1.7.18

Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο...

Tο 1966, ριπές χαράς άρχισαν να πέφτουν στο κεφάλι μας, σα μπόρες. Πήραμε ηλεκτρικό ψυγείο, πολυέλαιο (ένα...
κρυστάλλινο «φυλόδεντρο» που απο μέσα του φύτρωναν σαν καυλοί τεσσερα ποντερά λαμπιόνια), ένα σαλόνι με δόσεις που ήταν πάντα κλειστό και άνοιγε μόνο όταν κάποιος μάς έκανε επίσκεψη.

Αν με ρώταγες ποιά είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της παιδικής μου ηλικίας, θα σου έλεγα τότε, εκείνο το πάρτυ που το σπίτι μας έγινε θερινό. Όμως αυτή η φωτογραφία, με κάνει και κωλώνω.

Ένα βράδυ, γιορτή του πατέρα μου, Ιανουάριος, ήρθε ο μεγάλος μου ξάδερφός, που έπαιζε σαξόφωνο με τους φίλους του. Έφεραν κιθάρα, ντραμς, πλάκωσε όλη η γειτονιά, καλεσμένοι κι ακάλεστοι...

Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: