Η τραγωδία στο Μάτι με τους δεκάδες νεκρούς άνοιξε τον ασκό του Αιόλου σε ό,τι αφορά το ισχύον σύστημα δασοπυρόσβεσης. Κατά πόσο δηλαδή είναι αποτελεσματικό ή...
έχει έρθει πλέον η ώρα των αλλαγών.
Αξιωματικοί της πυροσβεστικής, πυροσβέστες, εθελοντές και δασολόγοι, άνθρωποι με χρόνια εμπειρίας στην κατάσβεση των πυρκαγιών, μιλούν στο Documento σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με το ελληνικό μοντέλο.
Στα τέλη Μαΐου του 1998 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να αλλάξει ριζικά το σύστημα δασοπυρόσβεσης. Με την ψήφιση του ν. 2612/1998 η ευθύνη και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής των πυρκαγιών στα δάση και στις δασικές εκτάσεις μεταβιβάστηκαν από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Επρόκειτο για πολιτική απόφαση η οποία προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Ειδικά όσον αφορά τον χρόνο λήψης της, καθώς ήδη είχε ξεκινήσει και επίσημα η αντιπυρική περίοδος.
Η αιτιολογία, όπως αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, ήταν μεταξύ άλλων η δημιουργία πληρέστερου και πιο αποτελεσματικού συστήματος πυροπροστασίας της χώρας καθώς και η μείωση της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού λόγω της λειτουργίας δύο φορέων για την καταστολή των δασικών πυρκαγιών. Κρίθηκε ότι το ισχύον μέχρι τότε σύστημα δασοπυρόσβεσης δεν είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι διαδικασίες που προέβλεπε το νομοσχέδιο ολοκληρώθηκαν τις επόμενες εβδομάδες. Προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας μετατάχθηκε στην Πυροσβεστική, μαζί με εξοπλισμό και οχήματα, στην καρδιά της αντιπυρικής περιόδου. Επιπλέον, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που αφορούσαν θέματα δασοπροστασίας από τις πυρκαγιές μεταφέρθηκαν σε αντίστοιχα όργανα της πυροσβεστικής.
Από το 1998 μέχρι και σήμερα έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια. Στο διάστημα αυτό εκδηλώθηκαν ουκ ολίγες πυρκαγιές στη χώρα μας. Χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης κάηκαν, σπίτια καταστράφηκαν αλλά και δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, είτε πολίτες είτε πυροσβέστες οι οποίοι με αυτοθυσία ρίχνονταν στη μάχη της κατάσβεσης. Το ερώτημα βέβαια πλέον είναι κατά πόσο το σύστημα δασοπυρόσβεσης που θεσμοθετήθηκε το 1998 είναι πιο αποτελεσματικό σε σχέση με το ισχύον μέχρι τότε. Εάν δηλαδή χρήζει αλλαγής, με αφορμή και την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι, ή απλώς απαιτούνται κάποιες επιπρόσθετες αλλαγές στο ήδη υπάρχον.
Το 2015 ο πρώην υπαρχηγός της πυροσβεστικής Ανδριανός Γκουρμπάτσης εκπόνησε μια έρευνα με τίτλο «Το κόστος της δασοπυρόβεσης στην Ελλάδα». Παρουσίαζε συγκεκριμένα αριθμητικά και στατιστικά στοιχεία αναφορικά με το ζήτημα, τόσο προ του 1998, όταν την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία, όσο και μετά, όταν ανέλαβε η πυροσβεστική.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο μέσος αριθμός των καμένων εκτάσεων ανά έτος αυξήθηκε σε ποσοστό 7,6% από το 1998 και μετά σε σχέση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αρμοδιότητα της πρόληψης και της κατάσβεσης πυρκαγιών στα δάση ανήκε στη Δασική Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, κάθε χρόνο παραδίδονται στις φλόγες περί τις 508.544 στρέμματα αγροτοδασικών εκτάσεων. Επιπλέον ο μέσος ετήσιος αριθμός δασικών πυρκαγιών που εκδηλώνονται στην επικράτεια είναι 1.538, ενώ παρουσιάστηκε αύξηση κατά 2,9% σε σχέση με το διάστημα που την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία. Αύξηση όμως παρουσίασε και ο μέσος αριθμός καμένων εκτάσεων ανά πυρκαγιά, σε ποσοστό 4,4%.
Εκτός από την αύξηση των πυρκαγιών και των καμένων εκτάσεων η έρευνα του κ. Γκουρμπάτση παρουσίαζε και κάτι ακόμη: κατά πόσο ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε από το 1998 και μετά μείωσε όντως το κόστος της δασοπυρόσβεσης, το οποίο ήταν ένας από τους στόχους του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με την έρευνα, «ο δασοπυροσβεστικός μηχανισμός είναι σχεδόν τέσσερις φορές πιο ακριβός σε σχέση με το προϊσχύον αντίστοιχο σύστημα και περίπου εννιά φορές σε σχέση με τον αντίστοιχο δασοπυροσβεστικό μηχανισμό των ΗΠΑ, παρόλο που ο μέσος αριθμός δασικών πυρκαγιών στις ΗΠΑ είναι 48πλάσιος του αντίστοιχου αριθμού στην Ελλάδα».
Αλλαγή στο επιχειρησιακό δόγμα
Στην ουσία με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο η δασοπυρόσβεση στη χώρα μας έχει δύο σκέλη. Από τη μια αυτό της πρόληψης, το οποίο παραμένει στη Δασική Υπηρεσία, και από την άλλη αυτό της καταστολής, για το οποίο είναι αρμόδια η πυροσβεστική. Ωστόσο από τα στοιχεία της έρευνας του κ. Γκουρμπάτση αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ισχύον σύστημα ούτε πιο αποτελεσματικό αποδείχτηκε ούτε μείωσε το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των δύο υπηρεσιών.
Επιπλέον, οι περικοπές στις δαπάνες από το 2010 και μετά λόγω των μνημονίων έχουν επηρεάσει σε κάποιον βαθμό το σύστημα δασοπυρόσβεσης. Αλλωστε οι ελλείψεις και τα προβλήματα σε εξοπλισμό αλλά και οχήματα στην πυροσβεστική και τη Δασική Υπηρεσία είναι μεγάλα κάθε καλοκαίρι.
Ο Νίκος Μπόκαρης είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) και μέλος του ΓΕΩΤΕΕ. «Από το 1998 μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η μεταφορά έγινε για τη μείωση του κόστους και την αύξηση της αποτελεσματικότητας, τίποτα δεν επιβεβαιώθηκε. Θα πρέπει να αλλάξουν πολύ βασικά πράγματα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η πολιτεία τις πυρκαγιές» τονίζει στο Documento και συμπληρώνει: «Αυτό που απαιτείται είναι αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και του επιχειρησιακού δόγματος και η καθιέρωση του δόγματος ότι οι πυρκαγιές αντιμετωπίζονται με άμεση επέμβαση στον χώρο της πυρκαγιάς. Είναι απαραίτητη η συστηματική διασπορά αυτοκινήτων μέσα στο δάσος για άμεση επέμβαση».
«Είκοσι χρόνια μετά την ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα κάποιος θα πρέπει να αποτιμήσει ξανά κατά πόσο είναι επαρκές αυτό» σημειώνει στο Documento ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος Ιωάννης Σταμούλης.
Η αλήθεια είναι ότι όταν είχε την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης η Δασική Υπηρεσία, τα υπηρεσιακά της αυτοκίνητα βρίσκονταν στο βουνό κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου προκειμένου να είναι έτοιμα για άμεση επέμβαση. Στην περίπτωση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, για παράδειγμα, ο κ. Μπόκαρης υποστηρίζει ότι η φωτιά θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπιστεί όσο επεκτεινόταν από το Νταού Πεντέλης μέχρι και τον Νέο Βουτζά. Από εκεί και μετά τα πράγματα έγιναν δύσκολα.
«Από το Νταού Πεντέλης μέχρι και τον Νέο Βουτζά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η πυρκαγιά, υπήρχαν δρόμοι, αλλά δεν δόθηκε προτεραιότητα. Οταν έφτασε στο Λύρειο, απέκτησε τεράστιο θερμικό φορτίο και ένταση και ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί» αναφέρει ο κ. Μπόκαρης.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πυροσβεστών Δημήτρης Σταθόπουλος αναφέρει ότι «θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας για τη διαχείριση των πυρκαγιών» καθώς και «να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη».
Δεν ξέρουν τα δάση
Εκτός όμως από τη δυνατότητα άμεσης επέμβασης, υπήρχε και ένα ακόμη πλεονέκτημα το οποίο δεν διαθέτει η πυροσβεστική υπηρεσία. Αυτό της γνώσης του δάσους. Οπως εξηγεί στην έρευνά του ο κ. Γκουρμπάτσης, το πυροσβεστικό προσωπικό «δεν διαθέτει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για το δάσος και τις δασικές πυρκαγιές και ιδίως ως προς την “αναμενόμενη συμπεριφορά” (behave analysis)». Ο εκάστοτε δασάρχης ήταν δηλαδή σε θέση να γνωρίζει πολύ καλύτερα το ανάγλυφο της περιοχής, τις πιθανές θέσεις υδροληψίας, τη συμπεριφορά της βλάστησης στις πυρκαγιές, τις πιθανές κατάλληλες θέσεις αναχαίτισης της πυρκαγιάς, τις κατάλληλες θέσεις και τον τρόπο εφαρμογής αντιπύρ κ.λπ.
Για παράδειγμα, η μέθοδος εφαρμογής αντιπύρ είναι κάτι που απαγορεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Μια μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως στο εξωτερικό και με αρκετή επιτυχία. Κατά το παρελθόν μάλιστα δασολόγοι που την εφάρμοσαν για την κατάσβεση πυρκαγιάς φέρονται να κλήθηκαν στον εισαγγελέα να δώσουν εξηγήσεις για πρόκληση πυρκαγιάς!
«Τα δασαρχεία θα μπορούσαν να συνεργαστούν σε πολλούς τομείς, όπως η διαχείριση του φυσικού πλούτου και η φύλαξη των δασών. Τη γνώση και την εμπειρία που είχαν τα δασαρχεία δεν τις έχουν αποκτήσει ακόμη οι πυροσβέστες» αναφέρει από την πλευρά του ο Σεραφείμ Τσιουγκρής, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Εθελοντών Πυροσβεστικού Σώματος.
Ωστόσο παρά το γεγονός ότι όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι το ισχύον μοντέλο δασοπυρόσβεσης θα πρέπει να επανεξεταστεί, οτιδήποτε συμβεί θα πρέπει να γίνει με προσεκτικές κινήσεις και σε συνεννόηση με επιστημονικούς φορείς.
«Δεν πρέπει να παρθούν αποφάσεις εν θερμώ. Η Πανελλήνια Ενωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων και το ΓΕΩΤΕΕ έχουν ξεκινήσει συζητήσεις με επιστημονικούς φορείς οι οποίοι κινούνται σε τρεις άξονες: την επανασύνδεση της δασικής υπηρεσίας με το φυσικό της αντικείμενο στο δάσος, την αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών και την υπαγωγή τους σε ένα υπουργείο, όπως και τις προϋποθέσεις αλλά και τους όρους για τη σταδιακή ένταξη της δασικής υπηρεσίας στο έργο της δασοπυρόσβεσης» σημειώνει στο Documento ο κ. Μπόκαρης.
Ενημέρωση των πολιτών
Οι αλλαγές στο μοντέλο της δασοπυρόσβεσης όμως είναι το ένα σκέλος που θα πρέπει να εξετάσει η πολιτεία σε ό,τι αφορά την καταστολή των πυρκαγιών. Το άλλο σκέλος έχει να κάνει με την ενημέρωση και πιθανώς την εκπαίδευση των πολιτών, αλλά και την ενθάρρυνση του εθελοντισμού.
«Πρέπει να ξεκινήσει μια καμπάνια ανάλογη με αυτήν των σεισμών. Να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές. Να μπορούν, για παράδειγμα, οι πολίτες να εκπαιδευτούν στο να διαβάζουν τον χάρτη της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και σε δύσκολες μέρες με ακραίες καιρικές συνθήκες να αποφεύγουν να πηγαίνουν σε μέρη όπου υπάρχει συνωστισμός. Να μάθουμε τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε σε περίπτωση πυρκαγιάς» σημειώνει στο Documento ο κ. Τσιουγκρής.
Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να φανεί περισσότερο χρήσιμος και ο θεσμός του εθελοντή πυροσβέστη. Οπως, για παράδειγμα, σε απομακρυσμένες ή σε ορεινές περιοχές όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κλιμάκιο της πυροσβεστικής σε μόνιμη βάση, ούτως ώστε να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης επέμβασης. «Σε απομακρυσμένες περιοχές να δουλέψει ο θεσμός του εθελοντή πυροσβέστη. Για παράδειγμα, η πυροσβεστική υπηρεσία και οι δήμοι θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να φτιάξουν εθελοντικό κλιμάκιο, να το εκπαιδεύσουν και να του παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό, τον οποίο τώρα αγοράζουμε μόνοι μας. Με τον τρόπο αυτό δεν θα έχουμε τόσες ανθρώπινες απώλειες και θα υπάρχει το δυναμικό ώστε να κατασταλεί η φωτιά στη γένεσή της».
documentonews.gr
έχει έρθει πλέον η ώρα των αλλαγών.
Αξιωματικοί της πυροσβεστικής, πυροσβέστες, εθελοντές και δασολόγοι, άνθρωποι με χρόνια εμπειρίας στην κατάσβεση των πυρκαγιών, μιλούν στο Documento σχετικά με το τι πρέπει να γίνει με το ελληνικό μοντέλο.
Στα τέλη Μαΐου του 1998 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να αλλάξει ριζικά το σύστημα δασοπυρόσβεσης. Με την ψήφιση του ν. 2612/1998 η ευθύνη και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της καταστολής των πυρκαγιών στα δάση και στις δασικές εκτάσεις μεταβιβάστηκαν από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Επρόκειτο για πολιτική απόφαση η οποία προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Ειδικά όσον αφορά τον χρόνο λήψης της, καθώς ήδη είχε ξεκινήσει και επίσημα η αντιπυρική περίοδος.
Η αιτιολογία, όπως αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, ήταν μεταξύ άλλων η δημιουργία πληρέστερου και πιο αποτελεσματικού συστήματος πυροπροστασίας της χώρας καθώς και η μείωση της επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού λόγω της λειτουργίας δύο φορέων για την καταστολή των δασικών πυρκαγιών. Κρίθηκε ότι το ισχύον μέχρι τότε σύστημα δασοπυρόσβεσης δεν είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι διαδικασίες που προέβλεπε το νομοσχέδιο ολοκληρώθηκαν τις επόμενες εβδομάδες. Προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας μετατάχθηκε στην Πυροσβεστική, μαζί με εξοπλισμό και οχήματα, στην καρδιά της αντιπυρικής περιόδου. Επιπλέον, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που αφορούσαν θέματα δασοπροστασίας από τις πυρκαγιές μεταφέρθηκαν σε αντίστοιχα όργανα της πυροσβεστικής.
Από το 1998 μέχρι και σήμερα έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια. Στο διάστημα αυτό εκδηλώθηκαν ουκ ολίγες πυρκαγιές στη χώρα μας. Χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης κάηκαν, σπίτια καταστράφηκαν αλλά και δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, είτε πολίτες είτε πυροσβέστες οι οποίοι με αυτοθυσία ρίχνονταν στη μάχη της κατάσβεσης. Το ερώτημα βέβαια πλέον είναι κατά πόσο το σύστημα δασοπυρόσβεσης που θεσμοθετήθηκε το 1998 είναι πιο αποτελεσματικό σε σχέση με το ισχύον μέχρι τότε. Εάν δηλαδή χρήζει αλλαγής, με αφορμή και την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι, ή απλώς απαιτούνται κάποιες επιπρόσθετες αλλαγές στο ήδη υπάρχον.
Το 2015 ο πρώην υπαρχηγός της πυροσβεστικής Ανδριανός Γκουρμπάτσης εκπόνησε μια έρευνα με τίτλο «Το κόστος της δασοπυρόβεσης στην Ελλάδα». Παρουσίαζε συγκεκριμένα αριθμητικά και στατιστικά στοιχεία αναφορικά με το ζήτημα, τόσο προ του 1998, όταν την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία, όσο και μετά, όταν ανέλαβε η πυροσβεστική.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο μέσος αριθμός των καμένων εκτάσεων ανά έτος αυξήθηκε σε ποσοστό 7,6% από το 1998 και μετά σε σχέση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αρμοδιότητα της πρόληψης και της κατάσβεσης πυρκαγιών στα δάση ανήκε στη Δασική Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, κάθε χρόνο παραδίδονται στις φλόγες περί τις 508.544 στρέμματα αγροτοδασικών εκτάσεων. Επιπλέον ο μέσος ετήσιος αριθμός δασικών πυρκαγιών που εκδηλώνονται στην επικράτεια είναι 1.538, ενώ παρουσιάστηκε αύξηση κατά 2,9% σε σχέση με το διάστημα που την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία. Αύξηση όμως παρουσίασε και ο μέσος αριθμός καμένων εκτάσεων ανά πυρκαγιά, σε ποσοστό 4,4%.
Εκτός από την αύξηση των πυρκαγιών και των καμένων εκτάσεων η έρευνα του κ. Γκουρμπάτση παρουσίαζε και κάτι ακόμη: κατά πόσο ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε από το 1998 και μετά μείωσε όντως το κόστος της δασοπυρόσβεσης, το οποίο ήταν ένας από τους στόχους του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με την έρευνα, «ο δασοπυροσβεστικός μηχανισμός είναι σχεδόν τέσσερις φορές πιο ακριβός σε σχέση με το προϊσχύον αντίστοιχο σύστημα και περίπου εννιά φορές σε σχέση με τον αντίστοιχο δασοπυροσβεστικό μηχανισμό των ΗΠΑ, παρόλο που ο μέσος αριθμός δασικών πυρκαγιών στις ΗΠΑ είναι 48πλάσιος του αντίστοιχου αριθμού στην Ελλάδα».
Αλλαγή στο επιχειρησιακό δόγμα
Στην ουσία με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο η δασοπυρόσβεση στη χώρα μας έχει δύο σκέλη. Από τη μια αυτό της πρόληψης, το οποίο παραμένει στη Δασική Υπηρεσία, και από την άλλη αυτό της καταστολής, για το οποίο είναι αρμόδια η πυροσβεστική. Ωστόσο από τα στοιχεία της έρευνας του κ. Γκουρμπάτση αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ισχύον σύστημα ούτε πιο αποτελεσματικό αποδείχτηκε ούτε μείωσε το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των δύο υπηρεσιών.
Επιπλέον, οι περικοπές στις δαπάνες από το 2010 και μετά λόγω των μνημονίων έχουν επηρεάσει σε κάποιον βαθμό το σύστημα δασοπυρόσβεσης. Αλλωστε οι ελλείψεις και τα προβλήματα σε εξοπλισμό αλλά και οχήματα στην πυροσβεστική και τη Δασική Υπηρεσία είναι μεγάλα κάθε καλοκαίρι.
Ο Νίκος Μπόκαρης είναι πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) και μέλος του ΓΕΩΤΕΕ. «Από το 1998 μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η μεταφορά έγινε για τη μείωση του κόστους και την αύξηση της αποτελεσματικότητας, τίποτα δεν επιβεβαιώθηκε. Θα πρέπει να αλλάξουν πολύ βασικά πράγματα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η πολιτεία τις πυρκαγιές» τονίζει στο Documento και συμπληρώνει: «Αυτό που απαιτείται είναι αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και του επιχειρησιακού δόγματος και η καθιέρωση του δόγματος ότι οι πυρκαγιές αντιμετωπίζονται με άμεση επέμβαση στον χώρο της πυρκαγιάς. Είναι απαραίτητη η συστηματική διασπορά αυτοκινήτων μέσα στο δάσος για άμεση επέμβαση».
«Είκοσι χρόνια μετά την ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα κάποιος θα πρέπει να αποτιμήσει ξανά κατά πόσο είναι επαρκές αυτό» σημειώνει στο Documento ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος Ιωάννης Σταμούλης.
Η αλήθεια είναι ότι όταν είχε την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης η Δασική Υπηρεσία, τα υπηρεσιακά της αυτοκίνητα βρίσκονταν στο βουνό κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου προκειμένου να είναι έτοιμα για άμεση επέμβαση. Στην περίπτωση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, για παράδειγμα, ο κ. Μπόκαρης υποστηρίζει ότι η φωτιά θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπιστεί όσο επεκτεινόταν από το Νταού Πεντέλης μέχρι και τον Νέο Βουτζά. Από εκεί και μετά τα πράγματα έγιναν δύσκολα.
«Από το Νταού Πεντέλης μέχρι και τον Νέο Βουτζά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η πυρκαγιά, υπήρχαν δρόμοι, αλλά δεν δόθηκε προτεραιότητα. Οταν έφτασε στο Λύρειο, απέκτησε τεράστιο θερμικό φορτίο και ένταση και ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστεί» αναφέρει ο κ. Μπόκαρης.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Πυροσβεστών Δημήτρης Σταθόπουλος αναφέρει ότι «θα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας για τη διαχείριση των πυρκαγιών» καθώς και «να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη».
Δεν ξέρουν τα δάση
Εκτός όμως από τη δυνατότητα άμεσης επέμβασης, υπήρχε και ένα ακόμη πλεονέκτημα το οποίο δεν διαθέτει η πυροσβεστική υπηρεσία. Αυτό της γνώσης του δάσους. Οπως εξηγεί στην έρευνά του ο κ. Γκουρμπάτσης, το πυροσβεστικό προσωπικό «δεν διαθέτει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για το δάσος και τις δασικές πυρκαγιές και ιδίως ως προς την “αναμενόμενη συμπεριφορά” (behave analysis)». Ο εκάστοτε δασάρχης ήταν δηλαδή σε θέση να γνωρίζει πολύ καλύτερα το ανάγλυφο της περιοχής, τις πιθανές θέσεις υδροληψίας, τη συμπεριφορά της βλάστησης στις πυρκαγιές, τις πιθανές κατάλληλες θέσεις αναχαίτισης της πυρκαγιάς, τις κατάλληλες θέσεις και τον τρόπο εφαρμογής αντιπύρ κ.λπ.
Για παράδειγμα, η μέθοδος εφαρμογής αντιπύρ είναι κάτι που απαγορεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Μια μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως στο εξωτερικό και με αρκετή επιτυχία. Κατά το παρελθόν μάλιστα δασολόγοι που την εφάρμοσαν για την κατάσβεση πυρκαγιάς φέρονται να κλήθηκαν στον εισαγγελέα να δώσουν εξηγήσεις για πρόκληση πυρκαγιάς!
«Τα δασαρχεία θα μπορούσαν να συνεργαστούν σε πολλούς τομείς, όπως η διαχείριση του φυσικού πλούτου και η φύλαξη των δασών. Τη γνώση και την εμπειρία που είχαν τα δασαρχεία δεν τις έχουν αποκτήσει ακόμη οι πυροσβέστες» αναφέρει από την πλευρά του ο Σεραφείμ Τσιουγκρής, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Εθελοντών Πυροσβεστικού Σώματος.
Ωστόσο παρά το γεγονός ότι όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι το ισχύον μοντέλο δασοπυρόσβεσης θα πρέπει να επανεξεταστεί, οτιδήποτε συμβεί θα πρέπει να γίνει με προσεκτικές κινήσεις και σε συνεννόηση με επιστημονικούς φορείς.
«Δεν πρέπει να παρθούν αποφάσεις εν θερμώ. Η Πανελλήνια Ενωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων και το ΓΕΩΤΕΕ έχουν ξεκινήσει συζητήσεις με επιστημονικούς φορείς οι οποίοι κινούνται σε τρεις άξονες: την επανασύνδεση της δασικής υπηρεσίας με το φυσικό της αντικείμενο στο δάσος, την αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών και την υπαγωγή τους σε ένα υπουργείο, όπως και τις προϋποθέσεις αλλά και τους όρους για τη σταδιακή ένταξη της δασικής υπηρεσίας στο έργο της δασοπυρόσβεσης» σημειώνει στο Documento ο κ. Μπόκαρης.
Ενημέρωση των πολιτών
Οι αλλαγές στο μοντέλο της δασοπυρόσβεσης όμως είναι το ένα σκέλος που θα πρέπει να εξετάσει η πολιτεία σε ό,τι αφορά την καταστολή των πυρκαγιών. Το άλλο σκέλος έχει να κάνει με την ενημέρωση και πιθανώς την εκπαίδευση των πολιτών, αλλά και την ενθάρρυνση του εθελοντισμού.
«Πρέπει να ξεκινήσει μια καμπάνια ανάλογη με αυτήν των σεισμών. Να μάθουμε να ζούμε με τις πυρκαγιές. Να μπορούν, για παράδειγμα, οι πολίτες να εκπαιδευτούν στο να διαβάζουν τον χάρτη της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και σε δύσκολες μέρες με ακραίες καιρικές συνθήκες να αποφεύγουν να πηγαίνουν σε μέρη όπου υπάρχει συνωστισμός. Να μάθουμε τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε σε περίπτωση πυρκαγιάς» σημειώνει στο Documento ο κ. Τσιουγκρής.
Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να φανεί περισσότερο χρήσιμος και ο θεσμός του εθελοντή πυροσβέστη. Οπως, για παράδειγμα, σε απομακρυσμένες ή σε ορεινές περιοχές όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κλιμάκιο της πυροσβεστικής σε μόνιμη βάση, ούτως ώστε να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης επέμβασης. «Σε απομακρυσμένες περιοχές να δουλέψει ο θεσμός του εθελοντή πυροσβέστη. Για παράδειγμα, η πυροσβεστική υπηρεσία και οι δήμοι θα μπορούσαν να συνεργαστούν για να φτιάξουν εθελοντικό κλιμάκιο, να το εκπαιδεύσουν και να του παρέχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό, τον οποίο τώρα αγοράζουμε μόνοι μας. Με τον τρόπο αυτό δεν θα έχουμε τόσες ανθρώπινες απώλειες και θα υπάρχει το δυναμικό ώστε να κατασταλεί η φωτιά στη γένεσή της».
documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου