«Η υπογραφή δεν είναι η ένδειξη ενός προσώπου, είναι η παρακινδυνευμένη διαμόρφωση μιας επικράτειας». Και προφανώς δεν πρόκειται για τη θνήσκουσα χώρα μου, αλλά για την...
επικράτεια που εγκαθιδρύει ο δεύτερος τόμος Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια - Χίλια πλατώματα του Ντελέζ και του Γκουαταρί*. Αυτό το βιβλίο είναι το Κατά Ματθαίον μου.
Ομως ποια είναι τα πλατώματα αυτά; Τα ριζώματα. Οι πολεμικές μηχανές. Οι νομάδες. Τα βιβλία. Και οι μουσικές. Ο,τι μας χρειάζεται για να ξεπεράσουμε τη δυαδική λογική (καλό - κακό, προοδευτικό - συντηρητικό) που μας επιβάλλεται και μας βολεύει.
Ο,τι μας επιτρέπει να εμπλέξουμε στο παιχνίδι διαφορετικά καθεστώτα, να μιλήσουμε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική, να καταλάβουμε πως το εκφραστικό προηγείται του γλωσσικού και του κτητικού και πως «αυτές οι εκφραστικές ποιότητες συγκροτούν ένα “έχειν” βαθύτερο από το “είναι”», να γίνουμε «Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια» του Κάφκα, ο στρουθιόμορφος σκηνοποιητής που περνά από τη θλίψη στη χαρά και ριψοκινδυνεύει για να τη μετατρέψει σε μελωδία.
Και επειδή οι αναμνήσεις μου είναι από το μέλλον (από το 1968), αισθάνομαι στο παρόν μου σαν τον Κραπ του Μπέκετ, που ακούει τις παλιές μπομπίνες με τη φωνή του στο μαγνητόφωνο, χωρίς να έχει αποδώσει σε όσα ακούει τον «λευκό» τους «τοίχο» και τη «μαύρη τρύπα» από όπου προέρχεται η φωνή του.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός το κάνει. Ακουσα τη μουσική του μέλλοντός μας από το παρελθόν του (1983), όταν έγραφε για τους Κόμβους του περιβόητου δόκτορα Λενγκ, καλεσμένος από το IRCAM (υπό τη διεύθυνση, τότε, του Πιερ Μπουλέζ) τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία των «Χιλίων πλατωμάτων» στο Παρίσι. Ενας οραματιστής που γνώριζε από τότε τι χρειαζόμαστε σήμερα και δεν το καταλαβαίνουμε.
Ο Καμαρωτός είχε καταλάβει το αδιέξοδο της ταύτισης του έργου με τη μελωδία, διακρίνοντας στους Κόμβους τον σχιζοαναλυμένο καλλιτέχνη από τον ίδιο του τον εαυτό. Κάποιον που ορθώνει ένα όριο ή φτιάχνει ένα σημάδι στο δάσος, όπως εκείνο το πουλί (ο σκηνοποιητής) που καταλαμβάνει αυθαίρετα ένα μέρος που δεν του ανήκει.
Ο Ολιβιέ Μεσιάν είχε δίκιο: «Αν ο κλέφτης τραγουδήσει καλύτερα, ο ιδιοκτήτης τού παραχωρεί τη θέση του». Ισως γι’ αυτό ο Μπαχ, στο τελευταίο χορικό του Κατά Ματθαίον, συνθέτει έναν χορό –μια σαραμπάντα– για τον νεκρό Χριστό, χωρίς προφανώς να πιστεύει ότι πρόκειται να αναστηθεί.
Η μουσική αρκεί!
Γιώργος Βέλτσος
efsyn.gr
επικράτεια που εγκαθιδρύει ο δεύτερος τόμος Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια - Χίλια πλατώματα του Ντελέζ και του Γκουαταρί*. Αυτό το βιβλίο είναι το Κατά Ματθαίον μου.
Ομως ποια είναι τα πλατώματα αυτά; Τα ριζώματα. Οι πολεμικές μηχανές. Οι νομάδες. Τα βιβλία. Και οι μουσικές. Ο,τι μας χρειάζεται για να ξεπεράσουμε τη δυαδική λογική (καλό - κακό, προοδευτικό - συντηρητικό) που μας επιβάλλεται και μας βολεύει.
Ο,τι μας επιτρέπει να εμπλέξουμε στο παιχνίδι διαφορετικά καθεστώτα, να μιλήσουμε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική, να καταλάβουμε πως το εκφραστικό προηγείται του γλωσσικού και του κτητικού και πως «αυτές οι εκφραστικές ποιότητες συγκροτούν ένα “έχειν” βαθύτερο από το “είναι”», να γίνουμε «Ζοζεφίνα η τραγουδίστρια» του Κάφκα, ο στρουθιόμορφος σκηνοποιητής που περνά από τη θλίψη στη χαρά και ριψοκινδυνεύει για να τη μετατρέψει σε μελωδία.
Και επειδή οι αναμνήσεις μου είναι από το μέλλον (από το 1968), αισθάνομαι στο παρόν μου σαν τον Κραπ του Μπέκετ, που ακούει τις παλιές μπομπίνες με τη φωνή του στο μαγνητόφωνο, χωρίς να έχει αποδώσει σε όσα ακούει τον «λευκό» τους «τοίχο» και τη «μαύρη τρύπα» από όπου προέρχεται η φωνή του.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός το κάνει. Ακουσα τη μουσική του μέλλοντός μας από το παρελθόν του (1983), όταν έγραφε για τους Κόμβους του περιβόητου δόκτορα Λενγκ, καλεσμένος από το IRCAM (υπό τη διεύθυνση, τότε, του Πιερ Μπουλέζ) τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία των «Χιλίων πλατωμάτων» στο Παρίσι. Ενας οραματιστής που γνώριζε από τότε τι χρειαζόμαστε σήμερα και δεν το καταλαβαίνουμε.
Ο Καμαρωτός είχε καταλάβει το αδιέξοδο της ταύτισης του έργου με τη μελωδία, διακρίνοντας στους Κόμβους τον σχιζοαναλυμένο καλλιτέχνη από τον ίδιο του τον εαυτό. Κάποιον που ορθώνει ένα όριο ή φτιάχνει ένα σημάδι στο δάσος, όπως εκείνο το πουλί (ο σκηνοποιητής) που καταλαμβάνει αυθαίρετα ένα μέρος που δεν του ανήκει.
Ο Ολιβιέ Μεσιάν είχε δίκιο: «Αν ο κλέφτης τραγουδήσει καλύτερα, ο ιδιοκτήτης τού παραχωρεί τη θέση του». Ισως γι’ αυτό ο Μπαχ, στο τελευταίο χορικό του Κατά Ματθαίον, συνθέτει έναν χορό –μια σαραμπάντα– για τον νεκρό Χριστό, χωρίς προφανώς να πιστεύει ότι πρόκειται να αναστηθεί.
Η μουσική αρκεί!
Γιώργος Βέλτσος
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου