τον εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και έχει εναγκαλιστεί τον Πούτιν. Προσπαθεί να χρησιμοποιεί τη Ρωσία ως αντίβαρο στη δυτική πίεση. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο άδραξε την ευκαιρία και ανταποκρίθηκε, επειδή αυτό εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα.
Παίζει με την Άγκυρα όχι απλώς για να βαθύνει το ρήγμα στη δυτική στρατηγική αλυσίδα, αλλά και επειδή έτσι σπάει τη γεωπολιτική περικύκλωση της Ρωσίας που επιδιώκει η Δύση. Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, πως παρά την προσέγγιση με τον Ερντογάν, η Μόσχα παραμένει στην παραδοσιακή θέση της στο Κυπριακό. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά δεν παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη αλλαγή στην πολιτική της...
slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου