Θεσσαλονίκη 9-11 Μαΐου 1936. Στα τέλη Απριλίου του 1936 οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας με αιτήματα την αύξηση των...
ημερομισθίων, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών καθώς και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Το κυριότερο αίτημα ήταν η εφαρμογή της σύμβασης του 1924 που προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Μετά το 1931 και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ανεργία οι καπνέμποροι είχαν κατεβάσει τα μεροκάματα σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Το 1936 όταν το μεροκάματο έπρεπε να είναι 140-150 δραχμές πλήρωναν 35 με 40 και με ψευτοαυξήσεις έφθανε τις 75 με 80 δραχμές. Το Καπνεργατικό Συνέδριο τότε είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μεροκάματο 120-135 δραχμές, αλλά οι βιομήχανοι και οι έμποροι είπαν ότι δεν δίνουν πάνω από 80. Ακόμα, λόγω της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως γυναίκες δούλευαν δωρεάν για να τους επικολλούνται τα ένσημα του Ταμείου και να μην χάσουν την περίθαλψη.
Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα.
Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά που ακόμα δεν είχε επιβάλλει την δικτατορία, ακολουθούσε παρελκυστική τακτική υποσχόμενη στους απεργούς ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα τους και προετοιμαζόμενη ταυτόχρονα για την βίαιη καταστολή της απεργίας.
Στις 7 Μαΐου σημειώθηκαν στον Βόλο αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και απεργών. Σε πολλές πόλεις προκηρύχθηκαν πανεργατικές απεργίες αλληλεγγύης και ο αριθμός των απεργών σε όλη την Ελλάδα ξεπέρασε τις 50.000.
Στις 8 Μαΐου, η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, με προκήρυξή της καλούσε σε απεργίες αλληλεγγύης. Την ίδια μέρα 7.000 απεργοί στην Θεσσαλονίκη συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία του σωματείου τους και αφού ενέκριναν το ψήφισμα που ζητούσε άμεση επίλυση των αιτημάτων τους, ξεκίνησαν προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος.
Στην Εγνατία μεγάλες δυνάμεις Χωροφυλακής, πεζής και έφιππης, στρατού και αντλιών προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Οι απεργοί κατόρθωσαν να σπάσουν την ζώνη και τότε η Χωροφυλακή επιτέθηκε με λύσσα. Οι εργάτες προσπαθούν να αμυνθούν με τούβλα, πέτρες και ξύλα και η Χωροφυλακή αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό.
Την ίδια ώρα σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης σημειώνονται και άλλες συγκρούσεις απεργών και Χωροφυλακής. Μεγάλες ομάδες απεργών συγκεντρώνονται στην Γενική Διοίκηση όπου οι επικεφαλής διατάσσουν τον στρατό να επιτεθεί. Δεν κινείται κανένας. Η Χωροφυλακή μόνο επιτέθηκε ξανά με λύσσα.
Όλοι οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης είναι ανάστατοι. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ακατάπαυστα. Κόσμος κατεβαίνει στο κέντρο. Το βράδυ της 8ης Μαΐου, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί, οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι φορτοεκφορτωτές, οι λιμενεργάτες και οι σιδηροδρομικοί Βορείου Ελλάδος κηρύσσουν απεργίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η κυβέρνηση προτείνει αύξηση ημερομισθίων. Η αύξηση είναι πενιχρή και απορρίπτεται. Το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση αποφασίζει επιστράτευση τροχιοδρομικών και σιδηροδρομικών.
Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου, βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα καθώς απεργία έχουν κηρύξει και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Στις 10.30 το πρωί πέρασε από την οδό Εγνατίας αυτοκίνητο της Χωροφυλακής με συλληφθέντες αυτοκινητιστές. Όταν το αυτοκίνητο φθάνει κοντά στο σωματείο, όλοι οι οδηγοί και εισπράκτορες που ήταν εκεί όρμησαν και απελευθέρωσαν τους συναδέλφους τους. Η έφιππη Χωροφυλακή επιτέθηκε και οι απεργοί αμύνθηκαν με τούβλα και πέτρες. Αποκρούουν πέντε επιθέσεις των χωροφυλάκων και συμπτύσσονται. Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να τους διαλύσει και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.
Η δολοφονία του έδωσε το σύνθημα για την μεγάλη διαδήλωση. Ενώ οι υπερασπιστές των οδοφραγμάτων συμπτύσσονται κάτω από την πίεση, χιλιάδες διαδηλωτές ξεπηδούν από όλες τις γωνίες των κεντρικών δρόμων. Ξηλώνουν μια πόρτα και βάζουν πάνω της το νεκρό εργάτη. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ξανά στους συνοικισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στο κέντρο με το σύνθημα κάτω οι δολοφόνοι. Η Χωροφυλακή παίρνει τα όπλα από τους στρατιώτες και ρίχνει στο ψαχνό. Παντού βογγητά και άγριες φωνές. Οι στρατιώτες όρμησαν να αναχαιτίσουν τους λυσσασμένους χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε 4 ώρες. 9 νεκροί και 300 τραυματίες.
Στις 3 το απόγευμα ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού Ζέππος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. 2 ώρες αργότερα ο λαός ξαναέσπασε την «νομιμότητα» του Μεταξά και του Ζέππου και συγκρότησε νέες διαδηλώσεις. «Κάτω οι δολοφόνοι», «Κάτω ο Μεταξάς» φωνάζει και τραγουδώντας το «Πένθιμο εμβατήριο» βαδίζει προς το Διοικητήριο, ενώ ενώνονται μαζί του και οι στρατιωτικές περίπολοι.
Να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά που πνίγει την χώρα στο αίμα και οδηγεί στο γκρεμό του αφανισμού διακηρύσσει η ΚΕ του ΚΚΕ.
Στις 10 Μαΐου φθάνουν στην Θεσσαλονίκη αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού από την Λάρισα. Ο στρατηγός Ζέππος γίνεται τώρα αδιάλλακτος. Στις 10 Μαΐου όλη η Θεσσαλονίκη συμμετέχει στην κηδεία των θυμάτων. Στους δρόμους ο λαός συναδελφώνεται με τον στρατό. Οι φαντάροι των περιπόλων με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι χωροφύλακες είναι κλεισμένοι στα τμήματα που τα φρουρεί ο στρατός. Το πλήθος λιθοβολεί την Ασφάλεια και το Α’ Αστυνομικό Τμήμα. Στις 12 Μαΐου επέρχεται συμφωνία καπνεργατών καπνεμπόρων και γίνεται δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει καμιά δέσμευση για απόλυση συλληφθέντων και τιμωρία των ενόχων. Ο στρατηγός Ζέππος εξαπολύει τρομοκρατία στην Θεσσαλονίκη. Στις 13 Μαϊου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 500 χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα κατέβηκαν στους δρόμους.
Με τη λήξη της απεργίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο στρατοκρατίας. Οι συλλήψεις έδιναν και έπαιρναν. Πιάστηκαν όλοι οι δραστήριοι συνδικαλιστές, με πρώτους τους κομμουνιστές. Πιάστηκαν εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι για ασήμαντους λόγους και τους έκλεισαν στα κρατητήρια του στρατοπέδου Αεροπορίας, του 31ου Συντάγματος Πεζικού και μέσα στην Έκθεση. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατούμενοι, ακόμα και έγκυες γυναίκες, κακοποιήθηκαν άγρια για να ομολογήσουν δήθεν «ότι τα γεγονότα ήταν ...πραξικόπημα των κομμουνιστών για να καταλάβουν την εξουσία!».
Τα συνδικαλιστικά στελέχη - και στελέχη του ΚΚΕ - Ζαφείρης Βεκίδης, πρόεδρος του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, πρόεδρος Τροχιοδρομικών, Χαράλαμπος Μελανεφίδης, πρόεδρος Ενωτικής Επιτροπής Καπνεργατών, Σάββας Σαββόπουλος, πρόεδρος Σωματείου Κλινοποιών, Νίκος Μανέκας, πρόεδρος Αυτοκινητιστών, Αδάμ Μουζενίδης, Ανδρέας Αξαρλής, καθώς και άλλοι συνδικαλιστές, οδηγούνται εξόριστοι στον Αη Στράτη και αλλού.
Ετούτος ο λαός δεν γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του
Αναστασία Καρανικόλα (28 ετών), καπνεργάτρια, Δημήτρης Λαϊνάς (17 ετών), τσαγκάρης, Σαλβατόρ Μασαράνο (19 ετών) υπάλληλος, Ευθύμιος Αδαμαντίου (18 ετών), τσαγκάρης, Τάσος Τούσης (27 ετών) οδηγός, Ίντο Σεντόρ (22 ετών) επινικελωτής, Ευάγγελος Χολής (32 ετών) καπνεργάτης, Γιάννης Πανόπουλος (23 ετών) λαστιχάς, Δημήτρης Αγλαμίδης (25 ετών) σιδεράς.
Από τα πρώτα βήματα ως τον «Επιτάφιο»
Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του, την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιό της. Ενας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίστηκε, κλείστηκε στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης, και έγραψε τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο».
O Γιάννης Ρίτσος, στερνοπαίδι της Ελευθερίας Βουζουναρά και του Ελευθερίου Ρίτσου, γεννήθηκε την 1η Μαίου 1909 στην Μονεμβασιά. Είχαν προηγηθεί η Νίνα το 1898, ο Μίμης το 1899, και η Λούλα το 1908.
Η Μονεμβασιά, ήταν το πέτρινο καράβι που τον ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Εκεί χάραξε τους πρώτος στίχους του και τις πρώτες ζωγραφιές του, εκεί πρωτοτραγούδησε δημοτικά τραγούδια αγναντεύοντας την θάλασσα...
Ο Γιάννης Ρίτσος πήγε στο σχολείο, μόλις τεσσεράμιση ετών με συμμαθήτρια την αδελφή του, Λούλα. Όπως ομολογούσε ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα γράμματα. Ήταν δε και άτακτος και για αυτό αρκετές φορές τις πέρασε όρθιος στην γωνία, τιμωρημένος. Ότι δεν του έδωσε το σχολείο του, το έδωσε το ανοιχτό μυαλό της μητέρας του.
Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, άρχισε να αγοράζει αριστερά βιβλία, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Ρίτσο να οργίζεται.
Όμως ο Γιάννης, ο Γιάννος της, άκουγε σαν μαγεμένος την μάνα του να του μιλάει. Το 1918 ο Ρίτσος εγγράφεται στο Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς. Το 1921 πεθαίνει από φυματίωση ο αδελφός του Μίμης. Ο Ρίτσος εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Την ίδια χρονιά πεθαίνει από φυματίωση η μητέρα του σε σανατόριο στην Πορταριά Πηλίου, χωρίς ποτέ να μάθει τον θάνατο του Μίμη.
Το 1924 δημοσιεύονται ποιήματα του Ρίτσου στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Οραμα». Το 1925 έρχεται με την Λούλα στην Αθήνα. Η οικογένεια έχει καταστραφεί οικονομικά. Εργάζεται ως δακτυλογράφος και προσλαμβάνεται στην Εθνική Τράπεζα ως αντιγραφέας στην συμβολαιογραφική της υπηρεσία. Το 1926 ο Γιάννης Ρίτσος προσβάλλεται και αυτός από φυματίωση. Το 1927 νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μέσα στην χρονιά νοσηλεύεται στην «Σωτηρία» όπου θα μείνει ως το 1930. Γνωρίζεται με μαρξιστές διανοούμενους, καθώς και με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Τον Μάιο του ’30 παίρνει υποχρεωτικά εξιτήριο από την «Σωτηρία» και μεταφέρεται στο σανατόριο της Καψαλώνας έξω από τα Χανιά της Κρήτης. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1931. Μπαίνει στην Εργατική Λέσχη και αναλαμβάνει την διεύθυνση του καλλιτεχνικού της τμήματος. Η αδελφή του Λούλα έχει μεταναστεύσει στην Αμερική όπου έχει παντρευτεί. Το 1932 ο πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος εισάγεται στο Δαφνί. Το 1933 ο Ρίτσος στρέφεται για βιοποριστικούς λόγους στο εμπορικό θέατρο. Το 1934 εκδίδεται την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τρακτέρ». Το 1934 επίσης αρχίζει την συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη» και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1935 κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του με τον τίτλο «Πυραμίδες».
Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή. Αξιοποιώντας μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού, το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόϊ, όχι ως νοσταλγός μιας παράδοσης που σβήνει, αλλά ως πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί ποιητικούς τρόπους με πολύ βαθιές ρίζες στην συνείδηση του λαού, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα-σταθμό που έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά...
Ο «Επιτάφιος» είναι ένα ποίημα που περιέχει καταρχήν το απόσταγμα βαθιών αισθημάτων έτσι όπως εκφράστηκαν στην γλώσσα μας. Ο θρήνος της μάνας του δολοφονημένου εργάτη είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη θρηνούν τον νεκρό Έκτορα. Είναι ο θρήνος της Εκάβης στις «Τρωάδες», στην «Εκάβη» και στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Είναι ο θρήνος της μάνας που χάνει το παιδί της. Μέσα στο θρήνο της μάνας, ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα μιλήσουν για τα δεινά του πολέμου, θα μιλήσουν για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν, θα μιλήσουν για τον νεκρό νεαρό άντρα σαν να είναι ζωντανός, μέσα στο θρήνο της μάνας ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα περιφρονήσουν τον θάνατο που ταπεινώνει.
Ο «Επιτάφιος» είναι οι παιδικές μνήμες του ποιητή, όταν οι ύμνοι του Επιταφίου θρήνου, αυτά τα γλωσσικά αριστουργήματα έσμιγαν με το ανοιξιάτικο αεράκι, αλλά και όταν μικρό παιδί, άκουγε το μανιάτικο μοιρολόϊ.
«...Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».
(Από συνέντευξη του ποιητή σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983).
Ποίημα της εργατικής τάξης
Αλλά ο «Επιτάφιος» δεν είναι απλώς ένα αριστουργηματικό, θρηνητικό ποιητικό έργο. Είναι ένα ποίημα της εργατικής τάξης. Εκείνο που το διαφοροποιεί από τα παλαιά θρηνητικά ποιήματα είναι δύο στροφές από το XVII και το ΧΧ άσματα του ποιήματος, ιδιαίτερα η δεύτερη με την οποία ολοκληρώνεται το ποίημα.
«Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου». (XVII άσμα).
«Γιέ μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, παιδί μου”. (ΧΧ άσμα)
Οι παλιότεροι θρήνοι, αντανακλούσαν την κοινωνική κατάσταση της γυναίκας στην αγροτική κοινωνία. Η κλεισμένη στο σπίτι γυναίκα θρηνεί τον γιό, τον αδελφό, τον σύζυγο, ανήμπορη.
Αλλά όταν γράφει το ποίημα ο Ρίτσος, η γυναίκα δεν είναι ένα ανήμπορο, κοινωνικά, πλάσμα. Είναι εργάτρια, κερδίζει τη ζωή της όλη με την δουλειά της στην κοινωνική παραγωγή και με τους αγώνες της μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης. Εκεί θα κερδίσει και την ισότιμη θέση της δίπλα στα ταξικά της αδέλφια. Και όταν πέφτει ένας, παίρνει την θέση του με το όπλο στο χέρι στο οδόφραγμα.
Για αυτό ο «Επιτάφιος» είναι ποίημα της εργατικής τάξης.
Η μελοποίηση του ποιήματος
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.
Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών παρουσίασε τα τραγούδια του «Επιταφίου» σε δημόσια εκδήλωση στην οποία εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, μίλησαν και οι Μάνος Χατζιδάκις και Φοίβος Ανωγειανάκης.
Στην ομιλία του ο Μίκης θα χαρακτηρίσει την εκτέλεση του «Επιταφίου» με την Μούσχουρη ως έναν «Επιτάφιο» λυρικό, επιτάφιο αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιό.
Και θα προσθέσει: « Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος - είναι ο νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος «Επιτάφιος» είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά.
Η ηχογράφηση του «Επιταφίου» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, άλλαξε την πορεία της ελληνικής μουσικής. Αυτή η ηχογράφηση προκάλεσε μεγάλη συζήτηση με εκτενή αρθρογραφία, άλλοι υπέρ, άλλοι κατά, και άλλοι σε κατάσταση αναμονής.
Η «πέτρα του σκανδάλου» ήταν βέβαια η χρησιμοποίηση μπουζουκιού. Ο Μίκης σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 74-75 της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Οκτώβριο του 1960 δεν θα κρύψει ότι και ο ίδιος κατά καιρούς είχε πάρει κατά καιρούς διαμετρικά αντίθετες θέσεις απέναντι στο μπουζούκι. Θα θέσει το ερώτημα: «Οι επικριτές των μπουζουκιών δεν παραδέχονται καμιά απολύτως από τις 10-20 γνωστότερες λαϊκές μελωδίες; Και αν όχι για ποιο λόγο; Λέμε ότι δεν κάνει το ράσο τον παπά. Το ίδιο και το μπουζούκι δεν κάνει a priori τον ρεμπέτη. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης, η ποιότητα του ίδιου του έργου, του περιεχομένου είναι το μόνο αξιόλογο και σοβαρό κριτήριο».
«Έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ‘Επιτάφιος’ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους στο στιλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούργιο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι;»
Ο Μίκης κλείνει το άρθρο ως εξής: «Έρχομαι τώρα στους στίχους του Ρίτσου. Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για ένα ποιητή από το να τραγουδιέται από το λαό. Υπάρχει λέξη μήπως, μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό της συναισθηματικό νόημα; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα, προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου; Και όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το ‘Γιέ μου ποια μοίρα στο ‘γραφε’ και δεν αισθάνεσθε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς η εγώ, πάντως ένας από τους δυό μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δεν διαφωτίζω τους άλλους και ότι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω».
Με την εκπνοή του αιώνα θέλοντας ο Σταύρος Ξαρχάκος να τιμήσει τα 75 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ενορχήστρωσε ξανά τον «Επιτάφιο». Είναι η τέταρτη ενορχήστρωση του έργου. Η τρίτη ήταν με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και β' φωνή τον Μανώλη Χιώτη. Ο Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα και το ενέταξε στο σήμερα. Αποφάσισε ότι το έργο δεν θα είναι πλέον οκτώ τραγούδια, αλλά θα είναι ενιαίο, ένα ποίημα-ποταμός σύμφωνα με την έκφραση που τόσο αγαπά ο Θεοδωράκης.
Η ταύτιση του ποιητή με τον λαό και την Ιστορία
Ο «Επιτάφιος» όχι μόνο άντεξε στο χρόνο, καθώς εξορίστηκε και αυτός μαζί με τον ποιητή, υπέστη διώξεις και απαγορεύθηκε, αλλά εξακολουθεί να συγκινεί, να τραγουδιέται και κυρίως να αφυπνίζει συνειδήσεις.
Ο «Επιτάφιος» στα 20 τραγούδια του εμπεριέχει το απόσταγμα αιώνων πολιτισμού που άνθισε σε αυτήν εδώ τη γη.
«Είναι η ταύτιση του ποιητή με τον ίδιο το λαό, την Ιστορία, η συμμετοχή, το ίδιο αίσθημα. Επήγαζε όχι από μια ατομική ιδιορρυθμία, από μια ατομική έστω αναγκαιότητα, αλλά από μια καθολική αναγκαιότητα», θα πει για τον «Επιτάφιο» ο ποιητής.
Τεράστιο ρόλο, διαδραμάτισε βέβαια η μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Έχει όμως σημασία η άποψη του Γιάννη Ρίτσου για τη μελοποίηση. «Το ποίημα, μέσω της μουσικής πήγε και βρήκε τους ανθρώπους, στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους, την ώρα που έκαναν έρωτα, την ώρα που τρώγανε, που πίνανε, που χορεύανε, που διασκέδαζαν, που γλεντούσαν. Και οι στίχοι έμειναν. Μαζί με το κρασί τους, μαζί με το ψωμί τους έγιναν ένα. Έγιναν τροφή αισθημάτων, τροφή ψυχής, τροφή πνεύματος. Ταυτόχρονα.
Στην αρχή βέβαια είχα πολλές επιφυλάξεις. Έλεγα, μα αυτή η ιερή λειτουργία, αυτός ο θρήνος και ο ύμνος για την εργατική τάξη θα ακούγεται εκεί που βωμολοχούνε, που τρών, που τσιμπιούνται, που φιλιούνται; Είχα άδικο. Εκεί έπρεπε να πάει. Και εκεί τους βρήκε και εκεί τους δόθηκε, τους προσφέρθηκε και προσφέρθηκαν κι αυτοί στο ποίημα μαζί με την μουσική. Το ήπιαν το ποίημα, το έφαγαν».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ημερομισθίων, βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών καθώς και πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Το κυριότερο αίτημα ήταν η εφαρμογή της σύμβασης του 1924 που προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Μετά το 1931 και εκμεταλλευόμενοι την μεγάλη ανεργία οι καπνέμποροι είχαν κατεβάσει τα μεροκάματα σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Το 1936 όταν το μεροκάματο έπρεπε να είναι 140-150 δραχμές πλήρωναν 35 με 40 και με ψευτοαυξήσεις έφθανε τις 75 με 80 δραχμές. Το Καπνεργατικό Συνέδριο τότε είχε αποφασίσει να διεκδικήσει μεροκάματο 120-135 δραχμές, αλλά οι βιομήχανοι και οι έμποροι είπαν ότι δεν δίνουν πάνω από 80. Ακόμα, λόγω της ανεργίας πολλοί εργάτες και κυρίως γυναίκες δούλευαν δωρεάν για να τους επικολλούνται τα ένσημα του Ταμείου και να μην χάσουν την περίθαλψη.
Η απεργία επεκτάθηκε αμέσως σε όλα τα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στις Σέρρες, Λαγκαδά, Βόλο, Δράμα, Ξάνθη, Καρδίτσα και κατόπιν σε όλη την χώρα.
Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά που ακόμα δεν είχε επιβάλλει την δικτατορία, ακολουθούσε παρελκυστική τακτική υποσχόμενη στους απεργούς ότι θα ικανοποιήσει τα αιτήματα τους και προετοιμαζόμενη ταυτόχρονα για την βίαιη καταστολή της απεργίας.
Στις 7 Μαΐου σημειώθηκαν στον Βόλο αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και απεργών. Σε πολλές πόλεις προκηρύχθηκαν πανεργατικές απεργίες αλληλεγγύης και ο αριθμός των απεργών σε όλη την Ελλάδα ξεπέρασε τις 50.000.
Στις 8 Μαΐου, η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, με προκήρυξή της καλούσε σε απεργίες αλληλεγγύης. Την ίδια μέρα 7.000 απεργοί στην Θεσσαλονίκη συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία του σωματείου τους και αφού ενέκριναν το ψήφισμα που ζητούσε άμεση επίλυση των αιτημάτων τους, ξεκίνησαν προς την Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος.
Στην Εγνατία μεγάλες δυνάμεις Χωροφυλακής, πεζής και έφιππης, στρατού και αντλιών προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Οι απεργοί κατόρθωσαν να σπάσουν την ζώνη και τότε η Χωροφυλακή επιτέθηκε με λύσσα. Οι εργάτες προσπαθούν να αμυνθούν με τούβλα, πέτρες και ξύλα και η Χωροφυλακή αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό.
Την ίδια ώρα σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης σημειώνονται και άλλες συγκρούσεις απεργών και Χωροφυλακής. Μεγάλες ομάδες απεργών συγκεντρώνονται στην Γενική Διοίκηση όπου οι επικεφαλής διατάσσουν τον στρατό να επιτεθεί. Δεν κινείται κανένας. Η Χωροφυλακή μόνο επιτέθηκε ξανά με λύσσα.
Όλοι οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης είναι ανάστατοι. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ακατάπαυστα. Κόσμος κατεβαίνει στο κέντρο. Το βράδυ της 8ης Μαΐου, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί, οι εργάτες ηλεκτρισμού, οι φορτοεκφορτωτές, οι λιμενεργάτες και οι σιδηροδρομικοί Βορείου Ελλάδος κηρύσσουν απεργίες σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η κυβέρνηση προτείνει αύξηση ημερομισθίων. Η αύξηση είναι πενιχρή και απορρίπτεται. Το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση αποφασίζει επιστράτευση τροχιοδρομικών και σιδηροδρομικών.
Το ξημέρωμα της 9ης Μαΐου, βρίσκει την Θεσσαλονίκη νεκρή από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα καθώς απεργία έχουν κηρύξει και οι έμποροι με τους βιοτέχνες. Η πόλη στρατοκρατείται και οι επιθέσεις της Αστυνομίας έχουν ξεκινήσει από νωρίς. Στις 10.30 το πρωί πέρασε από την οδό Εγνατίας αυτοκίνητο της Χωροφυλακής με συλληφθέντες αυτοκινητιστές. Όταν το αυτοκίνητο φθάνει κοντά στο σωματείο, όλοι οι οδηγοί και εισπράκτορες που ήταν εκεί όρμησαν και απελευθέρωσαν τους συναδέλφους τους. Η έφιππη Χωροφυλακή επιτέθηκε και οι απεργοί αμύνθηκαν με τούβλα και πέτρες. Αποκρούουν πέντε επιθέσεις των χωροφυλάκων και συμπτύσσονται. Η Χωροφυλακή επιτίθεται ξανά να τους διαλύσει και αρχίζει αληθινή μάχη. Στήνονται οδοφράγματα. Αστυνομικοί με πολιτικά ανεβαίνουν στα γύρω κτίρια και πυροβολούν. Ο οδηγός Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός.
Η δολοφονία του έδωσε το σύνθημα για την μεγάλη διαδήλωση. Ενώ οι υπερασπιστές των οδοφραγμάτων συμπτύσσονται κάτω από την πίεση, χιλιάδες διαδηλωτές ξεπηδούν από όλες τις γωνίες των κεντρικών δρόμων. Ξηλώνουν μια πόρτα και βάζουν πάνω της το νεκρό εργάτη. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν ξανά στους συνοικισμούς. Χιλιάδες άνθρωποι κατεβαίνουν στο κέντρο με το σύνθημα κάτω οι δολοφόνοι. Η Χωροφυλακή παίρνει τα όπλα από τους στρατιώτες και ρίχνει στο ψαχνό. Παντού βογγητά και άγριες φωνές. Οι στρατιώτες όρμησαν να αναχαιτίσουν τους λυσσασμένους χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε 4 ώρες. 9 νεκροί και 300 τραυματίες.
Στις 3 το απόγευμα ο διοικητής του Γ Σώματος Στρατού Ζέππος κήρυξε στρατιωτικό νόμο. 2 ώρες αργότερα ο λαός ξαναέσπασε την «νομιμότητα» του Μεταξά και του Ζέππου και συγκρότησε νέες διαδηλώσεις. «Κάτω οι δολοφόνοι», «Κάτω ο Μεταξάς» φωνάζει και τραγουδώντας το «Πένθιμο εμβατήριο» βαδίζει προς το Διοικητήριο, ενώ ενώνονται μαζί του και οι στρατιωτικές περίπολοι.
Να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά που πνίγει την χώρα στο αίμα και οδηγεί στο γκρεμό του αφανισμού διακηρύσσει η ΚΕ του ΚΚΕ.
Στις 10 Μαΐου φθάνουν στην Θεσσαλονίκη αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού από την Λάρισα. Ο στρατηγός Ζέππος γίνεται τώρα αδιάλλακτος. Στις 10 Μαΐου όλη η Θεσσαλονίκη συμμετέχει στην κηδεία των θυμάτων. Στους δρόμους ο λαός συναδελφώνεται με τον στρατό. Οι φαντάροι των περιπόλων με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζονται με τους πολίτες. Οι χωροφύλακες είναι κλεισμένοι στα τμήματα που τα φρουρεί ο στρατός. Το πλήθος λιθοβολεί την Ασφάλεια και το Α’ Αστυνομικό Τμήμα. Στις 12 Μαΐου επέρχεται συμφωνία καπνεργατών καπνεμπόρων και γίνεται δεκτό το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει καμιά δέσμευση για απόλυση συλληφθέντων και τιμωρία των ενόχων. Ο στρατηγός Ζέππος εξαπολύει τρομοκρατία στην Θεσσαλονίκη. Στις 13 Μαϊου κηρύσσεται πανελλαδική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. 500 χιλιάδες εργαζόμενοι σε όλη την Ελλάδα κατέβηκαν στους δρόμους.
Με τη λήξη της απεργίας, η Θεσσαλονίκη γνώρισε νέα περίοδο στρατοκρατίας. Οι συλλήψεις έδιναν και έπαιρναν. Πιάστηκαν όλοι οι δραστήριοι συνδικαλιστές, με πρώτους τους κομμουνιστές. Πιάστηκαν εκατοντάδες άλλοι εργαζόμενοι για ασήμαντους λόγους και τους έκλεισαν στα κρατητήρια του στρατοπέδου Αεροπορίας, του 31ου Συντάγματος Πεζικού και μέσα στην Έκθεση. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατούμενοι, ακόμα και έγκυες γυναίκες, κακοποιήθηκαν άγρια για να ομολογήσουν δήθεν «ότι τα γεγονότα ήταν ...πραξικόπημα των κομμουνιστών για να καταλάβουν την εξουσία!».
Τα συνδικαλιστικά στελέχη - και στελέχη του ΚΚΕ - Ζαφείρης Βεκίδης, πρόεδρος του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου, Δημήτρης Κωνσταντινίδης, πρόεδρος Τροχιοδρομικών, Χαράλαμπος Μελανεφίδης, πρόεδρος Ενωτικής Επιτροπής Καπνεργατών, Σάββας Σαββόπουλος, πρόεδρος Σωματείου Κλινοποιών, Νίκος Μανέκας, πρόεδρος Αυτοκινητιστών, Αδάμ Μουζενίδης, Ανδρέας Αξαρλής, καθώς και άλλοι συνδικαλιστές, οδηγούνται εξόριστοι στον Αη Στράτη και αλλού.
Ετούτος ο λαός δεν γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του
Αναστασία Καρανικόλα (28 ετών), καπνεργάτρια, Δημήτρης Λαϊνάς (17 ετών), τσαγκάρης, Σαλβατόρ Μασαράνο (19 ετών) υπάλληλος, Ευθύμιος Αδαμαντίου (18 ετών), τσαγκάρης, Τάσος Τούσης (27 ετών) οδηγός, Ίντο Σεντόρ (22 ετών) επινικελωτής, Ευάγγελος Χολής (32 ετών) καπνεργάτης, Γιάννης Πανόπουλος (23 ετών) λαστιχάς, Δημήτρης Αγλαμίδης (25 ετών) σιδεράς.
Από τα πρώτα βήματα ως τον «Επιτάφιο»
Στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα του, την φωτογραφία της μάνας του Τάσου Τούση που θρηνούσε το νεκρό γιό της. Ενας νέος ποιητής, ο Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίστηκε, κλείστηκε στην σοφίτα του της οδού Μεθώνης, και έγραψε τον συγκλονιστικό «Επιτάφιο».
O Γιάννης Ρίτσος, στερνοπαίδι της Ελευθερίας Βουζουναρά και του Ελευθερίου Ρίτσου, γεννήθηκε την 1η Μαίου 1909 στην Μονεμβασιά. Είχαν προηγηθεί η Νίνα το 1898, ο Μίμης το 1899, και η Λούλα το 1908.
Η Μονεμβασιά, ήταν το πέτρινο καράβι που τον ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Εκεί χάραξε τους πρώτος στίχους του και τις πρώτες ζωγραφιές του, εκεί πρωτοτραγούδησε δημοτικά τραγούδια αγναντεύοντας την θάλασσα...
Ο Γιάννης Ρίτσος πήγε στο σχολείο, μόλις τεσσεράμιση ετών με συμμαθήτρια την αδελφή του, Λούλα. Όπως ομολογούσε ο ίδιος δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τα γράμματα. Ήταν δε και άτακτος και για αυτό αρκετές φορές τις πέρασε όρθιος στην γωνία, τιμωρημένος. Ότι δεν του έδωσε το σχολείο του, το έδωσε το ανοιχτό μυαλό της μητέρας του.
Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, άρχισε να αγοράζει αριστερά βιβλία, κάτι που έκανε τον Ελευθέριο Ρίτσο να οργίζεται.
Όμως ο Γιάννης, ο Γιάννος της, άκουγε σαν μαγεμένος την μάνα του να του μιλάει. Το 1918 ο Ρίτσος εγγράφεται στο Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς. Το 1921 πεθαίνει από φυματίωση ο αδελφός του Μίμης. Ο Ρίτσος εγγράφεται στο Γυμνάσιο Γυθείου. Την ίδια χρονιά πεθαίνει από φυματίωση η μητέρα του σε σανατόριο στην Πορταριά Πηλίου, χωρίς ποτέ να μάθει τον θάνατο του Μίμη.
Το 1924 δημοσιεύονται ποιήματα του Ρίτσου στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Οραμα». Το 1925 έρχεται με την Λούλα στην Αθήνα. Η οικογένεια έχει καταστραφεί οικονομικά. Εργάζεται ως δακτυλογράφος και προσλαμβάνεται στην Εθνική Τράπεζα ως αντιγραφέας στην συμβολαιογραφική της υπηρεσία. Το 1926 ο Γιάννης Ρίτσος προσβάλλεται και αυτός από φυματίωση. Το 1927 νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου και λίγο αργότερα μέσα στην χρονιά νοσηλεύεται στην «Σωτηρία» όπου θα μείνει ως το 1930. Γνωρίζεται με μαρξιστές διανοούμενους, καθώς και με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Τον Μάιο του ’30 παίρνει υποχρεωτικά εξιτήριο από την «Σωτηρία» και μεταφέρεται στο σανατόριο της Καψαλώνας έξω από τα Χανιά της Κρήτης. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1931. Μπαίνει στην Εργατική Λέσχη και αναλαμβάνει την διεύθυνση του καλλιτεχνικού της τμήματος. Η αδελφή του Λούλα έχει μεταναστεύσει στην Αμερική όπου έχει παντρευτεί. Το 1932 ο πατέρας του Ελευθέριος Ρίτσος εισάγεται στο Δαφνί. Το 1933 ο Ρίτσος στρέφεται για βιοποριστικούς λόγους στο εμπορικό θέατρο. Το 1934 εκδίδεται την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τρακτέρ». Το 1934 επίσης αρχίζει την συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη» και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1935 κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του με τον τίτλο «Πυραμίδες».
Στις 11 Μαΐου 1936, ο Ρίτσος παραδίδει τρία άσματα από το ποίημα που θα ονομαστεί «Επιτάφιος». Τα δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» της 12ης Μαΐου με τον τίτλο «Μοιρολόϊ». Ο Ρίτσος παράλληλα συμπληρώνει τον «Επιτάφιο» με άλλα 11 άσματα. Το βιβλίο τυπώθηκε και διαδόθηκε με φοβερή ταχύτητα. Πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Όταν έγινε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχαν απομείνει μόνο 250 αντίτυπα. Κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Ο «Επιτάφιος» αποτελεί ποίημα-σταθμό τόσο για την ποίηση στην Ελλάδα, και βέβαια για το ίδιο το έργο του ποιητή. Αξιοποιώντας μέσα στο αισθητικό και θεματικό κλίμα του Μοντερνισμού, το δημοτικό τραγούδι και το λαϊκό μοιρολόϊ, όχι ως νοσταλγός μιας παράδοσης που σβήνει, αλλά ως πρωτοπόρος που χρησιμοποιεί ποιητικούς τρόπους με πολύ βαθιές ρίζες στην συνείδηση του λαού, ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε ένα ποίημα-σταθμό που έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά...
Ο «Επιτάφιος» είναι ένα ποίημα που περιέχει καταρχήν το απόσταγμα βαθιών αισθημάτων έτσι όπως εκφράστηκαν στην γλώσσα μας. Ο θρήνος της μάνας του δολοφονημένου εργάτη είναι ο θρήνος της Χ Ραψωδίας της Ιλιάδας του Ομήρου, όταν ο Πρίαμος, η Εκάβη και η Ανδρομάχη θρηνούν τον νεκρό Έκτορα. Είναι ο θρήνος της Εκάβης στις «Τρωάδες», στην «Εκάβη» και στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη. Είναι ο θρήνος της μάνας που χάνει το παιδί της. Μέσα στο θρήνο της μάνας, ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα μιλήσουν για τα δεινά του πολέμου, θα μιλήσουν για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν, θα μιλήσουν για τον νεκρό νεαρό άντρα σαν να είναι ζωντανός, μέσα στο θρήνο της μάνας ο τυφλός ραψωδός και ο μέγας τραγωδός, θα περιφρονήσουν τον θάνατο που ταπεινώνει.
Ο «Επιτάφιος» είναι οι παιδικές μνήμες του ποιητή, όταν οι ύμνοι του Επιταφίου θρήνου, αυτά τα γλωσσικά αριστουργήματα έσμιγαν με το ανοιξιάτικο αεράκι, αλλά και όταν μικρό παιδί, άκουγε το μανιάτικο μοιρολόϊ.
«...Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».
(Από συνέντευξη του ποιητή σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι το 1983).
Ποίημα της εργατικής τάξης
Αλλά ο «Επιτάφιος» δεν είναι απλώς ένα αριστουργηματικό, θρηνητικό ποιητικό έργο. Είναι ένα ποίημα της εργατικής τάξης. Εκείνο που το διαφοροποιεί από τα παλαιά θρηνητικά ποιήματα είναι δύο στροφές από το XVII και το ΧΧ άσματα του ποιήματος, ιδιαίτερα η δεύτερη με την οποία ολοκληρώνεται το ποίημα.
«Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου». (XVII άσμα).
«Γιέ μου, στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, παιδί μου”. (ΧΧ άσμα)
Οι παλιότεροι θρήνοι, αντανακλούσαν την κοινωνική κατάσταση της γυναίκας στην αγροτική κοινωνία. Η κλεισμένη στο σπίτι γυναίκα θρηνεί τον γιό, τον αδελφό, τον σύζυγο, ανήμπορη.
Αλλά όταν γράφει το ποίημα ο Ρίτσος, η γυναίκα δεν είναι ένα ανήμπορο, κοινωνικά, πλάσμα. Είναι εργάτρια, κερδίζει τη ζωή της όλη με την δουλειά της στην κοινωνική παραγωγή και με τους αγώνες της μέσα στις γραμμές της εργατικής τάξης. Εκεί θα κερδίσει και την ισότιμη θέση της δίπλα στα ταξικά της αδέλφια. Και όταν πέφτει ένας, παίρνει την θέση του με το όπλο στο χέρι στο οδόφραγμα.
Για αυτό ο «Επιτάφιος» είναι ποίημα της εργατικής τάξης.
Η μελοποίηση του ποιήματος
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα. Επί 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Θα απαγορευθεί και πάλι στη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Γιάννης Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι που βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, 7 στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα. Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.
Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο Σύλλογος Κρητών Σπουδαστών παρουσίασε τα τραγούδια του «Επιταφίου» σε δημόσια εκδήλωση στην οποία εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, μίλησαν και οι Μάνος Χατζιδάκις και Φοίβος Ανωγειανάκης.
Στην ομιλία του ο Μίκης θα χαρακτηρίσει την εκτέλεση του «Επιταφίου» με την Μούσχουρη ως έναν «Επιτάφιο» λυρικό, επιτάφιο αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο, παρά μάνας σε γιό.
Και θα προσθέσει: « Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος - είναι ο νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Κι αν ο πρώτος «Επιτάφιος» είναι λυρικός και επιθαλάμιος, ο δεύτερος είναι για τις αγορές και τα σοκάκια, εκεί που το παλικάρι λαχάνιασε και αγάπησε, πριν φάει μια σφαίρα στην καρδιά.
Η ηχογράφηση του «Επιταφίου» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, άλλαξε την πορεία της ελληνικής μουσικής. Αυτή η ηχογράφηση προκάλεσε μεγάλη συζήτηση με εκτενή αρθρογραφία, άλλοι υπέρ, άλλοι κατά, και άλλοι σε κατάσταση αναμονής.
Η «πέτρα του σκανδάλου» ήταν βέβαια η χρησιμοποίηση μπουζουκιού. Ο Μίκης σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 74-75 της «Επιθεώρησης Τέχνης» τον Οκτώβριο του 1960 δεν θα κρύψει ότι και ο ίδιος κατά καιρούς είχε πάρει κατά καιρούς διαμετρικά αντίθετες θέσεις απέναντι στο μπουζούκι. Θα θέσει το ερώτημα: «Οι επικριτές των μπουζουκιών δεν παραδέχονται καμιά απολύτως από τις 10-20 γνωστότερες λαϊκές μελωδίες; Και αν όχι για ποιο λόγο; Λέμε ότι δεν κάνει το ράσο τον παπά. Το ίδιο και το μπουζούκι δεν κάνει a priori τον ρεμπέτη. Όπως σε όλα τα έργα τέχνης, η ποιότητα του ίδιου του έργου, του περιεχομένου είναι το μόνο αξιόλογο και σοβαρό κριτήριο».
«Έχοντας συνειδητοποιήσει από πού προέρχεται ο ‘Επιτάφιος’ οδηγήθηκα υπεύθυνα και σοβαρά στο λαϊκό περίβλημα και συνοδεία, δηλαδή στο μπουζούκι. Αυτό αν θέλετε υπήρξε και μια ανάγκη αλλά και ένα πείραμα. Η σκέψη μου είναι η εξής: Μπορούμε να πάρουμε ό,τι καλό υπάρχει στο μπουζούκι, ό,τι καλό υπάρχει στους ρυθμούς, στους μελωδικούς τρόπους στο στιλ της λαϊκής μουσικής και δίνοντάς του ένα καινούργιο περιεχόμενο (στην περίπτωσή μου η ποίηση του Ρίτσου) να δώσουμε μια νέα ώθηση στο λαϊκό τραγούδι;»
Ο Μίκης κλείνει το άρθρο ως εξής: «Έρχομαι τώρα στους στίχους του Ρίτσου. Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη δόξα για ένα ποιητή από το να τραγουδιέται από το λαό. Υπάρχει λέξη μήπως, μέσα στον Μπιθικώτση που να μην λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό της συναισθηματικό νόημα; Έχετε καλό αισθητήριο, έχετε καλή θέληση; Πέστε μας τότε συγκεκριμένα, χειροπιαστά, πού σε ποια λέξη, σε ποιο νόημα, προδόθηκε η ποίηση του Ρίτσου; Και όταν ο Μπιθικώτσης αρχίζει με το ‘Γιέ μου ποια μοίρα στο ‘γραφε’ και δεν αισθάνεσθε ηλεκτρική εκκένωση από συγκίνηση, τότε απαραιτήτως δυο τινά θα πρέπει να συμβαίνουν: ή εσείς η εγώ, πάντως ένας από τους δυό μας, δεν καταλαβαίνει από μουσική. Εύχομαι να είμαι εγώ, που στο κάτω κάτω δεν έχω καμιά υπεύθυνη θέση, δεν διαφωτίζω τους άλλους και ότι κι αν κάνω, κακό του κεφαλιού μου μονάχα κάνω».
Με την εκπνοή του αιώνα θέλοντας ο Σταύρος Ξαρχάκος να τιμήσει τα 75 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ενορχήστρωσε ξανά τον «Επιτάφιο». Είναι η τέταρτη ενορχήστρωση του έργου. Η τρίτη ήταν με ερμηνεύτρια την Μαίρη Λίντα και β' φωνή τον Μανώλη Χιώτη. Ο Ξαρχάκος ξαναδιάβασε το ποίημα και το ενέταξε στο σήμερα. Αποφάσισε ότι το έργο δεν θα είναι πλέον οκτώ τραγούδια, αλλά θα είναι ενιαίο, ένα ποίημα-ποταμός σύμφωνα με την έκφραση που τόσο αγαπά ο Θεοδωράκης.
Η ταύτιση του ποιητή με τον λαό και την Ιστορία
Ο «Επιτάφιος» όχι μόνο άντεξε στο χρόνο, καθώς εξορίστηκε και αυτός μαζί με τον ποιητή, υπέστη διώξεις και απαγορεύθηκε, αλλά εξακολουθεί να συγκινεί, να τραγουδιέται και κυρίως να αφυπνίζει συνειδήσεις.
Ο «Επιτάφιος» στα 20 τραγούδια του εμπεριέχει το απόσταγμα αιώνων πολιτισμού που άνθισε σε αυτήν εδώ τη γη.
«Είναι η ταύτιση του ποιητή με τον ίδιο το λαό, την Ιστορία, η συμμετοχή, το ίδιο αίσθημα. Επήγαζε όχι από μια ατομική ιδιορρυθμία, από μια ατομική έστω αναγκαιότητα, αλλά από μια καθολική αναγκαιότητα», θα πει για τον «Επιτάφιο» ο ποιητής.
Τεράστιο ρόλο, διαδραμάτισε βέβαια η μελοποίηση του ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Έχει όμως σημασία η άποψη του Γιάννη Ρίτσου για τη μελοποίηση. «Το ποίημα, μέσω της μουσικής πήγε και βρήκε τους ανθρώπους, στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους, την ώρα που έκαναν έρωτα, την ώρα που τρώγανε, που πίνανε, που χορεύανε, που διασκέδαζαν, που γλεντούσαν. Και οι στίχοι έμειναν. Μαζί με το κρασί τους, μαζί με το ψωμί τους έγιναν ένα. Έγιναν τροφή αισθημάτων, τροφή ψυχής, τροφή πνεύματος. Ταυτόχρονα.
Στην αρχή βέβαια είχα πολλές επιφυλάξεις. Έλεγα, μα αυτή η ιερή λειτουργία, αυτός ο θρήνος και ο ύμνος για την εργατική τάξη θα ακούγεται εκεί που βωμολοχούνε, που τρών, που τσιμπιούνται, που φιλιούνται; Είχα άδικο. Εκεί έπρεπε να πάει. Και εκεί τους βρήκε και εκεί τους δόθηκε, τους προσφέρθηκε και προσφέρθηκαν κι αυτοί στο ποίημα μαζί με την μουσική. Το ήπιαν το ποίημα, το έφαγαν».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.