O Αντώνης Σαμαράς έχτισε μια ολόκληρη πολιτική καριέρα, και μαζί κι ένα σκληρό σύστημα εθνικοπατριωτισμού, πάνω στο...
Μακεδονικό. Ηταν λογικό, την επομένη της συμφωνίας Τσίπρα – Ζάεφ, να μην του αρκεί η πλήρης υποταγή Μητσοτάκη σ’ αυτό το σύστημα και στην σκληρή δεξιά ατζέντα, κι ήταν επίσης αναμενόμενο να υπενθυμίσει, για μια ακόμη φορά, στον πρόεδρο της ΝΔ «ποιος κυβερνά», πραγματικά, την συντηρητική παράταξη.
Ως εκ τούτων, με μια ακόμη ηγετική, μεγαλοϊδεατική παρέμβαση χαρακτήρισε την συμφωνία «αχρείαστο και ταπεινωτικό συμβιβασμό», έχρισε εαυτόν φρουρό των εθνικών αξιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, και με μια πρωτοφανή επίθεση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας επιχείρησε να μετατρέψει την πολιτική σύγκρουση για το Μακεδονικό σε πολιτειακή κρίση.
Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη εθνικολαϊκιστικό παραλήρημα, εάν δεν ήταν θεσμικό ατόπημα κι εάν δεν υπέκρυπτε (ξανά) τον σπόρο του εθνικού διχασμού. Κι εάν επίσης δεν προερχόταν από έναν πολιτικό που μετέτρεψε τον – υποκριτικό – πατριωτισμό σε όχημα προσωπικής δικαίωσης.
Διότι ο Αντώνης Σαμαράς, πριν γίνει «μακεδονομάχος», ήταν ο πολιτικός που, ως υπουργός Εξωτερικών, αναγνώρισε για πρώτη φορά επισήμως την πΓΔΜ ως «Μακεδονία». Ηταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1991, όταν το ευρωπαϊκό συμβούλιο διευθετούσε ρυθμίσεις για τις εμπορικές συναλλαγές και, συγκεκριμένα, «για την εισαγωγή προϊόντων, προέλευσης από τις Δημοκρατίες Βοσνίας Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Μακεδονίας και Σλοβενίας». Η απόφαση που ελήφθη, και συμπεριλαμβάνεται στο γνωστό πλέον έγγραφο – κανονισμό 3567/91, αναφέρει την γείτονα με τον όρο «Μακεδονία» και φέρει την υπογραφή Σαμαρά.
Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν επίσης εκείνος που στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου έκανε το δεύτερο, και καθοριστικό, διπλωματικό λάθος που οδήγησε και στον μετέπειτα εθνικό εγκλωβισμό. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 οι υπουργοί Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ συνήλθαν στις Βρυξέλλες σε μια συνεδρίαση ιστορική.
Υπό την ασφυκτική πίεση της Γερμανίας και μετά από έναν δραματικό μαραθώνιο διαβουλεύσεων την νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη αναγνώρισαν το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης της Σλοβενίας και της Κροατίας, έως τότε ομόσπονδων Δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Ουσιαστικά, σε εκείνη την συνεδρίαση η Ευρώπη αναγνώρισε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών συνυπέγραψε την απόφαση χωρίς να θέσει κανέναν όρο και καμία προϋπόθεση για το πώς θα ονομάζεται η έως τότε Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Οι χειρισμοί Σαμαρά σε εκείνη την δραματική συνεδρίαση είχαν γίνει ερήμην του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών. Ο τότε πρωθυπουργός είχε πει αργότερα, δημόσια και επανειλημμένα πως επί ώρες αναζητούσε τον Αντώνη Σαμαρά στο τηλέφωνο και δεν τον έβρισκε. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη του που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Σταύρου Τζίμα «Επίκεντρο», και στην οποία ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λέει για τον Σαμαρά: «Τα έκαμε μούσκεμα… Δεν φταίει αυτός, φταίω εγώ που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο, υποχώρησε στην αφόρητη πίεση. Θα υποχωρούσε ούτως ή άλλως, εγώ δεν διαφώνησα γιατί υποχώρησε. Του είπα: “Ανόητε, εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, να πεις υποχωρώ αλλά θέλω να μου λύσετε το πρόβλημα των Σκοπίων”. Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας».
Ηταν η συνεδρίαση που δημιούργησε τα διπλωματικά τετελεσμένα και οδήγησε αμέσως μετά στα συλλαλητήρια που υπαγόρευσαν και την εθνική γραμμή – ήτοι, την πλήρη άρνηση να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία» στο όνομα της γείτονος. Ηταν η εποχή που ο Αντώνης Σαμαράς είδε το λαϊκό κύμα, πόνταρε στο εθνικό συναίσθημα, και ενδύθηκε τον ρόλο του «σημαιοφόρου» του υπερπατριωτισμού. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεόδωρου Σκυλακάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ήταν επίσης εκείνος που ενορχήστρωσε και έδωσε το «πράσινο φως» για το μαζικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 1992, το οποίο ουσιαστικά δεν άφησε πλέον κανένα περιθώριο ευελιξίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Στις 13 Απριλίου του 1992, μετά την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, ο Μητσοτάκης καρατόμησε τον Σαμαρά από το υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβε ο ίδιος υπουργός. Λίγους μήνες αργότερα παραιτήθηκε από βουλευτής κι έφτιαξε την «Πολιτική Ανοιξη», το 1993 έγινε ουσιαστικά ο άνθρωπος που έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η πολιτική του όμως έμεινε και υποθήκευσε την διπλωματία της χώρας για 26 χρόνια. Ο ίδιος επιχειρεί τώρα ξανά να κεφαλαιοποιήσει την υποθήκη αυτή, θέτοντας υπό ομηρία έναν δεύτερο Μητσοτάκη – τον Κυριάκο -, και οραματιζόμενος, ίσως, για τον εαυτό του τον ρόλο του… εν Ελλάδι Ιβανόφ…
tvxs.gr
Μακεδονικό. Ηταν λογικό, την επομένη της συμφωνίας Τσίπρα – Ζάεφ, να μην του αρκεί η πλήρης υποταγή Μητσοτάκη σ’ αυτό το σύστημα και στην σκληρή δεξιά ατζέντα, κι ήταν επίσης αναμενόμενο να υπενθυμίσει, για μια ακόμη φορά, στον πρόεδρο της ΝΔ «ποιος κυβερνά», πραγματικά, την συντηρητική παράταξη.
Ως εκ τούτων, με μια ακόμη ηγετική, μεγαλοϊδεατική παρέμβαση χαρακτήρισε την συμφωνία «αχρείαστο και ταπεινωτικό συμβιβασμό», έχρισε εαυτόν φρουρό των εθνικών αξιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, και με μια πρωτοφανή επίθεση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας επιχείρησε να μετατρέψει την πολιτική σύγκρουση για το Μακεδονικό σε πολιτειακή κρίση.
Θα μπορούσε να είναι ένα ακόμη εθνικολαϊκιστικό παραλήρημα, εάν δεν ήταν θεσμικό ατόπημα κι εάν δεν υπέκρυπτε (ξανά) τον σπόρο του εθνικού διχασμού. Κι εάν επίσης δεν προερχόταν από έναν πολιτικό που μετέτρεψε τον – υποκριτικό – πατριωτισμό σε όχημα προσωπικής δικαίωσης.
Διότι ο Αντώνης Σαμαράς, πριν γίνει «μακεδονομάχος», ήταν ο πολιτικός που, ως υπουργός Εξωτερικών, αναγνώρισε για πρώτη φορά επισήμως την πΓΔΜ ως «Μακεδονία». Ηταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1991, όταν το ευρωπαϊκό συμβούλιο διευθετούσε ρυθμίσεις για τις εμπορικές συναλλαγές και, συγκεκριμένα, «για την εισαγωγή προϊόντων, προέλευσης από τις Δημοκρατίες Βοσνίας Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Μακεδονίας και Σλοβενίας». Η απόφαση που ελήφθη, και συμπεριλαμβάνεται στο γνωστό πλέον έγγραφο – κανονισμό 3567/91, αναφέρει την γείτονα με τον όρο «Μακεδονία» και φέρει την υπογραφή Σαμαρά.
Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν επίσης εκείνος που στις 16 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου έκανε το δεύτερο, και καθοριστικό, διπλωματικό λάθος που οδήγησε και στον μετέπειτα εθνικό εγκλωβισμό. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 οι υπουργοί Εξωτερικών της τότε ΕΟΚ συνήλθαν στις Βρυξέλλες σε μια συνεδρίαση ιστορική.
Υπό την ασφυκτική πίεση της Γερμανίας και μετά από έναν δραματικό μαραθώνιο διαβουλεύσεων την νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη αναγνώρισαν το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης της Σλοβενίας και της Κροατίας, έως τότε ομόσπονδων Δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Ουσιαστικά, σε εκείνη την συνεδρίαση η Ευρώπη αναγνώρισε την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών συνυπέγραψε την απόφαση χωρίς να θέσει κανέναν όρο και καμία προϋπόθεση για το πώς θα ονομάζεται η έως τότε Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Οι χειρισμοί Σαμαρά σε εκείνη την δραματική συνεδρίαση είχαν γίνει ερήμην του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών. Ο τότε πρωθυπουργός είχε πει αργότερα, δημόσια και επανειλημμένα πως επί ώρες αναζητούσε τον Αντώνη Σαμαρά στο τηλέφωνο και δεν τον έβρισκε. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη του που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Σταύρου Τζίμα «Επίκεντρο», και στην οποία ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λέει για τον Σαμαρά: «Τα έκαμε μούσκεμα… Δεν φταίει αυτός, φταίω εγώ που έστειλα έναν άπειρο άνθρωπο, υποχώρησε στην αφόρητη πίεση. Θα υποχωρούσε ούτως ή άλλως, εγώ δεν διαφώνησα γιατί υποχώρησε. Του είπα: “Ανόητε, εκείνη την ώρα θα μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, να πεις υποχωρώ αλλά θέλω να μου λύσετε το πρόβλημα των Σκοπίων”. Οι Γερμανοί θα έλυναν τότε το πρόβλημα των Σκοπίων με αντάλλαγμα αυτό της Κροατίας».
Ηταν η συνεδρίαση που δημιούργησε τα διπλωματικά τετελεσμένα και οδήγησε αμέσως μετά στα συλλαλητήρια που υπαγόρευσαν και την εθνική γραμμή – ήτοι, την πλήρη άρνηση να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία» στο όνομα της γείτονος. Ηταν η εποχή που ο Αντώνης Σαμαράς είδε το λαϊκό κύμα, πόνταρε στο εθνικό συναίσθημα, και ενδύθηκε τον ρόλο του «σημαιοφόρου» του υπερπατριωτισμού. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεόδωρου Σκυλακάκη, στενού συνεργάτη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ήταν επίσης εκείνος που ενορχήστρωσε και έδωσε το «πράσινο φως» για το μαζικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τον Φεβρουάριο του 1992, το οποίο ουσιαστικά δεν άφησε πλέον κανένα περιθώριο ευελιξίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Στις 13 Απριλίου του 1992, μετά την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, ο Μητσοτάκης καρατόμησε τον Σαμαρά από το υπουργείο Εξωτερικών και ανέλαβε ο ίδιος υπουργός. Λίγους μήνες αργότερα παραιτήθηκε από βουλευτής κι έφτιαξε την «Πολιτική Ανοιξη», το 1993 έγινε ουσιαστικά ο άνθρωπος που έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η πολιτική του όμως έμεινε και υποθήκευσε την διπλωματία της χώρας για 26 χρόνια. Ο ίδιος επιχειρεί τώρα ξανά να κεφαλαιοποιήσει την υποθήκη αυτή, θέτοντας υπό ομηρία έναν δεύτερο Μητσοτάκη – τον Κυριάκο -, και οραματιζόμενος, ίσως, για τον εαυτό του τον ρόλο του… εν Ελλάδι Ιβανόφ…
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου