Τον γνώρισα σε ένα ταβερνείο της οδού Πειραιώς κοντά στο Γκάζι. Το τελευταίο μέρος στο οποίο πίστευα ότι θα συναντούσα έναν φαρμακοβιομήχανο του δικού του status. Ηταν μια...
βροχερή Κυριακή του 1980, λίγες ώρες πριν από αγώνα του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο. Ετρωγε με άλλους πέντε κυρίους. Οπως έμαθα πολύ αργότερα, οι δύο ήταν τα αδέλφια του: ο Θανάσης και ο Κώστας. Οι υπόλοιποι τρεις, παιδικοί τους φίλοι. Τον αναγνώρισα από φωτογραφίες του που είχα δει στις εφημερίδες. Τότε που είχε γίνει μεγάλος ντόρος με την αποτυχημένη του προσπάθεια να αποκτήσει την ΠΑΕ.
Με την άγνοια και το θράσος του νεοσσού της δημοσιογραφίας, τον πλησίασα και τον ρώτησα εάν, όντως, ήταν αυτός που νόμιζα.
– Αυτός είμαι εγώ, παιδί μου. Εσύ ποιος είσαι;
Του συστήθηκα.
– Και τι θέλεις;
– Μια συνέντευξη.
– Συνεντεύξεις δεν δίνω. Και τι να πούμε, άλλωστε;
– Για τον Παναθηναϊκό. Για το πώς χάσατε την ΠΑΕ και την πήραν οι Βαρδινογιάννηδες…
Σχεδόν δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου. Εγινε κατακόκκινος, ένιωσα ότι ήθελε να μου χυμήξει. Με έδιωξε (ευγενικά) ο κύριος με τα θεόρατα γυαλιά – ο Θανάσης. Δεν ήξερα, τότε, πόσο του είχε στοιχίσει. Τώρα είμαι σίγουρος: ο Παύλος Γιαννακόπουλος «έφυγε» με αυτό το μαράζι...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, πατήστε εδώ
βροχερή Κυριακή του 1980, λίγες ώρες πριν από αγώνα του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο. Ετρωγε με άλλους πέντε κυρίους. Οπως έμαθα πολύ αργότερα, οι δύο ήταν τα αδέλφια του: ο Θανάσης και ο Κώστας. Οι υπόλοιποι τρεις, παιδικοί τους φίλοι. Τον αναγνώρισα από φωτογραφίες του που είχα δει στις εφημερίδες. Τότε που είχε γίνει μεγάλος ντόρος με την αποτυχημένη του προσπάθεια να αποκτήσει την ΠΑΕ.
Με την άγνοια και το θράσος του νεοσσού της δημοσιογραφίας, τον πλησίασα και τον ρώτησα εάν, όντως, ήταν αυτός που νόμιζα.
– Αυτός είμαι εγώ, παιδί μου. Εσύ ποιος είσαι;
Του συστήθηκα.
– Και τι θέλεις;
– Μια συνέντευξη.
– Συνεντεύξεις δεν δίνω. Και τι να πούμε, άλλωστε;
– Για τον Παναθηναϊκό. Για το πώς χάσατε την ΠΑΕ και την πήραν οι Βαρδινογιάννηδες…
Σχεδόν δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου. Εγινε κατακόκκινος, ένιωσα ότι ήθελε να μου χυμήξει. Με έδιωξε (ευγενικά) ο κύριος με τα θεόρατα γυαλιά – ο Θανάσης. Δεν ήξερα, τότε, πόσο του είχε στοιχίσει. Τώρα είμαι σίγουρος: ο Παύλος Γιαννακόπουλος «έφυγε» με αυτό το μαράζι...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο, πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου