Διαβάζω κείμενο γραμμένο στις 2 Μαΐου 1976 για την τύχη που επιφυλάσσει η χώρα σε μερικούς πολίτες -και ας μη δυσφορήσουμε, ότι άλλες ήσαν οι πολιτικές συνθήκες τότε. Αντλώ...
μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Εξω οι Ελληνικάνοι» του Γιώργου Μανιάτη [νομίζω είχε δημοσιευθεί ως άρθρο σε εφημερίδα - «Ακρόπολη»;].
Ιδού: «Μάη (και Κυριακή) σκοτώσαμε τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Μάη (και στο Αιγαίο!) βυθίσαμε τον Νικηφόρο Μανδηλαρά. Μάη (πρωτομαγιά...) απαλλαγήκαμε από τον Αλέξανδρο Παναγούλη -αυτό το βάρος. Δεν έκαναν αυτοί για μας, περίσσευαν και περίττευαν... Το έθνος μαθές πορεύεται με το να συντρίβει τους καλούς του (σ’ όποια μερίδα του κι αν απαντήσουν)... ωσάν να αποστρέφεται την πρόωρο ανάπτυξη, αυτούς που ξεμυτίζουν, αυτούς που θάλλουν πρώτοι, τους τσακίζει.
»Μα δεν τους σκοτώσαμε εμείς..., διαμαρτύρομαι ο ίδιος μέσα μου, αλλά οι άλλοι... Αυτό όμως μοιάζει με τον κλέφτη που ισχυρίζεται ενώπιον του κριτού ότι αυτός δεν έκλεψε, αλλά μόνο αυτό το άθλιο χέρι, το δεξί! Ή το αριστερό, για άλλες περιπτώσεις. Κι από Μάη σε Μάη, έτσι».
Ετσι, λοιπόν, σαράντα δύο χρόνια αργότερα. Τώρα το έθνος (;) «σκοτώνει» αδιακρίτως: δεξιούς τε και αριστερούς, από μικρομεσαίους και κάτω -πολύ κάτω, κυρίως τους νέους και τους άνεργους (τους νέους άνεργους, τους άνεργους νέους). Κι ο Μάης να έχει χάσει την ευοσμία του και εμείς το αγωνιστικό ήθος. Μόνο οι σκληροπυρηνικοί των κομμάτων αλαλάζουν (ευτελίζοντάς το) αυτό το ήθος, το γελοιοποιούν καλύτερα, με υποτονικά και ανεδαφικά συνθήματα (και πότε ήσαν διαφορετικά τα συνθήματα;).
Και ας μην επαναπαυόμαστε και δικαιολογούμαστε ότι εμείς δεν φταίξαμε σ’ αυτό το «φονικό», ότι εμείς άλλα περιμέναμε και άλλα μας βρήκαν και τώρα τι να κάνουμε; Περιμένουμε να μας βγάλει από την άνιση μάχη, απ’ αυτό το μακελειό, η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση, μάλιστα πολλοί έχουμε πειστεί ότι μπορεί ακόμη και να γίνει (επιτευχθεί) κάτι τέτοιο.
Κι από μήνα σε μήνα, έτσι. Χωρίς έγνοια καμιά, χωρίς σκιρτήματα και οράματα, σκέψη και στοχασμό (και ας λέμε ότι μόνο στον στοχασμό ολοκληρώνεται ή δικαιώνεται ο κάθε πολίτης [και ο κάθε άνθρωπος] εδώ και αλλαχού -μας ενδιαφέρει εντούτοις αποκλειστικά το ενθάδε (η εμφάνιση της κοινωνίας στο προσκήνιο).
Για να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο εξυπονοείται μια επαναστατική ιδέα αλλά και μια επαναστατική κοινωνία, αδιανόητα σήμερα [άκαιρα] και τα δύο. Εστω ότι υπήρχε -θα έπρεπε κάποιος να την επεξεργαστεί, ή κάποιοι. Πάλι όμως από την αρχή. Αρα εκείνο που λείπει είναι οι πολίτες· και έτσι εξηγούνται η προχειρότητα, η επιπολαιότητα και ίσως η ανεπάρκεια των πολιτικών ιθυνόντων και ταγών: δεν εμπνέονται [!] από την κοινωνία.
Θα ήταν για γέλια εάν δεν περιείχε ψήγματα αλήθειας. Ποιος όμως αποδέχεται αυτά τα ψήγματα; Θα ήταν σαν να επιδοκίμαζε τις μπαγαποντιές και τη θηριωδία των εξουσιών. Παρ’ όλα αυτά, κάποια αυτοκριτική φαίνεται απαραίτητη και ίσως αποδεικνυόταν ευεργετική, ακόμη και ανατατική και λυσιτελής για τα μέλη μιας κοινωνίας...
Γιώργος Σταματόπουλος
μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Εξω οι Ελληνικάνοι» του Γιώργου Μανιάτη [νομίζω είχε δημοσιευθεί ως άρθρο σε εφημερίδα - «Ακρόπολη»;].
Ιδού: «Μάη (και Κυριακή) σκοτώσαμε τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Μάη (και στο Αιγαίο!) βυθίσαμε τον Νικηφόρο Μανδηλαρά. Μάη (πρωτομαγιά...) απαλλαγήκαμε από τον Αλέξανδρο Παναγούλη -αυτό το βάρος. Δεν έκαναν αυτοί για μας, περίσσευαν και περίττευαν... Το έθνος μαθές πορεύεται με το να συντρίβει τους καλούς του (σ’ όποια μερίδα του κι αν απαντήσουν)... ωσάν να αποστρέφεται την πρόωρο ανάπτυξη, αυτούς που ξεμυτίζουν, αυτούς που θάλλουν πρώτοι, τους τσακίζει.
»Μα δεν τους σκοτώσαμε εμείς..., διαμαρτύρομαι ο ίδιος μέσα μου, αλλά οι άλλοι... Αυτό όμως μοιάζει με τον κλέφτη που ισχυρίζεται ενώπιον του κριτού ότι αυτός δεν έκλεψε, αλλά μόνο αυτό το άθλιο χέρι, το δεξί! Ή το αριστερό, για άλλες περιπτώσεις. Κι από Μάη σε Μάη, έτσι».
Ετσι, λοιπόν, σαράντα δύο χρόνια αργότερα. Τώρα το έθνος (;) «σκοτώνει» αδιακρίτως: δεξιούς τε και αριστερούς, από μικρομεσαίους και κάτω -πολύ κάτω, κυρίως τους νέους και τους άνεργους (τους νέους άνεργους, τους άνεργους νέους). Κι ο Μάης να έχει χάσει την ευοσμία του και εμείς το αγωνιστικό ήθος. Μόνο οι σκληροπυρηνικοί των κομμάτων αλαλάζουν (ευτελίζοντάς το) αυτό το ήθος, το γελοιοποιούν καλύτερα, με υποτονικά και ανεδαφικά συνθήματα (και πότε ήσαν διαφορετικά τα συνθήματα;).
Και ας μην επαναπαυόμαστε και δικαιολογούμαστε ότι εμείς δεν φταίξαμε σ’ αυτό το «φονικό», ότι εμείς άλλα περιμέναμε και άλλα μας βρήκαν και τώρα τι να κάνουμε; Περιμένουμε να μας βγάλει από την άνιση μάχη, απ’ αυτό το μακελειό, η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση, μάλιστα πολλοί έχουμε πειστεί ότι μπορεί ακόμη και να γίνει (επιτευχθεί) κάτι τέτοιο.
Κι από μήνα σε μήνα, έτσι. Χωρίς έγνοια καμιά, χωρίς σκιρτήματα και οράματα, σκέψη και στοχασμό (και ας λέμε ότι μόνο στον στοχασμό ολοκληρώνεται ή δικαιώνεται ο κάθε πολίτης [και ο κάθε άνθρωπος] εδώ και αλλαχού -μας ενδιαφέρει εντούτοις αποκλειστικά το ενθάδε (η εμφάνιση της κοινωνίας στο προσκήνιο).
Για να γίνει βέβαια κάτι τέτοιο εξυπονοείται μια επαναστατική ιδέα αλλά και μια επαναστατική κοινωνία, αδιανόητα σήμερα [άκαιρα] και τα δύο. Εστω ότι υπήρχε -θα έπρεπε κάποιος να την επεξεργαστεί, ή κάποιοι. Πάλι όμως από την αρχή. Αρα εκείνο που λείπει είναι οι πολίτες· και έτσι εξηγούνται η προχειρότητα, η επιπολαιότητα και ίσως η ανεπάρκεια των πολιτικών ιθυνόντων και ταγών: δεν εμπνέονται [!] από την κοινωνία.
Θα ήταν για γέλια εάν δεν περιείχε ψήγματα αλήθειας. Ποιος όμως αποδέχεται αυτά τα ψήγματα; Θα ήταν σαν να επιδοκίμαζε τις μπαγαποντιές και τη θηριωδία των εξουσιών. Παρ’ όλα αυτά, κάποια αυτοκριτική φαίνεται απαραίτητη και ίσως αποδεικνυόταν ευεργετική, ακόμη και ανατατική και λυσιτελής για τα μέλη μιας κοινωνίας...
Γιώργος Σταματόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου