Ησυχο μεσημέρι, λίγες μέρες πριν από τον 15Αύγουστο. Η πόλη άδεια σε βαθμό να αναρωτιέσαι τι κάνεις εσύ εδώ –ξέρεις τι...
κάνεις: δουλεύεις, πρέπει να καλύψεις αυτούς που κάλυψαν εσένα όταν έλειπες.
Από τη ζέστη δεν μπορείς να κοιμηθείς –χάλασε το κλιματιστικό και μάστορας πουθενά. Αλλωστε τέτοιες μέρες σχεδόν τίποτα και κανέναν δεν βρίσκεις. Εχει κοπάσει και το μελτέμι…
Προσπαθείς να ξεγελαστείς με έναν παλιό ανεμιστήρα, με κρύα νερά, χλιαρά ντους και κλειστά παντζούρια.
Και σιγά σιγά έρχεται η εξάντληση και πας να αποκοιμηθείς. Μόλις έχουν κλείσει τα μάτια σου και έρχεται η συμφορά.
Στην αρχή είναι ένα δυνατό μαρσάρισμα, εξάτμιση πειραγμένη για να κάνει θόρυβο και όλοι να καταλαβαίνουν ότι κάποιος –σπάνια είναι κάποια- «βαρύς» περνάει από τη γειτονιά.
Παράλληλα αρχίζει να ξετυλίγεται και η μουσική: βαρύ λαϊκοπόπ που μιλάει για μια γυναίκα άκαρδη που δεν ανταποκρίνεται στα γνήσια αισθήματα του τίμιου παλικαριού που αγαπάει πολύ, αλλά μάταια.
Στην πρώτη ζάλη, προσπαθείς να συνέλθεις για να καταλάβεις τι σε χτύπησε κατακέφαλα. Θέλεις να εκφραστείς βαριά, αλλά τα κουράγια και οι αρχές σου δεν το επιτρέπουν.
Κοιτάς αν είσαι αρκετά ευπρεπής για να σε δουν ξένοι και σέρνεις τα πόδια σου μέχρι το μπαλκόνι, να δεις τι τρέχει, ποιος είναι τέλος πάντων ο μερακλής, που επιμένει ντάλα μεσημέρι να κλαίει μετά μουσικής τα βάσανα του έρωτα.
Δεν είσαι η μόνη.
Ο κύριος από την απέναντι πολυκατοικία –τρεις ή τέσσερις έχετε μείνει στη γειτονιά- έχει βγει ήδη στον δρόμο.
«Παλικάρι μου», λέει ευγενικά στον νταλκαδιασμένο όχι και τόσο νεαρό με την πειραγμένη εξάτμιση, «είναι μεσημέρι. Σε παρακαλώ, χαμήλωσε τη μουσική».
Στο μεταξύ, βγήκαν και οι υπόλοιποι εναπομείναντες στον δρόμο ή το μπαλκόνι.
Το «παλικάρι» δεν κάνει καν τον κόπο να χαμηλώσει τη μουσική.
«Δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω», απαντά στον προλαλήσαντα. «Η πόλη είναι άδεια κι εγώ σε λίγο θα φύγω. Αντε κοιμήσου».
Δεν πρόλαβε να πει «Μα…» ο κύριος. Πετάγεται ο άλλος γείτονας από την άλλη πολυκατοικία, που βγήκε με τα εσώρουχα.
«Θα φωνάξω την αστυνομία, ρε, που θα μας πεις να πάμε να κοιμηθούμε».
Ο διάλογος συνεχίστηκε με λεξιλόγιο που δεν τυπώνεται σε εφημερίδα –αν και ενίοτε ακούγεται από οθόνης τηλεοράσεως. Μέχρι που τελικά ήρθε η αστυνομία.
Κι εσύ, ράθυμη παρατηρήτρια, αναρωτιέσαι γιατί μιλούν για ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Ενας ακόμα μύθος...
Αρχοντία Κάτσουρα
efsyn.gr
κάνεις: δουλεύεις, πρέπει να καλύψεις αυτούς που κάλυψαν εσένα όταν έλειπες.
Από τη ζέστη δεν μπορείς να κοιμηθείς –χάλασε το κλιματιστικό και μάστορας πουθενά. Αλλωστε τέτοιες μέρες σχεδόν τίποτα και κανέναν δεν βρίσκεις. Εχει κοπάσει και το μελτέμι…
Προσπαθείς να ξεγελαστείς με έναν παλιό ανεμιστήρα, με κρύα νερά, χλιαρά ντους και κλειστά παντζούρια.
Και σιγά σιγά έρχεται η εξάντληση και πας να αποκοιμηθείς. Μόλις έχουν κλείσει τα μάτια σου και έρχεται η συμφορά.
Στην αρχή είναι ένα δυνατό μαρσάρισμα, εξάτμιση πειραγμένη για να κάνει θόρυβο και όλοι να καταλαβαίνουν ότι κάποιος –σπάνια είναι κάποια- «βαρύς» περνάει από τη γειτονιά.
Παράλληλα αρχίζει να ξετυλίγεται και η μουσική: βαρύ λαϊκοπόπ που μιλάει για μια γυναίκα άκαρδη που δεν ανταποκρίνεται στα γνήσια αισθήματα του τίμιου παλικαριού που αγαπάει πολύ, αλλά μάταια.
Στην πρώτη ζάλη, προσπαθείς να συνέλθεις για να καταλάβεις τι σε χτύπησε κατακέφαλα. Θέλεις να εκφραστείς βαριά, αλλά τα κουράγια και οι αρχές σου δεν το επιτρέπουν.
Κοιτάς αν είσαι αρκετά ευπρεπής για να σε δουν ξένοι και σέρνεις τα πόδια σου μέχρι το μπαλκόνι, να δεις τι τρέχει, ποιος είναι τέλος πάντων ο μερακλής, που επιμένει ντάλα μεσημέρι να κλαίει μετά μουσικής τα βάσανα του έρωτα.
Δεν είσαι η μόνη.
Ο κύριος από την απέναντι πολυκατοικία –τρεις ή τέσσερις έχετε μείνει στη γειτονιά- έχει βγει ήδη στον δρόμο.
«Παλικάρι μου», λέει ευγενικά στον νταλκαδιασμένο όχι και τόσο νεαρό με την πειραγμένη εξάτμιση, «είναι μεσημέρι. Σε παρακαλώ, χαμήλωσε τη μουσική».
Στο μεταξύ, βγήκαν και οι υπόλοιποι εναπομείναντες στον δρόμο ή το μπαλκόνι.
Το «παλικάρι» δεν κάνει καν τον κόπο να χαμηλώσει τη μουσική.
«Δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω», απαντά στον προλαλήσαντα. «Η πόλη είναι άδεια κι εγώ σε λίγο θα φύγω. Αντε κοιμήσου».
Δεν πρόλαβε να πει «Μα…» ο κύριος. Πετάγεται ο άλλος γείτονας από την άλλη πολυκατοικία, που βγήκε με τα εσώρουχα.
«Θα φωνάξω την αστυνομία, ρε, που θα μας πεις να πάμε να κοιμηθούμε».
Ο διάλογος συνεχίστηκε με λεξιλόγιο που δεν τυπώνεται σε εφημερίδα –αν και ενίοτε ακούγεται από οθόνης τηλεοράσεως. Μέχρι που τελικά ήρθε η αστυνομία.
Κι εσύ, ράθυμη παρατηρήτρια, αναρωτιέσαι γιατί μιλούν για ήσυχες μέρες του Αυγούστου. Ενας ακόμα μύθος...
Αρχοντία Κάτσουρα
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου