Λίγα λόγια για έναν Τεράστιο που έφυγε σαν σήμερα το 2011.
«Καλοί μου ΑΝ-ΘΡΩ-ΠΟΙ» είναι η φράση που συνοψίζει μέσα της όλη τη...
ζωή του Θανάση Βέγγου –τόσο την καλλιτεχνική όσο και την προσωπική του πορεία. Αφού υπήρξε μία φυσιογνωμία απόλυτα ακέραιη που δεν ταιριάζει καθόλου στα «φωνακλάδικα» στάνταρ που μας έχουν συνηθίσει πολλοί από τους σημερινούς ηθοποιούς.
Αυτά τα λόγια που υπήρξαν το προσωπικό και καλλιτεχνικό του μοτό, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν σαρκαστικά αν αναλογιστεί κανείς τι είχε τραβήξει ο άνθρωπος. Φτώχια, ιδεολογικό κυνηγητό, εξορία που του άφησε και σοβαρά ψυχικά τραύματα (όπως τη μανία του με την καθαριότητα) αρχικά· και στη συνέχεια οικονομικές καταστροφές και μικρή έως ελάχιστη καλλιτεχνική αναγνώριση.
Ίσως πολλοί τον θεωρούσαν «ελαφριά» διασκέδαση, τελείως άδικα κατά την άποψή μου, αφού πολλές φορές τα πιο σπουδαία νοήματα περνάνε με τον πιο απλό τρόπο –όπως ακριβώς έκανε εκείνος δηλαδή, που σίγουρα το μοτό του, το έλεγε με την καρδιά του, χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας αν και θα είχε κάθε δικαίωμα.
Έπρεπε να φτάσει το 1971 και η αποθεωτική στάση κοινού και κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να πάρει λίγο από τον σεβασμό που του όφειλε η ιστορία και η κοινωνία. Μιας και το πηγαίο του ταλέντο δεν το σπατάλησε σε εύκολες λύσεις. Αντίθετα υπηρέτησε με αυτό ένα λαϊκό σινεμά που έκρυβε πολλές φορές σοφία που θα ζήλευαν σπουδαίοι σκηνοθέτες. Διότι η κωμωδία μόνο εύκολο είδος δεν είναι, αφού αποτελεί το βασικό αποκούμπι του ανθρώπου για να ξεπεράσει τη μαυρίλα που πολλές φορές κρύβει η ζωή. Και ο Βέγγος ήξερε άριστα και από τα δύο: τόσο από γέλιο όσο και από πίκρες που κέρναγε η καθημερινότητα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια.
Όταν έξι χρόνια πριν έφευγε, μαζί του έκλεινε και ένα σημαντικό κεφάλαιο όχι μόνο του ελληνικού σινεμά αλλά –στο μυαλό μου τουλάχιστον- και μιας γενιάς ανθρώπων που ήξεραν πρώτα να πράττουν και μετά να μιλάνε. Που γνώριζαν να υπομένουν στωικά τις αναποδιές της ζωής και να στέκονται στα θετικά. Που δεν έκαναν βαρύγδουπες δηλώσεις ή πιο απλά δεν έκαναν σχεδόν ποτέ δηλώσεις αλλά άφηναν τα έργα τους να μιλάνε για αυτούς.
Οι «Ταινίες Γέλιου» μαζί με τη σεμνή και τίμια στάση ζωής είναι μια σημαντική κληρονομιά που έχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε εκτιμήσει όσο θα έπρεπε. Γιατί, πραγματικά, μακάρι να τον δίδασκαν στα σχολεία ως μάθημα ιστορίας. Για να μαθαίνουν και τα πιτσιρίκια με τρόπο αβίαστο από ποιους «πολυτεχνήτες και ερημοσπίτες» παππούδες προέρχονται, μιας και όλοι μας είμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε, παράγωγα τελικά της Μεταπολεμικής Ελλάδας –μιας εποχής με χίλια κακά και άλλα τόσα καλά.
Κι αν υπάρχει μια στιγμή που δε μπορώ να ξεχάσω από αυτόν, εκτός από τις χιλιάδες ώρες που τον έχω παρακολουθήσει και αγαπήσει, είναι το παρακάτω σκηνικό: μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου κάποτε, ένας πολύ έμπειρος γιατρός μιλώντας απόλυτα σοβαρά σε μία ασθενή με χρόνια πάθηση, είχε πει: «Δείτε και καμιά ταινία με τον Βέγγο, να ξέρετε κάνουν καλό, λίγα πράγματα κάνουν τόσο καλό όσο το γέλιο».
Γιώργος Ρομπολας (ratpack.gr)
«Καλοί μου ΑΝ-ΘΡΩ-ΠΟΙ» είναι η φράση που συνοψίζει μέσα της όλη τη...
ζωή του Θανάση Βέγγου –τόσο την καλλιτεχνική όσο και την προσωπική του πορεία. Αφού υπήρξε μία φυσιογνωμία απόλυτα ακέραιη που δεν ταιριάζει καθόλου στα «φωνακλάδικα» στάνταρ που μας έχουν συνηθίσει πολλοί από τους σημερινούς ηθοποιούς.
Αυτά τα λόγια που υπήρξαν το προσωπικό και καλλιτεχνικό του μοτό, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν σαρκαστικά αν αναλογιστεί κανείς τι είχε τραβήξει ο άνθρωπος. Φτώχια, ιδεολογικό κυνηγητό, εξορία που του άφησε και σοβαρά ψυχικά τραύματα (όπως τη μανία του με την καθαριότητα) αρχικά· και στη συνέχεια οικονομικές καταστροφές και μικρή έως ελάχιστη καλλιτεχνική αναγνώριση.
Ίσως πολλοί τον θεωρούσαν «ελαφριά» διασκέδαση, τελείως άδικα κατά την άποψή μου, αφού πολλές φορές τα πιο σπουδαία νοήματα περνάνε με τον πιο απλό τρόπο –όπως ακριβώς έκανε εκείνος δηλαδή, που σίγουρα το μοτό του, το έλεγε με την καρδιά του, χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας αν και θα είχε κάθε δικαίωμα.
Έπρεπε να φτάσει το 1971 και η αποθεωτική στάση κοινού και κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να πάρει λίγο από τον σεβασμό που του όφειλε η ιστορία και η κοινωνία. Μιας και το πηγαίο του ταλέντο δεν το σπατάλησε σε εύκολες λύσεις. Αντίθετα υπηρέτησε με αυτό ένα λαϊκό σινεμά που έκρυβε πολλές φορές σοφία που θα ζήλευαν σπουδαίοι σκηνοθέτες. Διότι η κωμωδία μόνο εύκολο είδος δεν είναι, αφού αποτελεί το βασικό αποκούμπι του ανθρώπου για να ξεπεράσει τη μαυρίλα που πολλές φορές κρύβει η ζωή. Και ο Βέγγος ήξερε άριστα και από τα δύο: τόσο από γέλιο όσο και από πίκρες που κέρναγε η καθημερινότητα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια.
Όταν έξι χρόνια πριν έφευγε, μαζί του έκλεινε και ένα σημαντικό κεφάλαιο όχι μόνο του ελληνικού σινεμά αλλά –στο μυαλό μου τουλάχιστον- και μιας γενιάς ανθρώπων που ήξεραν πρώτα να πράττουν και μετά να μιλάνε. Που γνώριζαν να υπομένουν στωικά τις αναποδιές της ζωής και να στέκονται στα θετικά. Που δεν έκαναν βαρύγδουπες δηλώσεις ή πιο απλά δεν έκαναν σχεδόν ποτέ δηλώσεις αλλά άφηναν τα έργα τους να μιλάνε για αυτούς.
Οι «Ταινίες Γέλιου» μαζί με τη σεμνή και τίμια στάση ζωής είναι μια σημαντική κληρονομιά που έχω την αίσθηση ότι δεν έχουμε εκτιμήσει όσο θα έπρεπε. Γιατί, πραγματικά, μακάρι να τον δίδασκαν στα σχολεία ως μάθημα ιστορίας. Για να μαθαίνουν και τα πιτσιρίκια με τρόπο αβίαστο από ποιους «πολυτεχνήτες και ερημοσπίτες» παππούδες προέρχονται, μιας και όλοι μας είμαστε, θέλουμε δεν θέλουμε, παράγωγα τελικά της Μεταπολεμικής Ελλάδας –μιας εποχής με χίλια κακά και άλλα τόσα καλά.
Κι αν υπάρχει μια στιγμή που δε μπορώ να ξεχάσω από αυτόν, εκτός από τις χιλιάδες ώρες που τον έχω παρακολουθήσει και αγαπήσει, είναι το παρακάτω σκηνικό: μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου κάποτε, ένας πολύ έμπειρος γιατρός μιλώντας απόλυτα σοβαρά σε μία ασθενή με χρόνια πάθηση, είχε πει: «Δείτε και καμιά ταινία με τον Βέγγο, να ξέρετε κάνουν καλό, λίγα πράγματα κάνουν τόσο καλό όσο το γέλιο».
Γιώργος Ρομπολας (ratpack.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου