Οσοι δεν το τρώνε, το λένε αρνί, με μια αίσθηση σιχασιάς να διατρέχει τη λέξη, οι υπόλοιποι το λένε αρνάκι και χαμογελάει όλο το πρόσωπό τους. Και...
οι μεν και οι δε θα συναντηθούν σε λίγες ώρες πάνω από το θυσιασμένο ζώο. Ηρθεν η ώρα του! Και του αρνιού και το πασχαλιάτικου τραπεζιού. Ενας φίλος όλο αυτό τo αποκαλεί «ο καταναγκασμός της πασχαλινής αγάπης». Το μονόπρακτο που παίζεται στα περισσότερα σπίτια –όπου «ξαφνικά κάνουμε σαν τρελοί από χαρά που συναντιόμαστε, ακόμα και με ανθρώπους που την υπόλοιπη χρονιά δεν θυμόμαστε την ύπαρξή τους, και το γιορτάζουμε τρώγοντας τον αγλέουρα»– δεν το σηκώνει πλέον ο οργανισμός του. Γι’ αυτό εφέτος ακολούθησε ένα γκρουπ στη Βολιβία.
Oμως, τελικά, αυτού του είδους οι καταναγκασμοί είναι που κάνουν γιορτές σαν το Πάσχα να μένουν αξέχαστες. Αυτούς τους καταναγκασμούς ανακαλούμε για να αναφερθούμε σε εκείνα τα ωραία Πάσχα, τα πολύ καλύτερα από τα σημερινά, που κάναμε και δείχναμε, και γελούσαμε, και χορεύαμε, και τρώγαμε, και ξανατρώγαμε και έπειτα ξανατρώγαμε, για να ξαναφάμε ό,τι έχει απομείνει και την επόμενη μέρα… Πολύ φαΐ αδελφάκι μου!
Αν γιορτές όπως τα Χριστούγεννα έχουν εξευρωπαϊστεί-εξαμερικανιστεί, με γαλοπούλες αλειμμένες με μέλι και περιχυμένες με μπράντι σος και με τη σαμπάνια (έστω τη φτηνή) να συνοδεύει τη βασιλόπιτα (που μπορεί και να έχει γλάσο λευκής σοκολάτας ή αλατισμένης καραμέλας), το Πάσχα το γιορτάζουμε πάντα όπως το γιορτάζαμε. Παραμένει μια απόλυτα ελληνική γιορτή. Και οι από αφόρητοι ως χαριτωμένοι καταναγκασμοί του, αυτά τα κοινωνικά «πρέπει» που τη συνοδεύουν, επαναλαμβάνονται για να επιβεβαιώσουν καί τους οικογενειακούς και φιλικούς δεσμούς που έχουμε εμείς οι Ελληνες καί το πόσο καλοί (ή κακοί;) ηθοποιοί είμαστε.
Ολα ίδια λοιπόν εδώ και δεκαετίες: κυρίως ο κόπος του σπιτονοικοκύρη να σουβλίσει, για να σερβίρει τελικά το αρνί ωμό ή καμένο. Μεγάλη ταλαιπωρία! Ορισμένοι το λένε απόλαυση. Ετερη απόλαυση, το πλύσιμο των εντέρων για το κοκορέτσι (ή τη μαγειρίτσα). «Εγώ τα αγοράζω πλυμένα» λέει μια φίλη. «Και τα εμπιστεύεσαι;». «Όχι, τα ξαναπλένω». Σαπούνισε – σαπούνισε, το φαγητό αφήνει επίγευση «Καραβάκι Παπουτσάνης». Μασάς και αφρίζεις. Από δίπλα τα μαρούλια για τη σαλάτα. Πλύσιμο και αυτά, με ξύδι «για να φύγουν τα φυτοφάρμακα, γιατί έχω έναν ξάδελφο που δουλεύει σε θερμοκήπιο και μου λέει τι τους βάζουν!». Κάτι τέτοια ακούς και τα περνάς και τρίτο χέρι.
Κάθε καλό τραπέζι έχει, βεβαίως, τον μπελά του, και η φιλοξενία, έστω για μερικές ώρες, έχει την κούρασή της, εδώ όμως μιλάμε για μία σύναξη που περισσότερο χωρίζει παρά ενώνει τους συνδαιτυμόνες. Οι μισοί δεν τρώνε το αρνί και κοιτάνε με αηδία τα παμφάγα που έχουν πέσει πάνω του και βογκάνε από ηδονή. Γι΄ εκείνους οι οικοδεσπότες έχουν ετοιμάσει μπριζόλες και μπιφτέκια τα οποία ψήνουν κάτω ή δίπλα από τη σούβλα με αποτέλεσμα να έχουν και αυτά γεύση αρνιού. Ή αλήθεια είναι πως σε ένα σπίτι που σουβλίζουν, με έναν μαγικό τρόπο, ακόμα και τα εσώρουχά σου όταν επιστρέψεις στο δικό σου σπίτι, αρνίλα μυρίζουν.
Τι άλλο μυρίζει το πασχαλινό τραπέζι; Καβγά. Εκείνη κυνηγάει εκείνον να μη φάει άλλο γιατί θα ανέβει η χοληστερίνη του, εκείνος της λέει να τον αφήσει ήσυχο, εκείνη απαγορεύει στην οικοδέσποινα να του ξανασερβίρει κρέας, εκείνος επιμένει να φάει και άλλο κρέας, η οικοδέσποινα στέκεται ανάμεσά τους με την πιατέλα στο χέρι και δεν ξέρει τι να κάνει… Η ένταση των φωνών ανεβαίνει και αρχίζει να σκεπάζει ακόμα και τα κλαρίνα από το διπλανό οικόπεδο. Ναι, η δική σας παρέα δεν τα αντέχει τα κλαρίνα, τι να τον κάνεις όμως τον γείτονα που είναι από το Καρπενήσι, να τον σκοτώσεις; Βάζεις και εσύ δυνατά τον Ρέμο (Ρέμο έπαιζε εκείνη τη στιγμή το ραδιόφωνο) και τώρα θέλει να σε σκοτώσει ο γείτονας που παρεμβάλΛεις το «Ωπα» στην Φιλιώ Πυργάκη. Κανένας σεβασμός στις παραδόσεις!
Πρόσθεσε στο σκηνικό την ξαδέλφη σου που την κάλεσες με όλη την οικογένειά της, και με όλη σου την καρδιά, αλλά ξέχασες πως η κόρη της έχει γίνει vegan και τώρα το μόνο που έχεις για να φάει είναι η μαρουλοσαλάτα, και η γιορτή απογειώνεται. «Να σου κάνω μια μακαρονάδα κορίτσι μου; Αμέσως γίνεται». «Όχι καλέ, μια χαρά είμαι με το μαρούλι!». «Μόνο μαρούλι; Ηρθες πρώτη φορά σπίτι μου και θα φύγεις νηστική;». Εχεις και τον ηλίθιο της παρέας να τη γυροφέρνει, μεθυσμένος, με την πέτσα του αρνιού στο πιρούνι επιμένοντας «δεν ξέρεις τι χάνεις! Οποιος δεν τρώει αρνί δεν ξέρει να τρώει».
Και όποιος δεν χορεύει τσάμικο δεν ξέρει να διασκεδάζει. Ο διπλανός δυναμώνει τη μουσική, ο Γιώργος Μάγγας τα δίνει όλα. Οι δικοί σου φίλοι έπειτα από δύο – τρία λίτρα κρασί ο καθένας έχουν αρχίσει να τσακώνονται για τα πολιτικά. Σχεδόν το προτιμάς από τα κλαρίνα. Τους ακούς να βρίζουν οι μεν τον Τσίπρα, οι δε τον Μητσοτάκη μηρυκάζοντας το μαρούλι σου, και δοκιμάζοντας, τώρα που επιτέλους κάθισες, λίγο αρνάκι. Πάλι άψητο είναι! Δεν πειράζει. Του χρόνου θα το κάνετε καλύτερο. Αν δεν έχετε φύγει και εσείς για Βολιβία. Πρέπει να είναι ωραίο το Πάσχα στη Βολιβία!
Κοσμάς Βίδος
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου