Πέρασαν 50 χρόνια από εκείνη τη νύχτα της 4ης Απριλίου του 1968. Η Χριστίνα Αμερικάνου, κόρη του αρχηγού της θρυλικής Κυπελλούχου Ευρώπης ΑΕΚ, αποδέχτηκε...
...την πρόσκληση της «Εφ.Συν.» και θυμάται...
4 Απριλίου… Κάθε φορά μέσα στο μυαλό. Η ημέρα που εκείνος άλλαζε φάτσα και κλεινόταν στις σκέψεις του. Το μυαλό του ήταν αλλού. Καθόταν στη γνωστή του θέση, όπως τον θυμάμαι κάθε φορά, εκεί στην κουζίνα του σπιτιού, έπινε τον ελληνικό καφέ του (τούρκικο τον έλεγε, μικρασιατικής καταγωγής γαρ) και χωνόταν στις θύμησες. Μικρότερη δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ.
Τι να είχε αυτή η ημέρα το τόσο σημαντικό;
Οταν είσαι παιδί όλα αυτά σου φαίνονται αστεία, ή ακόμα και γραφικά. Οι ιστορίες των μεγάλων σε αφήνουν παγερά αδιάφορο. Συνήθως βαριέσαι να τις ακούς ξανά και ξανά.
Και όμως η ιστορία του πατέρα μου δεν ήταν για μένα βαρετή γιατί δεν πολυειπωνόταν μέσα στο σπίτι. Κάτι έλεγαν οι μεγάλοι για τη μέρα που η ΑΕΚ πήρε το Κύπελλο, που η Ομόνοια γέμισε ανθρώπους, που ένα στάδιο κατακλύστηκε από κόσμο, που το αμάξι του μπαμπά το ανέβασαν στα χέρια και το πήγαν στο σπίτι!
Το αμάξι το σήκωσαν στα χέρια; Μα δεν γίνονται αυτά!
«Γειά σου ρε Γιώργαρε, τι γίνεται»; Γιώργος παντού! Οπου και να πηγαίναμε ο κόσμος τον έλεγε «Γιώργο»! Τον δικό μου μπαμπά τον ήξεραν όλοι. Σκεφτόμουν πως θα ήταν μάλλον πολύ αγαπητός επειδή έκανε πλάκες!
Ολοι οι άνθρωποι που κάνουν πλάκες είναι πολύ αγαπητοί.
Αυτός ο Γιώργος με τη στεντόρεια φωνή, το δυνατό γέλιο και την αχαλίνωτη παρόρμηση κάθε φορά που το ημερολόγιο έγραφε 4 Απριλίου γινόταν ένας κλειστός και απόμακρος, σοβαρός κύριος που συνήθως απαντούσε σε τηλέφωνα και μιλούσε για την ΑΕΚ του. Για την ΑΕΚ ήξερα, η ΑΕΚ ήταν η ομάδα του.
Κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή ήμουν μαζί του στο γήπεδο. Τα Σάββατα για να δούμε μπάσκετ, τις Κυριακές για ποδόσφαιρο. Ημουν μαζί του από νωρίς, στις παρέες του, στα κρασιά πριν από τα ματς στο κουτούκι του φίλου του Στέλιου στη Νέα Φιλαδέλφεια και μετά στις κερκίδες, σε λύπες και χαρές.
Εμένα μου άρεσε η ομάδα του Αρη στο μπάσκετ. Είχα γίνει φαν του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Ρωμανίδη, του Σούμποτιτς.
Ο «Πίξι» ήταν ο αγαπημένος μου και ο Γκάλης ήταν για μένα εξωπραγματικός.
- Τρομερός ο Γκάλης, μπαμπά
- Και ο Παναγιώτης, Χριστίνα, και όλα τα παιδιά.
- Λοιπόν, λέω να γίνω Αρης, μπαμπά.
- Να γίνεις ό,τι θες, αλλά άκου...
Και κάπως έτσι μου είπε ολοκληρωμένη την ιστορία του! Την ιστορία που ήξερα, αλλά δεν άκουγα γιατί μάλλον δεν με ενδιέφερε.
Εκείνη την ιστορία που ο ίδιος έφερνε στον νου καθημερινά, ξεκινώντας από τα πέτρινα χρόνια στις αλάνες της Νίκαιας και το κυνήγι του μεροκάματου στο επιπλάδικο που μάθαινε την τέχνη του σκαλιστή, ως εκείνη τη νύχτα της 4ης Απριλίου του 1968 (τότε μου έμεινε και η χρονιά!) που εκείνος και οι συμπαίκτες του σήκωναν μια ανοιξιάτικη νύχτα στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο το πρώτο Κύπελλο Ευρώπης για την Ελλάδα μπροστά σε 80.000 και πλέον Ελληνες φιλάθλους.
Εκείνη την ιστορία που κάθε 4η Απριλίου ξαναπερνούσε σαν φιλμ στο μυαλό του, όταν ξυπνούσε το πρωί και έφτιαχνε τον βαρύ γλυκό καφέ του.
Τη φτώχεια του, τους ξεριζωμένους γονείς του, την κυρα-Μαρία και τον κυρ Θανάση που πάλεψαν να μεγαλώσουν 4 παιδιά, εκείνον, τον Αλέκο, την Ελευθερία και τον μικρότερο τον Στέλιο, που ήταν και ο αγαπημένος του.
Αργότερα τις προπονήσεις στο ανοιχτό γηπεδάκι της ΧΑΝ, τα χιλιάδες σουτ, την ημέρα της μεταγραφής του που πήγε να υπογράψει στον Παναθηναϊκό, με λεφτά ζηλευτά για την εποχή, αλλά ο συμπαίκτης και μέντοράς του Νίκος Τερκεσίδης τον περίμενε με ένα σκουτεράκι έξω από το ραντεβού και πριν να βάλει την υπογραφή του τον πήρε και τον πήγε «πακέτο» στην ΑΕΚ της προσφυγιάς (στην ομάδα του κυρ Θανάση του πατέρα του), στις προπονήσεις στο Στάδιο που τα σκαλιά του τα ανεβοκατέβαινε αμέτρητες ώρες για να γυμναστεί (χωρίς τις οδηγίες κάποιου ειδικού), τα παπούτσια που ήταν ελβιέλες και τρύπαγαν κάθε φορά και έπρεπε να πάρει άλλα, την κουταλιά ζάχαρη που έτρωγε πριν από τους αγώνες για να πάρει δυνάμεις, τις τρέλες με τους συμπαίκτες του, τη γνωριμία τυχαία στον δρόμο της Θεσσαλονίκης με τη μητέρα μου Πέπη και έρωτα της ζωής του, την κλήση στην Εθνική, τη συμμετοχή στο φάιναλ φορ του Πρωταθλήτριών το 1966 με τον Γιώργο Μόσχο παρόντα, τον φίλο και συμπαίκτη του στην τελευταία του εμφάνιση, το χαμένο πρωτάθλημα Ελλάδας το 1967 από τον μεγάλο αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό, και τελικά την κατάκτηση της Ευρώπης μέσω του Κυπελλούχων στις 4 Απριλίου του 1968 ύστερα από μια πορεία γεμάτη ανατροπές σε μια εποχή που η Ελλάδα στέναζε και ο πλανήτης έβραζε...
Ολα μού τα είπε εκείνο το απόγευμα κι εγώ είχα μείνει να τον κοιτάω και να μη μιλώ. Τον άφησα να τα πει όλα. Τα περισσότερα όχι με χρονική αλληλουχία και σειρά. Ηταν η ιστορία του! Η αληθινή ιστορία 10 μικρών παιδιών της Ελλάδας του ξεριζωμού, που κυνήγησαν το όνειρό τους για να βγουν από τη δυστυχία των παιδικών τους χρόνων. Παιδιών που αντιμετώπιζαν κάθε αγώνα που έδιναν σαν να έπαιζαν για την ίδια τους τη ζωή.
Από το 1966 που η παρέα εκείνη της ΑΕΚ έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που συμμετείχε σε φάιναλ φορ, μπήκε ο σπόρος για την κατάκτηση της κορυφής και δύο χρόνια αργότερα θέριεψε!
Ετσι όταν όλοι αυτοί μεγάλωσαν, τώρα 50 χρόνια μετά, μπορούν να λένε την ιστορία τους και σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό και σε πολύ νεότερους ανθρώπους.
Μια ιστορία που αποτυπώθηκε και στη μεγάλη οθόνη, με την υπογραφή του μετρ των αναμνήσεων Τάσου Μπουλμέτη, κι έκανε ξανά εκείνη τη μικρή Χριστίνα, που σας περιέγραψα, να θυμηθεί, να μάθει, να ξαναδακρύσει και να αντιληφθεί τι κατάφερε εκείνη η παρέα το βράδυ της 4ης Απριλίου του 1968.
- Φεύγω,Χριστίνα...
- Πού πας, μπαμπά;
- Με περιμένουν τα παιδιά της Ορίτζιναλ στο Στάδιο, έχουμε τη γιορτή μας.
- Δεν βαρέθηκες πια, μπαμπά;
- Ούτε όταν πεθάνω θα βαριέμαι να είμαι τέτοια μέρα εκεί! Εκεί βρίσκονται όλα όσα πέτυχα. Θα έρθεις;
- Οχι, μπαμπά...
Αχ και να σου είχα πει μία φορά ναι, ρε μπαμπά! Μία φορά...
Πηγή: efsyn.gr
...την πρόσκληση της «Εφ.Συν.» και θυμάται...
4 Απριλίου… Κάθε φορά μέσα στο μυαλό. Η ημέρα που εκείνος άλλαζε φάτσα και κλεινόταν στις σκέψεις του. Το μυαλό του ήταν αλλού. Καθόταν στη γνωστή του θέση, όπως τον θυμάμαι κάθε φορά, εκεί στην κουζίνα του σπιτιού, έπινε τον ελληνικό καφέ του (τούρκικο τον έλεγε, μικρασιατικής καταγωγής γαρ) και χωνόταν στις θύμησες. Μικρότερη δεν ήξερα, δεν καταλάβαινα, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ.
Τι να είχε αυτή η ημέρα το τόσο σημαντικό;
Οταν είσαι παιδί όλα αυτά σου φαίνονται αστεία, ή ακόμα και γραφικά. Οι ιστορίες των μεγάλων σε αφήνουν παγερά αδιάφορο. Συνήθως βαριέσαι να τις ακούς ξανά και ξανά.
Και όμως η ιστορία του πατέρα μου δεν ήταν για μένα βαρετή γιατί δεν πολυειπωνόταν μέσα στο σπίτι. Κάτι έλεγαν οι μεγάλοι για τη μέρα που η ΑΕΚ πήρε το Κύπελλο, που η Ομόνοια γέμισε ανθρώπους, που ένα στάδιο κατακλύστηκε από κόσμο, που το αμάξι του μπαμπά το ανέβασαν στα χέρια και το πήγαν στο σπίτι!
Το αμάξι το σήκωσαν στα χέρια; Μα δεν γίνονται αυτά!
«Γειά σου ρε Γιώργαρε, τι γίνεται»; Γιώργος παντού! Οπου και να πηγαίναμε ο κόσμος τον έλεγε «Γιώργο»! Τον δικό μου μπαμπά τον ήξεραν όλοι. Σκεφτόμουν πως θα ήταν μάλλον πολύ αγαπητός επειδή έκανε πλάκες!
Ολοι οι άνθρωποι που κάνουν πλάκες είναι πολύ αγαπητοί.
Αυτός ο Γιώργος με τη στεντόρεια φωνή, το δυνατό γέλιο και την αχαλίνωτη παρόρμηση κάθε φορά που το ημερολόγιο έγραφε 4 Απριλίου γινόταν ένας κλειστός και απόμακρος, σοβαρός κύριος που συνήθως απαντούσε σε τηλέφωνα και μιλούσε για την ΑΕΚ του. Για την ΑΕΚ ήξερα, η ΑΕΚ ήταν η ομάδα του.
Κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή ήμουν μαζί του στο γήπεδο. Τα Σάββατα για να δούμε μπάσκετ, τις Κυριακές για ποδόσφαιρο. Ημουν μαζί του από νωρίς, στις παρέες του, στα κρασιά πριν από τα ματς στο κουτούκι του φίλου του Στέλιου στη Νέα Φιλαδέλφεια και μετά στις κερκίδες, σε λύπες και χαρές.
Εμένα μου άρεσε η ομάδα του Αρη στο μπάσκετ. Είχα γίνει φαν του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Ρωμανίδη, του Σούμποτιτς.
Ο «Πίξι» ήταν ο αγαπημένος μου και ο Γκάλης ήταν για μένα εξωπραγματικός.
- Τρομερός ο Γκάλης, μπαμπά
- Και ο Παναγιώτης, Χριστίνα, και όλα τα παιδιά.
- Λοιπόν, λέω να γίνω Αρης, μπαμπά.
- Να γίνεις ό,τι θες, αλλά άκου...
Και κάπως έτσι μου είπε ολοκληρωμένη την ιστορία του! Την ιστορία που ήξερα, αλλά δεν άκουγα γιατί μάλλον δεν με ενδιέφερε.
Εκείνη την ιστορία που ο ίδιος έφερνε στον νου καθημερινά, ξεκινώντας από τα πέτρινα χρόνια στις αλάνες της Νίκαιας και το κυνήγι του μεροκάματου στο επιπλάδικο που μάθαινε την τέχνη του σκαλιστή, ως εκείνη τη νύχτα της 4ης Απριλίου του 1968 (τότε μου έμεινε και η χρονιά!) που εκείνος και οι συμπαίκτες του σήκωναν μια ανοιξιάτικη νύχτα στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο το πρώτο Κύπελλο Ευρώπης για την Ελλάδα μπροστά σε 80.000 και πλέον Ελληνες φιλάθλους.
Εκείνη την ιστορία που κάθε 4η Απριλίου ξαναπερνούσε σαν φιλμ στο μυαλό του, όταν ξυπνούσε το πρωί και έφτιαχνε τον βαρύ γλυκό καφέ του.
Τη φτώχεια του, τους ξεριζωμένους γονείς του, την κυρα-Μαρία και τον κυρ Θανάση που πάλεψαν να μεγαλώσουν 4 παιδιά, εκείνον, τον Αλέκο, την Ελευθερία και τον μικρότερο τον Στέλιο, που ήταν και ο αγαπημένος του.
Αργότερα τις προπονήσεις στο ανοιχτό γηπεδάκι της ΧΑΝ, τα χιλιάδες σουτ, την ημέρα της μεταγραφής του που πήγε να υπογράψει στον Παναθηναϊκό, με λεφτά ζηλευτά για την εποχή, αλλά ο συμπαίκτης και μέντοράς του Νίκος Τερκεσίδης τον περίμενε με ένα σκουτεράκι έξω από το ραντεβού και πριν να βάλει την υπογραφή του τον πήρε και τον πήγε «πακέτο» στην ΑΕΚ της προσφυγιάς (στην ομάδα του κυρ Θανάση του πατέρα του), στις προπονήσεις στο Στάδιο που τα σκαλιά του τα ανεβοκατέβαινε αμέτρητες ώρες για να γυμναστεί (χωρίς τις οδηγίες κάποιου ειδικού), τα παπούτσια που ήταν ελβιέλες και τρύπαγαν κάθε φορά και έπρεπε να πάρει άλλα, την κουταλιά ζάχαρη που έτρωγε πριν από τους αγώνες για να πάρει δυνάμεις, τις τρέλες με τους συμπαίκτες του, τη γνωριμία τυχαία στον δρόμο της Θεσσαλονίκης με τη μητέρα μου Πέπη και έρωτα της ζωής του, την κλήση στην Εθνική, τη συμμετοχή στο φάιναλ φορ του Πρωταθλήτριών το 1966 με τον Γιώργο Μόσχο παρόντα, τον φίλο και συμπαίκτη του στην τελευταία του εμφάνιση, το χαμένο πρωτάθλημα Ελλάδας το 1967 από τον μεγάλο αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό, και τελικά την κατάκτηση της Ευρώπης μέσω του Κυπελλούχων στις 4 Απριλίου του 1968 ύστερα από μια πορεία γεμάτη ανατροπές σε μια εποχή που η Ελλάδα στέναζε και ο πλανήτης έβραζε...
Ολα μού τα είπε εκείνο το απόγευμα κι εγώ είχα μείνει να τον κοιτάω και να μη μιλώ. Τον άφησα να τα πει όλα. Τα περισσότερα όχι με χρονική αλληλουχία και σειρά. Ηταν η ιστορία του! Η αληθινή ιστορία 10 μικρών παιδιών της Ελλάδας του ξεριζωμού, που κυνήγησαν το όνειρό τους για να βγουν από τη δυστυχία των παιδικών τους χρόνων. Παιδιών που αντιμετώπιζαν κάθε αγώνα που έδιναν σαν να έπαιζαν για την ίδια τους τη ζωή.
Από το 1966 που η παρέα εκείνη της ΑΕΚ έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που συμμετείχε σε φάιναλ φορ, μπήκε ο σπόρος για την κατάκτηση της κορυφής και δύο χρόνια αργότερα θέριεψε!
Ετσι όταν όλοι αυτοί μεγάλωσαν, τώρα 50 χρόνια μετά, μπορούν να λένε την ιστορία τους και σε ακόμα μεγαλύτερο κοινό και σε πολύ νεότερους ανθρώπους.
Μια ιστορία που αποτυπώθηκε και στη μεγάλη οθόνη, με την υπογραφή του μετρ των αναμνήσεων Τάσου Μπουλμέτη, κι έκανε ξανά εκείνη τη μικρή Χριστίνα, που σας περιέγραψα, να θυμηθεί, να μάθει, να ξαναδακρύσει και να αντιληφθεί τι κατάφερε εκείνη η παρέα το βράδυ της 4ης Απριλίου του 1968.
- Φεύγω,Χριστίνα...
- Πού πας, μπαμπά;
- Με περιμένουν τα παιδιά της Ορίτζιναλ στο Στάδιο, έχουμε τη γιορτή μας.
- Δεν βαρέθηκες πια, μπαμπά;
- Ούτε όταν πεθάνω θα βαριέμαι να είμαι τέτοια μέρα εκεί! Εκεί βρίσκονται όλα όσα πέτυχα. Θα έρθεις;
- Οχι, μπαμπά...
Αχ και να σου είχα πει μία φορά ναι, ρε μπαμπά! Μία φορά...
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου