Τούτος ο Αύγουστος έχει λίγο καλοκαίρι. Οι εικόνες θυμίζουν κατάλοιπα μάχης που δόθηκε και χάθηκε σε, σχεδόν θαλασσινό, παραθεριστικό τοπίο. Η...
σκιά πένθους και θλίψης πλανάται εξαιτίας ενός γεγονότος που δεν προέκυψε με λευκό μητρώο. Και ενώ ο κόσμος στάθηκε αλληλέγγυος σε όσους πονούν και δοκιμάζονται, αυτοί που από τις θέσεις ευθύνης τους θα έπρεπε να πάρουν κάποιο μάθημα, στρέφονται όλοι εναντίον όλων.
Μερικοί κρύβονται πίσω από ανακοινώσεις, δελτία, συσσίτια, φιλανθρωπίες και… μπουλντόζες. Και άλλοι παίζουν τη σάγκα της ευθύνης ξεχνώντας ότι ο πολιτισμός του ανθρώπου είναι κληρονομιά που προέκυψε και από τα συσσωρευμένα λάθη του. Αλλά, ποιος φταίει;
Η σάγκα είναι μια εξιστόρηση∙ μια αφηγηματική φόρμα που προσπαθεί κάτι να πει∙ κάτι να αναδείξει. Και, εδώ, η αναζήτηση της ευθύνης, εκτός από απαίτηση, στρατηγική, είναι και άλλοθι, αφού δεν θα γίνουν όλα από την αρχή. Λέω άλλοθι, γιατί η σάγκα της ευθύνης κρύβει πολλά. Π.χ., δεν μιλάει για τις αντισταθμίσεις των επιλογών μας, για τις επιλογές λιγότερου ή περισσότερου κράτους, την παρατεταμένη ύφεση με δημοσιονομικά ελλείμματα ή πλεονάσματα, τις επενδύσεις που σέβονται ή όχι το περιβάλλον κ.λπ. Ομως, όλα αυτά παράγουν συνέπειες.
Τα προηγούμενα χρόνια προκρίναμε «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά». Και η επιλογή έγινε εις βάρος του κράτους οριζοντίως, χωρίς να είναι ξεκάθαρο -στην Ελλάδα τουλάχιστον- πού ακριβώς απέτυχε το κράτος και πού όχι, σε ποιους τομείς έκλεισε τον ιστορικό του ρόλο και σε ποιους όχι, πού και γιατί το χρειαζόμαστε περισσότερο και πού δεν το χρειαζόμαστε.
Ξαφνικά, κυρίως όσοι από πολύ πριν είχαν κάνει τα πάντα για να καταστήσουν το κράτος ανυπόληπτο, ισχνό και μικρότερο, ανακάλυψαν πως το χρειαζόμαστε ισχυρό και πανταχού παρόν. Αίφνης επιχειρηματολογούν ότι όχι μόνο θέλουμε το κράτος, αλλά το θέλουμε απολύτως ορθολογικό, με όλες τις βέλτιστες πρακτικές και με όλους τους μηχανισμούς του σε πλήρη ετοιμότητα και διαθεσιμότητα για να αντιμετωπίσει την κάθε δύσκολη στιγμή.
Αλλά αυτό που θέλουμε –και ας μην το λέμε με το όνομά του– είναι το κοινωνικό κράτος που επιλέξαμε να μικρύνουμε.
Η σάγκα της ευθύνης συσκοτίζει το βάθος, τα πραγματικά αίτια αλλά και τους λοιπούς περιορισμούς. Μένει στην αφορμή. Και παίζεται κυρίως από τα μίντια εκείνα των οποίων η ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία και στους κρατικούς θεσμούς φτάνει μέχρι εκεί που φτάνουν τα συμφέροντά τους. (Θυμηθείτε ότι πρόκειται για υποδειγματικούς τζαμπατζήδες και νομείς ενός δημόσιου αγαθού για το οποίο δεν έχουν πληρώσει τίποτα και αρνούνται να πληρώσουν.) Σε ορισμένα μίντια η αναζήτηση και η απόδοση της ευθύνης έχει αναχθεί σε ιερή υποχρέωση.
Στον βαθμό που υποκαθιστούν τους λοιπούς κοινωνικούς θεσμούς και, σε κάθε περίπτωση, αμφισβητούν ευθέως την αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών, ορισμένα κανάλια, τα οποία πιστεύουν ακράδαντα ότι εκφράζουν το λαϊκό αίσθημα, διδάσκουν στον λαό την επωδό ότι τίποτε δεν λειτούργησε και τίποτε δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Και όλα αυτά με την εμπειρική επιφύλαξη ότι -μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση και να ξαναπιάσουμε το Μακεδονικό- θα πορευτούμε για να συναντήσουμε την επόμενη καταστροφή, έναν πιθανό σεισμό, μια νέα Ηλεία, μια νέα Μάνδρα ή ένα νέο Μάτι.
Η σάγκα της ευθύνης, εκτός από αντιπολιτευτική υποχρέωση, παίζεται και ως εθνικό παραμύθι. Κλείνει με τη συνήθη αντίδραση της εκάστοτε κυβέρνησης να αποδίδει τη δική της αποτυχία σε δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό της (και εδώ καμία πρωτοτυπία), ανοίγοντας την πόρτα σε κόσμους σύγχυσης, τραγικής επαναληπτικότητας, μέτρησης του πολιτικού κόστους και κέρδους.
Η σάγκα πλάθει την αφήγηση έτσι ώστε η μοιρολατρία, η έμμονη ατολμία, η κατόπιν εορτής σπουδή να ανάγονται σε αρχετυπικά εθνικά καλούπια, πλάι στους περιορισμούς των πλέον ορθολογικών προβλέψεων. Δεν λέει ότι οι προβλέψεις δεν απαλλάσσουν κανέναν από μελλοντικούς κινδύνους του κοινωνικο-οικονομικού ή και του φυσικού κόσμου. Ούτε λέει τι ακριβώς θα κάνουμε αν κάτι, απίθανο, ξαφνικά σαρώσει ανθρώπους, παιδιά, ζωντανά του θεού και δώσει ξανά τη διάσταση της δαντικής κόλασης στο νερό, στη λάσπη, στον άνεμο ή, τέλος, στις φλόγες της φωτιάς.
Και, τελικά, ποιοι ήταν οι θετικοί ήρωες και ποιοι οι αρνητικοί της υπόθεσης; Και πώς θα ξεχωρίσουν οι ήρωες και τα λαμόγια, όταν τα πολιτικά καπρίτσια απευθύνονται στα συναισθήματα με τον φανατισμό «της αποκάλυψης, της αλήθειας και της ενημέρωσης»;
Χωρίς πολιτική ύλη, ενάντια στην πολιτική κοινωνία, με γενικεύσεις, θα είμαστε όλοι ένοχοι αδιαφορίας, άγνοιας και πολιτικής σκοπιμότητας. Και, αλήθεια, τι θα πετύχουμε αν καταπιούμε αμάσητη τούτη τη σάγκα της ευθύνης εις βάρος λίγων συγκεκριμένων και όχι εναντίον όλων εκείνων που εργάστηκαν για να θεμελιώσουν το υπόδειγμα της εθνικής ανικανότητας και ανημπόριας;
Με τέτοιες λογικές, ας αναρωτηθούμε, εκατό φορές κι όχι μία, από ποιον, από ποιους και πώς θα πρέπει να ξεκινήσουν οι καθοριστικές παρεμβάσεις που έχει ανάγκη ο τόπος;..
Θανάσης Βασιλείου
σκιά πένθους και θλίψης πλανάται εξαιτίας ενός γεγονότος που δεν προέκυψε με λευκό μητρώο. Και ενώ ο κόσμος στάθηκε αλληλέγγυος σε όσους πονούν και δοκιμάζονται, αυτοί που από τις θέσεις ευθύνης τους θα έπρεπε να πάρουν κάποιο μάθημα, στρέφονται όλοι εναντίον όλων.
Μερικοί κρύβονται πίσω από ανακοινώσεις, δελτία, συσσίτια, φιλανθρωπίες και… μπουλντόζες. Και άλλοι παίζουν τη σάγκα της ευθύνης ξεχνώντας ότι ο πολιτισμός του ανθρώπου είναι κληρονομιά που προέκυψε και από τα συσσωρευμένα λάθη του. Αλλά, ποιος φταίει;
Η σάγκα είναι μια εξιστόρηση∙ μια αφηγηματική φόρμα που προσπαθεί κάτι να πει∙ κάτι να αναδείξει. Και, εδώ, η αναζήτηση της ευθύνης, εκτός από απαίτηση, στρατηγική, είναι και άλλοθι, αφού δεν θα γίνουν όλα από την αρχή. Λέω άλλοθι, γιατί η σάγκα της ευθύνης κρύβει πολλά. Π.χ., δεν μιλάει για τις αντισταθμίσεις των επιλογών μας, για τις επιλογές λιγότερου ή περισσότερου κράτους, την παρατεταμένη ύφεση με δημοσιονομικά ελλείμματα ή πλεονάσματα, τις επενδύσεις που σέβονται ή όχι το περιβάλλον κ.λπ. Ομως, όλα αυτά παράγουν συνέπειες.
Τα προηγούμενα χρόνια προκρίναμε «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά». Και η επιλογή έγινε εις βάρος του κράτους οριζοντίως, χωρίς να είναι ξεκάθαρο -στην Ελλάδα τουλάχιστον- πού ακριβώς απέτυχε το κράτος και πού όχι, σε ποιους τομείς έκλεισε τον ιστορικό του ρόλο και σε ποιους όχι, πού και γιατί το χρειαζόμαστε περισσότερο και πού δεν το χρειαζόμαστε.
Ξαφνικά, κυρίως όσοι από πολύ πριν είχαν κάνει τα πάντα για να καταστήσουν το κράτος ανυπόληπτο, ισχνό και μικρότερο, ανακάλυψαν πως το χρειαζόμαστε ισχυρό και πανταχού παρόν. Αίφνης επιχειρηματολογούν ότι όχι μόνο θέλουμε το κράτος, αλλά το θέλουμε απολύτως ορθολογικό, με όλες τις βέλτιστες πρακτικές και με όλους τους μηχανισμούς του σε πλήρη ετοιμότητα και διαθεσιμότητα για να αντιμετωπίσει την κάθε δύσκολη στιγμή.
Αλλά αυτό που θέλουμε –και ας μην το λέμε με το όνομά του– είναι το κοινωνικό κράτος που επιλέξαμε να μικρύνουμε.
Η σάγκα της ευθύνης συσκοτίζει το βάθος, τα πραγματικά αίτια αλλά και τους λοιπούς περιορισμούς. Μένει στην αφορμή. Και παίζεται κυρίως από τα μίντια εκείνα των οποίων η ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία και στους κρατικούς θεσμούς φτάνει μέχρι εκεί που φτάνουν τα συμφέροντά τους. (Θυμηθείτε ότι πρόκειται για υποδειγματικούς τζαμπατζήδες και νομείς ενός δημόσιου αγαθού για το οποίο δεν έχουν πληρώσει τίποτα και αρνούνται να πληρώσουν.) Σε ορισμένα μίντια η αναζήτηση και η απόδοση της ευθύνης έχει αναχθεί σε ιερή υποχρέωση.
Στον βαθμό που υποκαθιστούν τους λοιπούς κοινωνικούς θεσμούς και, σε κάθε περίπτωση, αμφισβητούν ευθέως την αποτελεσματικότητα των κρατικών μηχανισμών, ορισμένα κανάλια, τα οποία πιστεύουν ακράδαντα ότι εκφράζουν το λαϊκό αίσθημα, διδάσκουν στον λαό την επωδό ότι τίποτε δεν λειτούργησε και τίποτε δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Και όλα αυτά με την εμπειρική επιφύλαξη ότι -μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση και να ξαναπιάσουμε το Μακεδονικό- θα πορευτούμε για να συναντήσουμε την επόμενη καταστροφή, έναν πιθανό σεισμό, μια νέα Ηλεία, μια νέα Μάνδρα ή ένα νέο Μάτι.
Η σάγκα της ευθύνης, εκτός από αντιπολιτευτική υποχρέωση, παίζεται και ως εθνικό παραμύθι. Κλείνει με τη συνήθη αντίδραση της εκάστοτε κυβέρνησης να αποδίδει τη δική της αποτυχία σε δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό της (και εδώ καμία πρωτοτυπία), ανοίγοντας την πόρτα σε κόσμους σύγχυσης, τραγικής επαναληπτικότητας, μέτρησης του πολιτικού κόστους και κέρδους.
Η σάγκα πλάθει την αφήγηση έτσι ώστε η μοιρολατρία, η έμμονη ατολμία, η κατόπιν εορτής σπουδή να ανάγονται σε αρχετυπικά εθνικά καλούπια, πλάι στους περιορισμούς των πλέον ορθολογικών προβλέψεων. Δεν λέει ότι οι προβλέψεις δεν απαλλάσσουν κανέναν από μελλοντικούς κινδύνους του κοινωνικο-οικονομικού ή και του φυσικού κόσμου. Ούτε λέει τι ακριβώς θα κάνουμε αν κάτι, απίθανο, ξαφνικά σαρώσει ανθρώπους, παιδιά, ζωντανά του θεού και δώσει ξανά τη διάσταση της δαντικής κόλασης στο νερό, στη λάσπη, στον άνεμο ή, τέλος, στις φλόγες της φωτιάς.
Και, τελικά, ποιοι ήταν οι θετικοί ήρωες και ποιοι οι αρνητικοί της υπόθεσης; Και πώς θα ξεχωρίσουν οι ήρωες και τα λαμόγια, όταν τα πολιτικά καπρίτσια απευθύνονται στα συναισθήματα με τον φανατισμό «της αποκάλυψης, της αλήθειας και της ενημέρωσης»;
Χωρίς πολιτική ύλη, ενάντια στην πολιτική κοινωνία, με γενικεύσεις, θα είμαστε όλοι ένοχοι αδιαφορίας, άγνοιας και πολιτικής σκοπιμότητας. Και, αλήθεια, τι θα πετύχουμε αν καταπιούμε αμάσητη τούτη τη σάγκα της ευθύνης εις βάρος λίγων συγκεκριμένων και όχι εναντίον όλων εκείνων που εργάστηκαν για να θεμελιώσουν το υπόδειγμα της εθνικής ανικανότητας και ανημπόριας;
Με τέτοιες λογικές, ας αναρωτηθούμε, εκατό φορές κι όχι μία, από ποιον, από ποιους και πώς θα πρέπει να ξεκινήσουν οι καθοριστικές παρεμβάσεις που έχει ανάγκη ο τόπος;..
Θανάσης Βασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου