Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018.
Εχει πανσέληνο. Είναι απόκοσμα. Δεν ξέρω τι νιώθω. Οδύνη, οργή, απόγνωση; Ο,τι κι αν νιώθω είναι πολύ μικρό, πολύ αδιάφορο σε σχέση με αυτό που μπορεί να χωρέσει ο...
νους ανθρώπου για αυτό που έζησαν τόσοι άνθρωποι, τόσες ψυχές.
Είναι μετά τα μεσάνυχτα και φεύγω από την εφημερίδα με προορισμό το Μάτι. Σε ραδιοφωνική εκπομπή ακροατές καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία για το τι φταίει σ’ αυτή τη χώρα κι όλα γίνονται στραβά. Για «λαδώματα» στην πολεοδομία, για οικοδομικούς συνεταιρισμούς μέσα σε δάση, για εκκλησιαστικά κτήματα….
Οσο προχωράω, η Μαραθώνος γίνεται πιο σκοτεινή, πιο βουβή. Κλείνω το ραδιόφωνο. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου είναι κλειστά, αλλά η μυρωδιά του καμένου γίνεται ολοένα πιο έντονη. Και η σιωπή πιο διαπεραστική. Δεν στρίβω προς Βουτζά. Δεν θέλω να δω το σπίτι της φίλης μας που κάηκε. Το σπίτι που πήγα πολλές φορές ως παιδί, ως έφηβη και πριν από δύο χρόνια (ή μήπως ήταν πέρσι) μαζί με το δικό μου παιδί. Το σπίτι που πήγαινε η μαμά μου τα καλοκαίρια. Κάποιες φορές με το δικό της εγγόνι, την κόρη μου.
Αλλά ευτυχώς κάηκαν μόνο τα ντουβάρια. Η ίδια, τα παιδιά της, το εγγόνι της είναι καλά. Εφυγαν εγκαίρως και σώθηκαν. Και μαζί κάηκαν όλες οι αναμνήσεις. Τους εύχομαι να μείνουν ζωντανές όλες οι καλές και οι κακές να σβήσουν γρήγορα. Προσπερνάω τον Βουτζά, τις κακές σκέψεις τι θα έκανα εγώ αν….
Αυτό το «αν» που νιώθουμε όλοι όσοι είμαστε έξω από τη φρίκη θέλεις να το αποφύγεις, αλλά δεν μπορείς. Ενας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι μη συμβεί κάτι κακό και είμαι μακριά από το παιδί μου και τον σύντροφό μου… Τι να πεις στη μάνα που έχασε τα παιδιά της, τον σύντροφο της. Πώς να πεις «η ζωή συνεχίζεται» σε μια γυναίκα που έχασε τα πάντα και επιβίωσε η ίδια επειδή ήταν μακριά τους… Οπως εγώ, όπως χιλιάδες άλλες αυτές τις μέρες.
Πώς να σταματήσεις να ακούς μέσα σ’ αυτή την τρομακτική, απόκοσμη σιωπή παιδιά τρομαγμένα, αλαφιασμένα να φωνάζουν «μανούλα», «μπαμπάκα». Γονείς, γιαγιάδες και παππούδες να ουρλιάζουν «τα παιδιά, σώσε τα παιδιά. Ασε με εμένα…»
Στην είσοδο για το Μάτι, είναι ένα σταματημένο περιπολικό της Αστυνομίας με αναμμένο τον φάρο. Ανάβω φλας για να στρίψω δεξιά, λες και υπάρχει κάποιο άλλο αυτοκίνητο πίσω… Τα πρώτα σπίτια στην οδό Κυανής Ακτής είναι καμένα, κάποια άλλα πιο κάτω πολύ λιγότερο… Ενα πεύκο καμένο, ένα άλλο πιο κάτω ανέπαφο από τις φλόγες. Σαν να το φύτεψαν χθες. Προσπαθώ να καταλάβω (;) τη «λογική» της φωτιάς. Και νιώθω γελοία…
Στρίβω στην Ποσειδώνος που μόνο στα χαρτιά είναι «λεωφόρος». Το περιπολικό προπορεύεται, ένα σκουπιδιάρικο μαζεύει αποκαΐδια. Λιγοστά Ι.Χ. αυτοκίνητα. Περιπολίες...
Το φεγγάρι είναι μεγάλο, φωτεινό και ολόγιομο και το μόνο φωτισμένο κτίριο είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Μια σειρήνα συναγερμού χτυπάει στην απέναντι πολυκατοικία που δεν την άγγιξαν οι φλόγες. Οπως δεν άγγιξαν και όλα τα κτίρια που βρίσκονται αριστερά του δρόμο με θέα την παραλία, το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργώντας ένα απέραντο τείχος προς τη θάλασσα.
Μόνο ένα οικόπεδο δεν είναι χτισμένο, δεν έχει συρματόπλεγμα, αλλά ανάχωμα. Δεν ξέρω αν υπήρχε πριν από τη φωτιά. Σε μια μάντρα παρατημένα άδεια μπουκαλάκια νερού. Μάλλον από διασώστες, πυροσβέστες, εθελοντές που σηκώνουν το βάρος της επόμενης ημέρας. Διακρίνω μες το σκοτάδι ένα στενάκι. Υποθέτω ότι θα οδηγεί στην παραλία. Οδηγεί σε μια πυλωτή… Ισως και στην παραλία…
Σκηνικό χολιγουντιανού θρίλερ. Ξέρω ότι δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αλλά αισθάνομαι φόβο. Δεν βρίσκω τις λέξεις να περιγράψω όχι αυτά που είδα με τα μάτια μου, αλλά όλα εκείνα που προκαλούν οι εικόνες.
Μπαίνω ξανά στο αυτοκίνητο. Κατευθύνομαι προς τη Ραφήνα από την οδό (λεωφόρο;) Δημοκρατίας. Το σκηνικό λίγο καλύτερο… Μονοκατοικίες που δεν έχουν πεύκα, αλλά άλλα δέντρα, δεν έχουν ξύλινες στέγες και τσιμεντένιες μάντρες, είναι ανέπαφα δίπλα σε άλλα που έχουν καεί….
Στο τέλος της Δημοκρατίας νιώθω πλέον ότι είμαι πολύ μακριά από το σκηνικό ολέθρου. Κι ας είναι τόσο κοντά. Η μυρωδιά του καμένου απομακρύνεται. Είναι όλα τόσο ήσυχα. Αλλά η σιωπή είναι λιγότερο εκκωφαντική, λιγότερο τρομακτική. Σαν να είναι ένα χειμωνιάτικο, κρύο βράδυ και όλοι έχουν μαζευτεί νωρίς στα σπίτια τους.
Φτάνω στη Ραφήνα. Σταματάω σε ένα φαρμακείο. Πιάνω κουβέντα με τα δύο νέα παιδιά που είναι μέσα. Είναι κοντά στα 30. Μιλάνε ήρεμα, ψύχραιμα, συγκροτημένα. «Είστε και εσείς οι δημοσιογράφοι απαράδεκτοι» μου λένε μόλις τους λέω την ιδιότητά μου. Δεν ρωτάω γιατί… Υποψιάζομαι, ξέρω.
Ο κόσμος, μου λένε, είναι σοκαρισμένος και οργισμένος. Κυρίως με τον δήμαρχο Μαραθώνα. «Και όχι τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια. Το Μάτι εκεί ανήκει, όχι στον Δήμο Ραφήνας». Εχουν δίκιο, αλλά λίγη σημασία έχει για τον κόσμο που έχασε οικογένεια, φίλους, ζώα και σπιτικά. Και θέτουν νέα ερωτήματα…
Ναι, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ναι, η πύρινη λαίλαπα έτρεχε με 120 χλμ. την ώρα. Ναι, οι συνθήκες ήταν ακραίες. Αλλά…
Πόσα «αλλά» χωράνε σε μια τραγωδία;
Πρέπει να κόψουμε τα πεύκα, αλλά δεν μας αφήνει το δασαρχείο. Πρέπει να υπάρχει σχέδιο εκκένωσης, αλλά και να έχουμε δεν είναι σαφές ποιος έχει την ευθύνη να το εφαρμόζει. Πρέπει να έχουμε νόμους, αλλά πολλές φορές οι νόμοι είναι αυτοί που θεσμοθετούν το «μπαλάκι των ευθυνών». Πρέπει να γκρεμίσουμε τα αυθαίρετα, αλλά δεν έχουμε το θάρρος, τη βούληση να το κάνουμε, να το αποδεχτούμε (γιατί εμείς, οι φίλοι μας έχουμε ένα αυθαίρετο).
Και ναι, ο Γιάννης και η Μαρία, ο Μπάμπης και η Κατερίνα έφτιαξαν, αγόρασαν, κληρονόμησαν ένα ηλεκτροδοτούμενο αυθαίρετο. Αλλά το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι τόσο βαρύ, τόσο άδικο, τόσο απάνθρωπο.
Οταν υπάρχουν 88 (;) νεκροί και άγνωστος αριθμός αγνοούμενων δεν μπορείς να υποστηρίζεις ότι όλα έγιναν σωστά. Ακόμα κι αν έγιναν. Γιατί όλοι εκείνοι που θρηνούν ή αναζητούν παιδιά, αδέρφια, γονείς, φίλους το πιθανότερο είναι ότι πρώτα και κύρια κατηγορούν τον εαυτό τους. Γιατί δεν πήραν τη «σωστή» απόφαση την ώρα της φρίκης.
Αρχίζει να ξημερώνει και νιώθω ευγνωμοσύνη. Γιατί το πρωί θα ακούσω τη χαρούμενη γελαστή φωνή του παιδιού μου και θα με χαϊδέψουν τα λόγια του άντρα μου.
ΥΓ. Επιστρέφοντας σπίτι έκανα μια στάση στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Είχε τελειώσει το πανηγύρι και οι μικροπωλητές μάζευαν τους πάγκους και την πραμάτεια τους. Ανάμεσά τους και τρεις καλόγριες… Λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκεί που εκατοντάδες εθελοντές προσπαθούν να απαλύνουν πληγές…
Άρτεμις Σπηλιώτης
efsyn.gr
Εχει πανσέληνο. Είναι απόκοσμα. Δεν ξέρω τι νιώθω. Οδύνη, οργή, απόγνωση; Ο,τι κι αν νιώθω είναι πολύ μικρό, πολύ αδιάφορο σε σχέση με αυτό που μπορεί να χωρέσει ο...
νους ανθρώπου για αυτό που έζησαν τόσοι άνθρωποι, τόσες ψυχές.
Είναι μετά τα μεσάνυχτα και φεύγω από την εφημερίδα με προορισμό το Μάτι. Σε ραδιοφωνική εκπομπή ακροατές καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία για το τι φταίει σ’ αυτή τη χώρα κι όλα γίνονται στραβά. Για «λαδώματα» στην πολεοδομία, για οικοδομικούς συνεταιρισμούς μέσα σε δάση, για εκκλησιαστικά κτήματα….
Οσο προχωράω, η Μαραθώνος γίνεται πιο σκοτεινή, πιο βουβή. Κλείνω το ραδιόφωνο. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου είναι κλειστά, αλλά η μυρωδιά του καμένου γίνεται ολοένα πιο έντονη. Και η σιωπή πιο διαπεραστική. Δεν στρίβω προς Βουτζά. Δεν θέλω να δω το σπίτι της φίλης μας που κάηκε. Το σπίτι που πήγα πολλές φορές ως παιδί, ως έφηβη και πριν από δύο χρόνια (ή μήπως ήταν πέρσι) μαζί με το δικό μου παιδί. Το σπίτι που πήγαινε η μαμά μου τα καλοκαίρια. Κάποιες φορές με το δικό της εγγόνι, την κόρη μου.
Αλλά ευτυχώς κάηκαν μόνο τα ντουβάρια. Η ίδια, τα παιδιά της, το εγγόνι της είναι καλά. Εφυγαν εγκαίρως και σώθηκαν. Και μαζί κάηκαν όλες οι αναμνήσεις. Τους εύχομαι να μείνουν ζωντανές όλες οι καλές και οι κακές να σβήσουν γρήγορα. Προσπερνάω τον Βουτζά, τις κακές σκέψεις τι θα έκανα εγώ αν….
Αυτό το «αν» που νιώθουμε όλοι όσοι είμαστε έξω από τη φρίκη θέλεις να το αποφύγεις, αλλά δεν μπορείς. Ενας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι μη συμβεί κάτι κακό και είμαι μακριά από το παιδί μου και τον σύντροφό μου… Τι να πεις στη μάνα που έχασε τα παιδιά της, τον σύντροφο της. Πώς να πεις «η ζωή συνεχίζεται» σε μια γυναίκα που έχασε τα πάντα και επιβίωσε η ίδια επειδή ήταν μακριά τους… Οπως εγώ, όπως χιλιάδες άλλες αυτές τις μέρες.
Πώς να σταματήσεις να ακούς μέσα σ’ αυτή την τρομακτική, απόκοσμη σιωπή παιδιά τρομαγμένα, αλαφιασμένα να φωνάζουν «μανούλα», «μπαμπάκα». Γονείς, γιαγιάδες και παππούδες να ουρλιάζουν «τα παιδιά, σώσε τα παιδιά. Ασε με εμένα…»
Στην είσοδο για το Μάτι, είναι ένα σταματημένο περιπολικό της Αστυνομίας με αναμμένο τον φάρο. Ανάβω φλας για να στρίψω δεξιά, λες και υπάρχει κάποιο άλλο αυτοκίνητο πίσω… Τα πρώτα σπίτια στην οδό Κυανής Ακτής είναι καμένα, κάποια άλλα πιο κάτω πολύ λιγότερο… Ενα πεύκο καμένο, ένα άλλο πιο κάτω ανέπαφο από τις φλόγες. Σαν να το φύτεψαν χθες. Προσπαθώ να καταλάβω (;) τη «λογική» της φωτιάς. Και νιώθω γελοία…
Στρίβω στην Ποσειδώνος που μόνο στα χαρτιά είναι «λεωφόρος». Το περιπολικό προπορεύεται, ένα σκουπιδιάρικο μαζεύει αποκαΐδια. Λιγοστά Ι.Χ. αυτοκίνητα. Περιπολίες...
Το φεγγάρι είναι μεγάλο, φωτεινό και ολόγιομο και το μόνο φωτισμένο κτίριο είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Μια σειρήνα συναγερμού χτυπάει στην απέναντι πολυκατοικία που δεν την άγγιξαν οι φλόγες. Οπως δεν άγγιξαν και όλα τα κτίρια που βρίσκονται αριστερά του δρόμο με θέα την παραλία, το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργώντας ένα απέραντο τείχος προς τη θάλασσα.
Μόνο ένα οικόπεδο δεν είναι χτισμένο, δεν έχει συρματόπλεγμα, αλλά ανάχωμα. Δεν ξέρω αν υπήρχε πριν από τη φωτιά. Σε μια μάντρα παρατημένα άδεια μπουκαλάκια νερού. Μάλλον από διασώστες, πυροσβέστες, εθελοντές που σηκώνουν το βάρος της επόμενης ημέρας. Διακρίνω μες το σκοτάδι ένα στενάκι. Υποθέτω ότι θα οδηγεί στην παραλία. Οδηγεί σε μια πυλωτή… Ισως και στην παραλία…
Σκηνικό χολιγουντιανού θρίλερ. Ξέρω ότι δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αλλά αισθάνομαι φόβο. Δεν βρίσκω τις λέξεις να περιγράψω όχι αυτά που είδα με τα μάτια μου, αλλά όλα εκείνα που προκαλούν οι εικόνες.
Μπαίνω ξανά στο αυτοκίνητο. Κατευθύνομαι προς τη Ραφήνα από την οδό (λεωφόρο;) Δημοκρατίας. Το σκηνικό λίγο καλύτερο… Μονοκατοικίες που δεν έχουν πεύκα, αλλά άλλα δέντρα, δεν έχουν ξύλινες στέγες και τσιμεντένιες μάντρες, είναι ανέπαφα δίπλα σε άλλα που έχουν καεί….
Στο τέλος της Δημοκρατίας νιώθω πλέον ότι είμαι πολύ μακριά από το σκηνικό ολέθρου. Κι ας είναι τόσο κοντά. Η μυρωδιά του καμένου απομακρύνεται. Είναι όλα τόσο ήσυχα. Αλλά η σιωπή είναι λιγότερο εκκωφαντική, λιγότερο τρομακτική. Σαν να είναι ένα χειμωνιάτικο, κρύο βράδυ και όλοι έχουν μαζευτεί νωρίς στα σπίτια τους.
Φτάνω στη Ραφήνα. Σταματάω σε ένα φαρμακείο. Πιάνω κουβέντα με τα δύο νέα παιδιά που είναι μέσα. Είναι κοντά στα 30. Μιλάνε ήρεμα, ψύχραιμα, συγκροτημένα. «Είστε και εσείς οι δημοσιογράφοι απαράδεκτοι» μου λένε μόλις τους λέω την ιδιότητά μου. Δεν ρωτάω γιατί… Υποψιάζομαι, ξέρω.
Ο κόσμος, μου λένε, είναι σοκαρισμένος και οργισμένος. Κυρίως με τον δήμαρχο Μαραθώνα. «Και όχι τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια. Το Μάτι εκεί ανήκει, όχι στον Δήμο Ραφήνας». Εχουν δίκιο, αλλά λίγη σημασία έχει για τον κόσμο που έχασε οικογένεια, φίλους, ζώα και σπιτικά. Και θέτουν νέα ερωτήματα…
Ναι, έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Ναι, η πύρινη λαίλαπα έτρεχε με 120 χλμ. την ώρα. Ναι, οι συνθήκες ήταν ακραίες. Αλλά…
Πόσα «αλλά» χωράνε σε μια τραγωδία;
Πρέπει να κόψουμε τα πεύκα, αλλά δεν μας αφήνει το δασαρχείο. Πρέπει να υπάρχει σχέδιο εκκένωσης, αλλά και να έχουμε δεν είναι σαφές ποιος έχει την ευθύνη να το εφαρμόζει. Πρέπει να έχουμε νόμους, αλλά πολλές φορές οι νόμοι είναι αυτοί που θεσμοθετούν το «μπαλάκι των ευθυνών». Πρέπει να γκρεμίσουμε τα αυθαίρετα, αλλά δεν έχουμε το θάρρος, τη βούληση να το κάνουμε, να το αποδεχτούμε (γιατί εμείς, οι φίλοι μας έχουμε ένα αυθαίρετο).
Και ναι, ο Γιάννης και η Μαρία, ο Μπάμπης και η Κατερίνα έφτιαξαν, αγόρασαν, κληρονόμησαν ένα ηλεκτροδοτούμενο αυθαίρετο. Αλλά το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι τόσο βαρύ, τόσο άδικο, τόσο απάνθρωπο.
Οταν υπάρχουν 88 (;) νεκροί και άγνωστος αριθμός αγνοούμενων δεν μπορείς να υποστηρίζεις ότι όλα έγιναν σωστά. Ακόμα κι αν έγιναν. Γιατί όλοι εκείνοι που θρηνούν ή αναζητούν παιδιά, αδέρφια, γονείς, φίλους το πιθανότερο είναι ότι πρώτα και κύρια κατηγορούν τον εαυτό τους. Γιατί δεν πήραν τη «σωστή» απόφαση την ώρα της φρίκης.
Αρχίζει να ξημερώνει και νιώθω ευγνωμοσύνη. Γιατί το πρωί θα ακούσω τη χαρούμενη γελαστή φωνή του παιδιού μου και θα με χαϊδέψουν τα λόγια του άντρα μου.
ΥΓ. Επιστρέφοντας σπίτι έκανα μια στάση στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Είχε τελειώσει το πανηγύρι και οι μικροπωλητές μάζευαν τους πάγκους και την πραμάτεια τους. Ανάμεσά τους και τρεις καλόγριες… Λίγα χιλιόμετρα μακριά από εκεί που εκατοντάδες εθελοντές προσπαθούν να απαλύνουν πληγές…
Άρτεμις Σπηλιώτης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.