Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Επαναδημοσίευση ενός παλιού άρθρου, δυστυχώς επίκαιρου ξανά
Τo πιο καθοριστικό πράγμα της ζωής μου ήταν το...
μπούλινγκ που δέχτηκα μικρός. Πρώτον, διότι μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Δεύτερον, γιατί μου προκάλεσε ένα απέραντο φόβο, που ποτέ δεν ξεπέρασα και κατά καιρούς καταλύει ό,τι κερδίζω.
σε ηλικία 4 ετών
Οσα συμβαίνουν σε κάθε άνθρωπο που ενηλικιώνεται –θάνατοι, καταστροφές, αστάθειες – τα διαπραγματεύεσαι σχετικά ευκολότερα. Λες, είναι η μοίρα των ανθρώπων, η φύση των πραγμάτων -είναι κάτι γενικό. Όμως το φόβο που σου κληροδότησε το μπούλινγκ, δύσκολα τον σκεπάζεις, πόσω μάλλον τον σβήνεις. Γιατί έρχεται από τη ρίζα του εαυτού σου – τότε που διαμορφωνόταν. Είναι ενα «ελάττωμα» δικό σου: το ατομικό σου στίγμα.
Κι αυτό το στίγμα είναι ο εξοστρακισμός από την ομάδα και την κοινωνία. Η αίσθηση ότι δεν σε θέλουν –επειδή είσαι σεξουαλικά, φυλετικά, σωματικά, ή ψυχικά ασυνήθιστος. Αυτή η επιβεβλημένη μόνωση, ιδίως τότε που δεν έχεις ακόμα έρμα μέσα σου για να σε συγκρατήσει, είναι σα ξαφνικός θάνατος. Ειδικά αν ζεις σε ένα απλοϊκό περιβάλλον (επαρχία ή οικογένεια) που συσχετίζει κουτά. Δεν ξέρεις από πού να κρεμαστείς.
Η αίσθηση ότι δεν σε θέλουν –επειδή είσαι σεξουαλικά, φυλετικά, σωματικά, ή ψυχικά ασυνήθιστος. Αυτή η επιβεβλημένη μόνωση, ιδίως τότε που δεν έχεις ακόμα έρμα μέσα σου για να σε συγκρατήσει, είναι σα ξαφνικός θάνατος. Ειδικά αν ζεις σε ένα απλοϊκό περιβάλλον (επαρχία ή οικογένεια) που συσχετίζει κουτά. Δεν ξέρεις από πού να κρεμαστείς.
Παλιά, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Την δεκαετία του 60, χωρίς facebook και ίντερνετ, περιοδικά και κινητά –δεν μπορούσες καν να παρηγορηθείς στην φάτνη των ομοιοπαθούντων. Πολλά βράδια αποκοιμιόμουν κλαίγοντας κάτω από τα σκεπάσματα. Ζήλευα τα παιδιά που ποτέ δεν σκέφτηκαν τί είναι και πού πάνε. Ο συναγερμός που χτύπησε μέσα μου, με έκανε μεν πιο σβέλτο, αλλά μου στέρησε κάθε ανεμελιά.
Διαβάζω κατά καιρούς στο ίντερνετ διάφορες εμψυχωτικές ιστορίες ανθρώπων που μετέστρεψαν τα χτυπήματα του μπούλινγκ σε κάτι θετικό. Πράγμα ασφαλώς αξιέπαινο. Κι όντως, υπάρχει μια «υπόγεια» πινακοθήκη ηρώων, που ήταν λοξοί, καταδιωγμενοι κ.λπ. και τελικά τα καταφέρανε, κάνοντας την κακοποίησή τους δημιουργική αξία.
‘Ομως αυτή η ικανοποίηση, δεν είναι και για χόρταση. Ο αργοπορημένος θρίαμβος είναι ακριβώς αυτό: αργοπορημένος. Αντί να κάνω το ξύδι γλυκάδι, θα προτιμούσα να φάω τα γλυκά στην ώρα τους. Και όσο μάταιες είναι οι κλάψες, άλλο τοσο βαριέμαι τις παρηγοριές στον άρρωστο. Πρέπει να ειπωθεί απλά και καθαρά: άπαξ και σε τραμπούκισαν μικρό, την έβαψες! Το μπούλινγκ είναι έγκλημα πρώτου βαθμού, όπως ο βιασμός κι η κακοποίηση ανηλίκων, διότι επιφέρει κάτι οριστικό, και μη αναστρέψιμο. Δεν αποζημιώνεσαι μετά την απομάκρυνση από το ταμείο.
Προσπαθώ να σκεφτώ συχνά τα πρόσωπα εκείνων που μου έκαναν μπούλινγκ, τόσα χρόνια μετά. Μερικούς τους συναντώ ακόμα. Προσπαθώ να μειώσω τον αντίλαλο της κακίας τους, με το να σκέφτομαι πόσα λίγα κατάφεραν στη ζωή, πόσο ασκήμηναν, πόση άγνοια είχαν, πόσο δυστυχισμένοι έγιναν οι περισσότεροι. Αλλά αυτό είναι μια φτενή και λίγο ένοχη απόλαυση. Κατά βάθος δεν με αφορά. Επίσης, δεν υπάρχει λόγος να τους ρωτήσω γιατί το έκαναν. Ξέρω. Φοβόντουσαν και αυτοί.
Προσπαθώ να το πάρω απόφαση και να πάω παρακάτω. Λέω στον εαυτό μου: είναι σα να όρμησε ένα κτήνος και να σου έφαγε το χέρι –μάθε να ζεις ως μονόχειρας και φρόντισε να κάνεις καλά ακροβατικά.
Πρέπει να ειπωθεί απλά και καθαρά: άπαξ και σε τραμπούκισαν μικρό, την έβαψες! Το μπούλινγκ είναι έγκλημα πρώτου βαθμού, όπως ο βιασμός κι η κακοποίηση ανηλίκων, διότι επιφέρει κάτι οριστικό, και μη αναστρέψιμο.
Oτιδήποτε κατορθώνω στη δουλειά μου, ουσιαστικά απαντά στην απορία που μου γεννήθηκε όταν μου επιτέθηκαν πρώτη φορά: αναρωτήθηκα αν το αξίζω και επειδή δεν είχα ακόμα συνείδηση του εαυτού μου, υπέθεσα ότι ίσως είμαι κάτι όντως παρακατιανό. Έφτανα να τους δικαιολογώ, στο ποδόσφαιρο ήμουνα το όνειδος της χλόης, και οι ομάδες τσακωνόντουσαν ποιά δεν θα με πάρει. Τα κατάφερνα βέβαια σε άλλα πράγματα (π.χ. στις λέξεις), αλλά ούτε κανείς μου το είχε πει ποτέ, ούτε εγώ το ήξερα. Κι έτσι μεγάλωσα ως εξωφυλαρούχας –πράγμα όχι καλό. Έκτοτε προσπαθώ κυρίως για ένα πράγμα: να αποδείξω ότι τα δίχτυα μου δεν είναι τρύπια. Κουραστικό, πολύ κουραστικό.
Δυστυχώς δεν καταφερα να πάψω να φοβάμαι μέσα από τη φιλία, τον έρωτα, το χρήμα ή τη δύναμη. Τα δύο πρώτα, σίγουρα, είναι καταφυγή όταν δυσκολεύομαι –όπως και τα ταξίδια. Αλλά με τα χάδια ή την φυγή δεν γίνεται για πολύ καιρό δουλειά- κάποια στιγμή πρέπει να ξαναβγείς στον κόσμο. Τα δύο τελευταία, βοηθούν όσους θέλουν να δώσουν πόνο σε όσους τους πονέσανε –αλλά το ζητούμενο δεν είναι τα καουμποϊλίκα (όσο κι αν τα ευνοεί η κοινωνία)- είναι η προσωπική ευτυχία. Η εξουσία, η επίδειξη της δύναμης, η εκδικητικότητα, απλώς αναδιπλασιάζουν την παλιά αγωνία –κανένα όφελος.
Αν όμως είναι έτσι η φύση του μπούλινγκ, οριστική και μη αναστρέψιμη, τότε γιατί καθόμαστε και μιλάμε;
Μιλάμε για τους επόμενους –εμείς σχεδόν γεράσαμε. Καθώς η κοινωνία (ελπίζω) εξελίσσεται, το μπούλινγκ πρέπει να οριστεί ως πράξη βίας, να αναχαιτίζεται, να τιμωρείται, κυρίως να προλαβαίνεται. Και πρέπει να εκπαιδευτούν τα παιδάκια (με την έμφυτη σκληρότητα) στην αναγνώριση του διαφορετικού, στην ισονομία του συνηθισμένου με τον ασυνήθιστο. Θέλει πολλή δουλειά.
Αν και περάσανε τα χρόνια και κάποια πράγματα έχουνε βελτιωθεί, το μπούλινγκ μαίνεται. Κυρίως ψηφιακά. Ακόμα και σε πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά, συχνότατα διακρίνεις την αυτοματική μανία που μετατρέπει τον φόβο του διαφορετικού σε χύδην μπούλινγκ. Οτιδήποτε είναι διαφορετικό, από τις πολιτικές απόψεις μέχρι την σεξουαλικότητα, στοχοποιείται αυτόχρημα, αποκτάει διαστάσεις απειλητικές, και του πρέπει το λυντσάρισμα.
Δεν έχω αμφιβολία ότι και αυτό το κείμενο οι bullies θα το χρησιμοποιήσουν εναντίον μου. Είναι «αγαθόν το εξομολογείσθαι» μόνον αν οι τραμπούκοι δεν έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ.
lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου