Στη δύσκολη αυτή συγκυρία κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς κυνικός αν πεις το αυτονόητο. Κινδυνεύεις, όμως, και να χαρακτηριστείς αφελής αν δεν αναγνωρίσεις την διάχυτη υποκρισία και τον κυνισμό πολλών επώνυμων και μη συμπολιτών μας, θρηνούντων και καταγγελλόντων, που βομβαρδίζουν με...
εντεινόμενους ρυθμούς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόκειται για τους αγανακτισμένους αντιπολιτευόμενους, αυτούς που, ούτως ή άλλως, μέμφονταν την κυβέρνηση για κάθε απόφαση της, σημαντική ή μη. Το πολύνεκρο και δραματικό συμβάν της φωτιάς στην Ανατολική Αττική ήρθε –κυνικά- ως μάνα εξ ουρανού για να ενισχύσει το αντιπολιτευτικό μένος και να του προσδώσει τον πολυπόθητο παλλαϊκό χαρακτήρα.
Ας ξεκαθαριστεί πρώτα-πρώτα, ότι όταν τα αποτελέσματα μιας θεομηνίας είναι τραγικά, είναι προφανές ότι, για λόγους ευθιξίας και συνείδησης, οι άμεσα εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι του κρατικού μηχανισμού παραιτούνται, δεν χωρεί συζήτηση.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από τις δύο πυρκαγιές της Αττικής, αυτή της Κινέττας, αν και πολύ μεγαλύτερη σε έκταση, δεν απασχολεί πλέον καθόλου τα μέσα. Σε αυτήν την περίπτωση δεν τέθηκε καν το ερώτημα αν αντέδρασε σωστά ο κρατικός μηχανισμός, παρότι οι καταστροφές ήταν τεράστιες. Όλα τα λάθη, λοιπόν, έγιναν στο Μάτι. Ας αναγνωρίστηκε ότι άνεμος ταχύτητας 120 χλμ/ώρα συνιστά εξαιρετικά δύσκολο εχθρό, ας αναγνωρίστηκε ότι στον οικισμό είχε ακυρωθεί κάθε κανόνας πολεοδομίας αλλά και κοινής λογικής, ας αναγνωρίστηκε η αυτοθυσία των μελών της πυροσβεστικής, των εθελοντών, των λιμενικών ως μεμονωμένων ατόμων. Παρόλα αυτά, ‘το κράτος ήταν απόν’, ‘ο κρατικός μηχανισμός ήταν ανύπαρκτος’ και ‘η κυβέρνηση πρέπει να παραιτηθεί’, όπερ έδει δείξαι.
Είναι, όμως, αυτονόητο ότι η αντιπολίτευση πρέπει να σιωπά γονυκλινής, όταν επί σειρά δεκαετιών, έχει δημιουργήσει όλες τις δομές, υλικές και θεσμικές (δυστυχώς δε και εξωθεσμικές…), που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την μαζική προστασία ζωής και περιουσίας από το κράτος, σε ειδικές περιπτώσεις θεομηνιών.
Είναι, επίσης κυνικά αυτονόητο και κάτι ακόμη: o πολίτης, που έχει χτίσει ‘νύκτωρ’ σε καταπατημένο χώρο, εκτός σχεδίου πόλης, όχι ένα σπιτάκι για να βάλει από κάτω την κεφαλή του –ας δεχτούμε ότι υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά γι αυτό-, αλλά την ‘βιλίτσα ή βιλάρα α λά ελληνικά’, δεν μπορεί να περιμένει από τις κρατικές υπηρεσίες αποτελεσματική συνδρομή σε περιπτώσεις κινδύνου, γιατί απλά επέλεξε να μην υπάρχουν οι υποδομές που είναι ταυτόσημες με την έννοια του σχεδίου πόλεως. Όσο για τα πρόστιμα που πλήρωνε ο πολίτης αυτός, αυτά προφανώς εξαγόραζαν μεν την ύπαρξη του αυθαιρέτου, αλλά, εξ ίσου προφανώς, δεν εξασφάλιζαν και πολεοδομική κανονικότητα. Δυστυχώς, λοιπόν, έχει μεγάλο μερίδιο στη τωρινή δυστυχία του. Ακόμα χειρότερα, μερίδιο και συχνά ηθική αυτουργία στη δυστυχία αυτή, όπως και μεγαλύτερες –ποινικές- ευθύνες, έχουν οι παράγοντες της πολιτικής και της τοπικής αυτοδιοίκησης, που απέκτησαν με ακόμη σκοτεινότερο τρόπο αντίστοιχη ακίνητη περιουσία σε ακόμη πιο περίοπτη θέση.
Βέβαια, κατά την προσφιλή ελληνική συνήθεια έχουμε χορτάσει καταγγελίες, αλλά συγκεκριμένες προτάσεις για το τι μέλει γενέσθαι εκλείπουν. Συνεπώς, προτείνεται, όχι η κατεδάφιση όλων των πρώην και νύν, τακτοποιημένων και μη αυθαιρέτων, αλλά -με επείγουσα νομοθετική ρύθμιση- η εισαγωγή μιας νέας κατηγορίας κτισμάτων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια. Είναι αυτά που η παρουσία τους σε ρέματα, στον αιγιαλό ή οπουδήποτε αλλού αποκλείει τη μαζική διαφυγή σε περίπτωση ανάγκης. Αυτά πρέπει να κατεδαφιστούν, χωρίς να επιστραφούν πρόστιμα και λοιπά τέλη τακτοποίησης του παρελθόντος, δεδομένου ότι αποτελούν απειλή κατά της ανθρώπινης ζωής. Στη συνέχεια, προτείνεται δημιουργία ενός minimum σχεδίου πόλης, σε περιπτώσεις που αυτό δεν είχε προηγηθεί της ανέγερσης κτισμάτων. Για παράδειγμα, πρέπει να απαλλοτριωθεί γή από τα υφιστάμενα οικόπεδα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν εκ των υστέρων τουλάχιστον δρόμοι και δίκτυα συμβατά με τους κανόνες ‘της επιστήμης και της τεχνικής’, ενώ το κόστος συμμόρφωσης πρέπει να επιμερίζεται αναλογικά σε όλα τα οικόπεδα του οικισμού που αφορά.
Γιατί η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, αλλά με καλύτερους όρους.
zoornalistas
εντεινόμενους ρυθμούς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόκειται για τους αγανακτισμένους αντιπολιτευόμενους, αυτούς που, ούτως ή άλλως, μέμφονταν την κυβέρνηση για κάθε απόφαση της, σημαντική ή μη. Το πολύνεκρο και δραματικό συμβάν της φωτιάς στην Ανατολική Αττική ήρθε –κυνικά- ως μάνα εξ ουρανού για να ενισχύσει το αντιπολιτευτικό μένος και να του προσδώσει τον πολυπόθητο παλλαϊκό χαρακτήρα.
Ας ξεκαθαριστεί πρώτα-πρώτα, ότι όταν τα αποτελέσματα μιας θεομηνίας είναι τραγικά, είναι προφανές ότι, για λόγους ευθιξίας και συνείδησης, οι άμεσα εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι του κρατικού μηχανισμού παραιτούνται, δεν χωρεί συζήτηση.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από τις δύο πυρκαγιές της Αττικής, αυτή της Κινέττας, αν και πολύ μεγαλύτερη σε έκταση, δεν απασχολεί πλέον καθόλου τα μέσα. Σε αυτήν την περίπτωση δεν τέθηκε καν το ερώτημα αν αντέδρασε σωστά ο κρατικός μηχανισμός, παρότι οι καταστροφές ήταν τεράστιες. Όλα τα λάθη, λοιπόν, έγιναν στο Μάτι. Ας αναγνωρίστηκε ότι άνεμος ταχύτητας 120 χλμ/ώρα συνιστά εξαιρετικά δύσκολο εχθρό, ας αναγνωρίστηκε ότι στον οικισμό είχε ακυρωθεί κάθε κανόνας πολεοδομίας αλλά και κοινής λογικής, ας αναγνωρίστηκε η αυτοθυσία των μελών της πυροσβεστικής, των εθελοντών, των λιμενικών ως μεμονωμένων ατόμων. Παρόλα αυτά, ‘το κράτος ήταν απόν’, ‘ο κρατικός μηχανισμός ήταν ανύπαρκτος’ και ‘η κυβέρνηση πρέπει να παραιτηθεί’, όπερ έδει δείξαι.
Είναι, όμως, αυτονόητο ότι η αντιπολίτευση πρέπει να σιωπά γονυκλινής, όταν επί σειρά δεκαετιών, έχει δημιουργήσει όλες τις δομές, υλικές και θεσμικές (δυστυχώς δε και εξωθεσμικές…), που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την μαζική προστασία ζωής και περιουσίας από το κράτος, σε ειδικές περιπτώσεις θεομηνιών.
Είναι, επίσης κυνικά αυτονόητο και κάτι ακόμη: o πολίτης, που έχει χτίσει ‘νύκτωρ’ σε καταπατημένο χώρο, εκτός σχεδίου πόλης, όχι ένα σπιτάκι για να βάλει από κάτω την κεφαλή του –ας δεχτούμε ότι υπάρχουν κάποια ελαφρυντικά γι αυτό-, αλλά την ‘βιλίτσα ή βιλάρα α λά ελληνικά’, δεν μπορεί να περιμένει από τις κρατικές υπηρεσίες αποτελεσματική συνδρομή σε περιπτώσεις κινδύνου, γιατί απλά επέλεξε να μην υπάρχουν οι υποδομές που είναι ταυτόσημες με την έννοια του σχεδίου πόλεως. Όσο για τα πρόστιμα που πλήρωνε ο πολίτης αυτός, αυτά προφανώς εξαγόραζαν μεν την ύπαρξη του αυθαιρέτου, αλλά, εξ ίσου προφανώς, δεν εξασφάλιζαν και πολεοδομική κανονικότητα. Δυστυχώς, λοιπόν, έχει μεγάλο μερίδιο στη τωρινή δυστυχία του. Ακόμα χειρότερα, μερίδιο και συχνά ηθική αυτουργία στη δυστυχία αυτή, όπως και μεγαλύτερες –ποινικές- ευθύνες, έχουν οι παράγοντες της πολιτικής και της τοπικής αυτοδιοίκησης, που απέκτησαν με ακόμη σκοτεινότερο τρόπο αντίστοιχη ακίνητη περιουσία σε ακόμη πιο περίοπτη θέση.
Βέβαια, κατά την προσφιλή ελληνική συνήθεια έχουμε χορτάσει καταγγελίες, αλλά συγκεκριμένες προτάσεις για το τι μέλει γενέσθαι εκλείπουν. Συνεπώς, προτείνεται, όχι η κατεδάφιση όλων των πρώην και νύν, τακτοποιημένων και μη αυθαιρέτων, αλλά -με επείγουσα νομοθετική ρύθμιση- η εισαγωγή μιας νέας κατηγορίας κτισμάτων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια. Είναι αυτά που η παρουσία τους σε ρέματα, στον αιγιαλό ή οπουδήποτε αλλού αποκλείει τη μαζική διαφυγή σε περίπτωση ανάγκης. Αυτά πρέπει να κατεδαφιστούν, χωρίς να επιστραφούν πρόστιμα και λοιπά τέλη τακτοποίησης του παρελθόντος, δεδομένου ότι αποτελούν απειλή κατά της ανθρώπινης ζωής. Στη συνέχεια, προτείνεται δημιουργία ενός minimum σχεδίου πόλης, σε περιπτώσεις που αυτό δεν είχε προηγηθεί της ανέγερσης κτισμάτων. Για παράδειγμα, πρέπει να απαλλοτριωθεί γή από τα υφιστάμενα οικόπεδα, έτσι ώστε να δημιουργηθούν εκ των υστέρων τουλάχιστον δρόμοι και δίκτυα συμβατά με τους κανόνες ‘της επιστήμης και της τεχνικής’, ενώ το κόστος συμμόρφωσης πρέπει να επιμερίζεται αναλογικά σε όλα τα οικόπεδα του οικισμού που αφορά.
Γιατί η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, αλλά με καλύτερους όρους.
zoornalistas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου