Με γενέτειρά της τις Ηνωμένες Πολιτείες, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 κληροδότησε βαριά οικονομική ύφεση στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό τομέα παγκοσμίως. Το...
ντόμινο προβλημάτων στην αμερικανική οικονομία πολύ γρήγορα συμπαρέσυρε την Ευρώπη.
Η αγορά των στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και η αλόγιστη χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων, που εξαρτιόνταν άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από τα οποία παράγονταν, έπληξαν καταρχάς τον ευρωπαϊκό Νότο, με την Ελλάδα να διατηρεί τη θλιβερή πρωτιά των χωρών που έμελλε να γνωρίσουν προγράμματα «διάσωσης», τα περιβόητα πια μνημόνια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση μετασχηματίστηκε σε οικονομική, όταν οι τράπεζες, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, περιόρισαν τις πιστώσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Και σχεδόν κάθε χώρα βίωσε και εν πολλοίς εξακολουθεί να βιώνει την οικονομική κρίση, αν και με διαφορετικό τρόπο και έκταση, ίσως και ένταση, ανάλογα με τη δομή της οικονομικής της διάρθρωσης.
Ειδικά στα καθ’ ημάς, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση έφερε στην επιφάνεια χρόνιες δομικές αδυναμίες και παθογένειες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας, αποκαλύπτοντας την υπερχρέωση του Δημοσίου και την αδυναμία ελέγχου του διογκούμενου χρέους του. Η αξιοπιστία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου κλονίστηκε. Με αφορμή δε την εμβάθυνση της κρίσης, από πολλές πλευρές ειπώθηκε ότι μπορεί αυτή να είναι η ευκαιρία για μικρές ή μεγάλες αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις».
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της λεγόμενης εξυγίανσης, η οικονομία δέχτηκε σκληρό και μακροχρόνιο υφεσιακό πλήγμα, με το 25% του ΑΕΠ της χώρας να καταστρέφεται από τα δύο πρώτα προγράμματα, κι αυτό στο «φόντο» μιας κοινωνίας εξαντλημένης πια από τα τεράστια βάρη και τις επιπτώσεις της λιτότητας που κλήθηκε να σηκώσει.
Τυπικά ή ουσιαστικά, μένει να φανεί, την 20ή Αυγούστου, πάντως, το πρόγραμμα λήγει. Ως χώρα, ωστόσο, φτάσαμε εδώ με ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια, αναμφίβολα αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και σκληρής διαπραγμάτευσης. Και το ορόσημο δεν πρέπει να μείνει κενό γράμμα.
Το βασικό εργαλείο για την επόμενη μέρα δεν μπορεί να είναι παρά η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, που είναι αναγκαίο να βασίζεται στη δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα αλλά και στη στήριξη της εργασίας, στην αντιμετώπιση της ανεργίας και στην αναβάθμιση και διεύρυνση του κοινωνικού κράτους. Το θετικό είναι ότι ζωτικοί τομείς, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, η εκπαίδευση, οι κλάδοι του εμπορίου και των υπηρεσιών, ήδη στέλνουν αισιόδοξο μήνυμα ανάκαμψης με τις επιδόσεις τους.
Οι προϋποθέσεις επομένως για μια θετική πορεία λίγο πολύ συντρέχουν, όμως δεν είναι αυτονόητες ούτε θα προκύψουν αυτόματα. Για την επόμενη μέρα στην ελληνική οικονομία, που έρχεται, ίσως χρειάζεται να αναλογιστούμε αυτό που είχε διατυπώσει ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος 40ός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν: «Οικονομική πολιτική σημαίνει: αν κινείται, φορολόγησέ το· αν συνεχίζει να κινείται, ρύθμισέ το νομοθετικά· αν σταματήσει να κινείται, επιδότησέ το»...
ντόμινο προβλημάτων στην αμερικανική οικονομία πολύ γρήγορα συμπαρέσυρε την Ευρώπη.
Η αγορά των στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και η αλόγιστη χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων, που εξαρτιόνταν άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από τα οποία παράγονταν, έπληξαν καταρχάς τον ευρωπαϊκό Νότο, με την Ελλάδα να διατηρεί τη θλιβερή πρωτιά των χωρών που έμελλε να γνωρίσουν προγράμματα «διάσωσης», τα περιβόητα πια μνημόνια.
Η χρηματοπιστωτική κρίση μετασχηματίστηκε σε οικονομική, όταν οι τράπεζες, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, περιόρισαν τις πιστώσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Και σχεδόν κάθε χώρα βίωσε και εν πολλοίς εξακολουθεί να βιώνει την οικονομική κρίση, αν και με διαφορετικό τρόπο και έκταση, ίσως και ένταση, ανάλογα με τη δομή της οικονομικής της διάρθρωσης.
Ειδικά στα καθ’ ημάς, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση έφερε στην επιφάνεια χρόνιες δομικές αδυναμίες και παθογένειες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας, αποκαλύπτοντας την υπερχρέωση του Δημοσίου και την αδυναμία ελέγχου του διογκούμενου χρέους του. Η αξιοπιστία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου κλονίστηκε. Με αφορμή δε την εμβάθυνση της κρίσης, από πολλές πλευρές ειπώθηκε ότι μπορεί αυτή να είναι η ευκαιρία για μικρές ή μεγάλες αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις».
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της λεγόμενης εξυγίανσης, η οικονομία δέχτηκε σκληρό και μακροχρόνιο υφεσιακό πλήγμα, με το 25% του ΑΕΠ της χώρας να καταστρέφεται από τα δύο πρώτα προγράμματα, κι αυτό στο «φόντο» μιας κοινωνίας εξαντλημένης πια από τα τεράστια βάρη και τις επιπτώσεις της λιτότητας που κλήθηκε να σηκώσει.
Τυπικά ή ουσιαστικά, μένει να φανεί, την 20ή Αυγούστου, πάντως, το πρόγραμμα λήγει. Ως χώρα, ωστόσο, φτάσαμε εδώ με ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια, αναμφίβολα αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και σκληρής διαπραγμάτευσης. Και το ορόσημο δεν πρέπει να μείνει κενό γράμμα.
Το βασικό εργαλείο για την επόμενη μέρα δεν μπορεί να είναι παρά η εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, που είναι αναγκαίο να βασίζεται στη δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα αλλά και στη στήριξη της εργασίας, στην αντιμετώπιση της ανεργίας και στην αναβάθμιση και διεύρυνση του κοινωνικού κράτους. Το θετικό είναι ότι ζωτικοί τομείς, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία, η εκπαίδευση, οι κλάδοι του εμπορίου και των υπηρεσιών, ήδη στέλνουν αισιόδοξο μήνυμα ανάκαμψης με τις επιδόσεις τους.
Οι προϋποθέσεις επομένως για μια θετική πορεία λίγο πολύ συντρέχουν, όμως δεν είναι αυτονόητες ούτε θα προκύψουν αυτόματα. Για την επόμενη μέρα στην ελληνική οικονομία, που έρχεται, ίσως χρειάζεται να αναλογιστούμε αυτό που είχε διατυπώσει ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος 40ός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν: «Οικονομική πολιτική σημαίνει: αν κινείται, φορολόγησέ το· αν συνεχίζει να κινείται, ρύθμισέ το νομοθετικά· αν σταματήσει να κινείται, επιδότησέ το»...
Χρόνης Διαμαντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου