Eπέπλευσε ξανά με αφορμή τον θάνατο της Ζωής Κουρούκλη (της οποίας τα πολιτικά φρονήματα αγνοώ) μια κουβέντα που σέρνεται μέσα στα χρόνια αναζητώντας υπόσταση σχετικά με ένα υποτιθέμενο...
«δεξιό» («αντιδραστικό», «φλώρικο») πρόσημο που έχουν σταμπάρει κατά καιρούς κάποιοι στον... κορμό της ελληνικής ποπ/ελαφράς μουσικής.
Γκεστ σταρ (στο ρόλο του «κακού») σ' αυτή την «υπόθεση εργασίας» οι συνήθεις ύποπτοι: ο Νίκος Μαστοράκης ως über ποπ ινστρούχτορας, ο Καρατζαφέρης με τις μουσικές εκπομπές του και τις αναμνήσεις από τη «χρυσή ποπ δεκαετία» (απόδειξη ότι η νοσταλγία για τα ριζοσπαστικά '60s διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα) στο κανάλι του, ο Ρόμπερτ Γουίλιαμς με τα τραγούδια της «γαλάζιας γενιάς», ο Κώστας Τουρνάς ως πολιτευτής της ΝΔ, η Μπέσυ Αργυράκη και άλλοι εκπρόσωποι ενός εγχώριου ποπ ιδιώματος που ταυτίστηκαν κατά καιρούς με μια αποστροφή προς το λαϊκό τραγούδι, η οποία έλαβε ιδεολογικές διαστάσεις, χαϊδεύοντας αντιλαϊκά, απολιτικά, δεξιά ένστικτα.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι πάντα και μια καχυποψία προς το μη λαϊκότροπο, «αμπούζουκο» δημοφιλές τραγούδι (παρότι πολλά εξέχοντα δείγματα ελληνικής ποπ φόρμας, όπως, ας πούμε, το κορυφαίο «Μη Φεύγεις» με τη Βούλα Γεωργούτη, για να μην πιάσουμε Χιώτη και Ζαμπέτα, περιείχαν το μπουζούκι ως βασικό άξονα), το οποίο ελεγχόταν ως ιδεολογικά ύποπτο και τοποθετούνταν από τους επαΐοντες σ' ένα καθαρτήριο άμυαλης και μικροαστικής ψυχαγωγίας ανάμεσα στα λαϊκά και τους υψηλού κύρους κύκλους τραγουδιών των μεγάλων συνθετών μας.
«δεξιό» («αντιδραστικό», «φλώρικο») πρόσημο που έχουν σταμπάρει κατά καιρούς κάποιοι στον... κορμό της ελληνικής ποπ/ελαφράς μουσικής.
Γκεστ σταρ (στο ρόλο του «κακού») σ' αυτή την «υπόθεση εργασίας» οι συνήθεις ύποπτοι: ο Νίκος Μαστοράκης ως über ποπ ινστρούχτορας, ο Καρατζαφέρης με τις μουσικές εκπομπές του και τις αναμνήσεις από τη «χρυσή ποπ δεκαετία» (απόδειξη ότι η νοσταλγία για τα ριζοσπαστικά '60s διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα) στο κανάλι του, ο Ρόμπερτ Γουίλιαμς με τα τραγούδια της «γαλάζιας γενιάς», ο Κώστας Τουρνάς ως πολιτευτής της ΝΔ, η Μπέσυ Αργυράκη και άλλοι εκπρόσωποι ενός εγχώριου ποπ ιδιώματος που ταυτίστηκαν κατά καιρούς με μια αποστροφή προς το λαϊκό τραγούδι, η οποία έλαβε ιδεολογικές διαστάσεις, χαϊδεύοντας αντιλαϊκά, απολιτικά, δεξιά ένστικτα.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι πάντα και μια καχυποψία προς το μη λαϊκότροπο, «αμπούζουκο» δημοφιλές τραγούδι (παρότι πολλά εξέχοντα δείγματα ελληνικής ποπ φόρμας, όπως, ας πούμε, το κορυφαίο «Μη Φεύγεις» με τη Βούλα Γεωργούτη, για να μην πιάσουμε Χιώτη και Ζαμπέτα, περιείχαν το μπουζούκι ως βασικό άξονα), το οποίο ελεγχόταν ως ιδεολογικά ύποπτο και τοποθετούνταν από τους επαΐοντες σ' ένα καθαρτήριο άμυαλης και μικροαστικής ψυχαγωγίας ανάμεσα στα λαϊκά και τους υψηλού κύρους κύκλους τραγουδιών των μεγάλων συνθετών μας.
Μόνο το Νέο Κύμα τη γλίτωνε, λόγω μελαγχολίας ίσως, καθώς οι ποπ ερμηνευτές καταδικάζονταν συλλήβδην ως διασκεδαστές του γλυκού νερού και ως αγωγοί για τα σορόπια της μπουρζουαζίας. Εντυπωσιακό το επίπεδο της αντιπάθειας, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που έβγαλε δύο από τους πιο δημοφιλείς παγκοσμίως ποπ ερμηνευτές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα: τη Νάνα Μούσχουρη και τον Ντέμη Ρούσσο.
Συχνά, δε, και λόγω της «ανοιχτής» φύσης της που σηκώνει πολύ ξεχείλωμα, η κουβέντα πάει πολύ πίσω, εστιάζοντας στους κοινωνικούς/ταξικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στα ρεμπέτικα και στα «ξενόφερτα» ελαφρά ή στα «μπάσταρδα» αρχοντορεμπέτικα που προέκυψαν από θεατρικά νούμερα για να καλύψουν τις μικροαστικές ευαισθησίες όσων τρόμαζαν με τη λούμπεν επικινδυνότητα των ασμάτων του τεκέ.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Δημήτρη Πολιτάκη, ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου