Τίποτε άλλο δεν με χαλάει όσο το να μιλάω και να γράφω για την «Ελευθεροτυπία». Είναι σαν να μιλάω ή να γράφω για έναν άνθρωπο που με σημάδεψε και τον...
έφαγε κακιά αρρώστια και τον πήρε απ’ τη ζωή. Είναι σαν γράφω ή να μιλάω για το σπίτι που γεννήθηκα και περπάτησα και το γκρεμίσανε οι μπουλντόζες για να περάσει δρόμος. Μοιάζει αστείο στους απέξω, το ξέρω και το καταλαβαίνω, αλλά για μερικούς και μερικές από εμάς που περάσαμε απ’ την Κολοκοτρώνη και τη Μίνωος η «Ελευθεροτυπία» είναι μια πληγή που πονάει. Μια πληγή που πονάει όσο τίποτε.
Μια πληγή που ξανάνοιξε εδώ και μερικές ώρες, με αφορμή το θάνατο της Μάνιας Τεγοπούλου. Το διαβάσατε και στο Newpost, η πρώην εκδότρια της «Ελευθεροτυπίας» έχασε τη μάχη με το θάνατο σε ηλικία 60 ετών, μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Λεπτομέρειες δεν χρειάζονται, αυτά είναι για τους ματάκηδες και για όσους ευχαριστιούνται με τα βάσανα του άλλου.
Σημασία έχει ότι με την αποδημία της Τεγοπούλου εις Κύριον, κλείνει οριστικά ένα γιγαντιαίο κεφάλαιο όχι μόνο στον ελληνικό Τύπο αλλά στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Γιατί η «Ελευθεροτυπία» δεν ήταν απλώς το μαγικό λουλούδι των εφημερίδων, ήταν μια σπάνια χειρονομία του κοινωνικού γίγνεσθαι που δεν θα ξαναδούμε ποτέ πια. Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, προς όλα τα πλάσματα που κάπου, κάπως, κάποτε άναψαν μια φλόγα μέσα τους. Και οι σπίθες της ακόμη φωτίζουν…
Κακίες διάβασα πολλές από την ώρα που ανακοινώθηκε ο θάνατος της Μάνιας. Διάβασα σκατίλα απέραντη, όπως συνηθίζεται στα social media όπου βγάζει ο κάθε πικραμένος τον εσωτερικό του βόθρο. Άφησε στο δρόμο εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες, χίλιες, τρεις χιλιάδες οικογένειες, ξημεροβραδιαζόταν στη Μύκονο, απέλυσε το σύμπαν, έβρισε τις μανάδες ολονών, ήταν αντίχριστη, έπινε πολύ, κάπνιζε ακόμη περισσότερο.
Και φυσικά το γνωστό παραμύθι: Αν δεν ήταν αυτή η παλιογυναίκα, η «Ελευθεροτυπία» όχι μόνο θα είχε σωθεί αλλά θα συνεχίζαμε όλοι και όλες να τρώμε με χρυσά κουτάλια. Αυτά τα χρυσά κουτάλια που είχαν οδηγήσει την «Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.» να πληρώνει ετησίως 32 εκατομμύρια ευρώ σε μισθολόγια και αμοιβές συνεργατών.
Προσωπικώς, δεν έχω καμιά χολή να βγάλω, γιατί, όπως σημείωσα και πιο πάνω, το ζήτημα και το διακύβευμα «Ελευθεροτυπία» ήταν μεγαλύτερο και από τη Μάνια και απ’ όλες τις Μάνιες αυτού του κόσμου. Δυστυχώς, δεν το καταλαβαίνουμε ούτε τώρα, δεν το συναισθανόμαστε, δεν το χωράει ο νους μας. Και καταλήγουμε να γκρινιάζουμε, να μιρλιάζουμε, να φουρκιζόμαστε και να μετράμε πενηνταράκια. Κοιτάμε το πεζοδρόμιο, αντί να κοιτάμε το φεγγάρι. Και το πεζοδρόμιο δεν θα κουραστεί ποτέ να μας μουντζώνει…
Υ.Γ. : Όπως είχα γράψει και πέρυσι εδώ στο χατζέικο, η «Ελευθεροτυπία» έκλεισε πρώτον γιατί η Μάνια Τεγοπούλου δεν είχε την παραμικρή ιδέα από μπίζνες, δεύτερον γιατί έτσι γουστάρανε διάφορα εκδοτικά (καλημέρα κύριε Σταύρο!) και πολιτικά συμφέροντα (καλημέρα κύριε Μπένυ!) και τρίτον επειδή κάποιοι συνάδελφοι θέλανε να βγάλουν δικό τους φύλλο. Αυτά και τελεία, εκεί ήμουνα κι εγώ και άλλοι και μην πάτε να μας βγάλετε ψεύτες ή αόμματους.
Χρήστος Ξανθάκης
newpost.gr
έφαγε κακιά αρρώστια και τον πήρε απ’ τη ζωή. Είναι σαν γράφω ή να μιλάω για το σπίτι που γεννήθηκα και περπάτησα και το γκρεμίσανε οι μπουλντόζες για να περάσει δρόμος. Μοιάζει αστείο στους απέξω, το ξέρω και το καταλαβαίνω, αλλά για μερικούς και μερικές από εμάς που περάσαμε απ’ την Κολοκοτρώνη και τη Μίνωος η «Ελευθεροτυπία» είναι μια πληγή που πονάει. Μια πληγή που πονάει όσο τίποτε.
Μια πληγή που ξανάνοιξε εδώ και μερικές ώρες, με αφορμή το θάνατο της Μάνιας Τεγοπούλου. Το διαβάσατε και στο Newpost, η πρώην εκδότρια της «Ελευθεροτυπίας» έχασε τη μάχη με το θάνατο σε ηλικία 60 ετών, μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Λεπτομέρειες δεν χρειάζονται, αυτά είναι για τους ματάκηδες και για όσους ευχαριστιούνται με τα βάσανα του άλλου.
Σημασία έχει ότι με την αποδημία της Τεγοπούλου εις Κύριον, κλείνει οριστικά ένα γιγαντιαίο κεφάλαιο όχι μόνο στον ελληνικό Τύπο αλλά στην ελληνική κοινωνία γενικότερα. Γιατί η «Ελευθεροτυπία» δεν ήταν απλώς το μαγικό λουλούδι των εφημερίδων, ήταν μια σπάνια χειρονομία του κοινωνικού γίγνεσθαι που δεν θα ξαναδούμε ποτέ πια. Ήταν ένα κλείσιμο του ματιού, προς όλα τα πλάσματα που κάπου, κάπως, κάποτε άναψαν μια φλόγα μέσα τους. Και οι σπίθες της ακόμη φωτίζουν…
Κακίες διάβασα πολλές από την ώρα που ανακοινώθηκε ο θάνατος της Μάνιας. Διάβασα σκατίλα απέραντη, όπως συνηθίζεται στα social media όπου βγάζει ο κάθε πικραμένος τον εσωτερικό του βόθρο. Άφησε στο δρόμο εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες, χίλιες, τρεις χιλιάδες οικογένειες, ξημεροβραδιαζόταν στη Μύκονο, απέλυσε το σύμπαν, έβρισε τις μανάδες ολονών, ήταν αντίχριστη, έπινε πολύ, κάπνιζε ακόμη περισσότερο.
Και φυσικά το γνωστό παραμύθι: Αν δεν ήταν αυτή η παλιογυναίκα, η «Ελευθεροτυπία» όχι μόνο θα είχε σωθεί αλλά θα συνεχίζαμε όλοι και όλες να τρώμε με χρυσά κουτάλια. Αυτά τα χρυσά κουτάλια που είχαν οδηγήσει την «Χ.Κ. Τεγόπουλος Α.Ε.» να πληρώνει ετησίως 32 εκατομμύρια ευρώ σε μισθολόγια και αμοιβές συνεργατών.
Προσωπικώς, δεν έχω καμιά χολή να βγάλω, γιατί, όπως σημείωσα και πιο πάνω, το ζήτημα και το διακύβευμα «Ελευθεροτυπία» ήταν μεγαλύτερο και από τη Μάνια και απ’ όλες τις Μάνιες αυτού του κόσμου. Δυστυχώς, δεν το καταλαβαίνουμε ούτε τώρα, δεν το συναισθανόμαστε, δεν το χωράει ο νους μας. Και καταλήγουμε να γκρινιάζουμε, να μιρλιάζουμε, να φουρκιζόμαστε και να μετράμε πενηνταράκια. Κοιτάμε το πεζοδρόμιο, αντί να κοιτάμε το φεγγάρι. Και το πεζοδρόμιο δεν θα κουραστεί ποτέ να μας μουντζώνει…
Υ.Γ. : Όπως είχα γράψει και πέρυσι εδώ στο χατζέικο, η «Ελευθεροτυπία» έκλεισε πρώτον γιατί η Μάνια Τεγοπούλου δεν είχε την παραμικρή ιδέα από μπίζνες, δεύτερον γιατί έτσι γουστάρανε διάφορα εκδοτικά (καλημέρα κύριε Σταύρο!) και πολιτικά συμφέροντα (καλημέρα κύριε Μπένυ!) και τρίτον επειδή κάποιοι συνάδελφοι θέλανε να βγάλουν δικό τους φύλλο. Αυτά και τελεία, εκεί ήμουνα κι εγώ και άλλοι και μην πάτε να μας βγάλετε ψεύτες ή αόμματους.
Χρήστος Ξανθάκης
newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου