Στον Γεράσιμο Αγούδημο, με αφορμή την είδηση του θανάτου του, αναφέρθηκα προχθές εις ανάμνησιν νοσταλγικών στιγμών, αφού τα...
διαβόητα βαπόρια του πρόσθεταν αλατοπίπερο υπό μορφήν ταλαιπωρίας στα ανέμελα καλοκαίρια μας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Αποτελούσαν τη χαρά των αδειούχων που έψαχναν πειστική δικαιολογία να παρατείνουν τις διακοπές τους. Εβγαζαν εισιτήριο επιστροφής με το «Ροδάνθη» ή το «Νταλιάνα», σίγουροι ότι δεν πρόκειται να σφυρίξουν στο λιμάνι στην ώρα τους, ίσως και στη μέρα τους.
Την παραμονή της αναχώρησης αποχαιρετούσαν την παρέα με έξαλλα πάρτι στα μπαράκια ή γύρω από φωτιές στην παραλία και την επαύριο στηνόταν νέο ξεφάντωμα, καθώς το καράβι βολόδερνε ακόμα μεσοπέλαγα – άγνωστο πού. Το «Ρομίλντα» είχε μεταβληθεί μια χρονιά στο συντομότερο ανέκδοτο νησιού των Δυτικών Κυκλάδων, σε αστείρευτη πηγή κεφιού.
Ιώβειο υπομονή όφειλες να επιδείξεις καρτερώντας το. Επρόκειτο να φθάσει, φέρ’ ειπείν, στις τρεις το μεσημέρι. Κατά τις πέντε ο δύσμοιρος ναυτιλιακός πράκτορας, που άκουγε εν τω μεταξύ τα εξ αμάξης, πληροφορούσε τους απηυδισμένους επιβάτες πως το δρομολόγιο αναβάλλεται για το πρωί. Μια απ’ τα ίδια και την επομένη. Ο ερχομός του παρέμενε γρίφος για δυνατούς λύτες. Ωσπου δυο-τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, όταν η πολυαναμενόμενη άφιξη είχε πια σβηστεί από τη συλλογική μνήμη, εκκωφαντικός συριγμός τάραζε τη γαλήνη του τόπου.
Το θρυλικό «Ρομίλντα» προσέγγιζε επιτέλους τον μόλο, συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες. Τι σόι πλοίο-φάντασμα θα ήταν άλλωστε; Απείρου κάλλους σκηνές υποδοχής εξελίσσονταν τότε στην προβλήτα. Εκκεντρικός καραβοκύρης ο καπετάν Μάκης, βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο της επικαιρότητας, πάντοτε με αρνητικά ελατήρια.
Επιστήθιος φίλος του Γιώργου Κατσιφάρα, όστις χρημάτισε μεταξύ άλλων υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, εξασφάλισε την εκμετάλλευση επιδοτούμενων άγονων γραμμών στις οποίες έριξε τα αργοκίνητα «σαπάκια» του. Εφοπλιστής άκρως κρατικοδίαιτος, μ’ άλλα λόγια, και διαπλεκόμενος με τους εκάστοτε ενοίκους του Μαξίμου.
Γονατιστή μετέφερε στην Τήνο, καθώς φημολογείται, μαζί με τον Ανδρέα το «Δημητρούλα» τη Δήμητρα Λιάνη προκειμένου τα εκπληρώσει τάμα της, σε πλου με μοναδικούς ταξιδιώτες τους ίδιους και τη συνοδεία τους. Το 2009 η G.A. Ferries βάρεσε «κανόνι» που ακούστηκε ώς το Λουγκάνο της Ελβετίας.
Στο εκεί ησυχαστήριό του κατέφυγε, μετά της συμβίας του, ο Μάκης Αγούδημος στριφογυρνώντας σ’ αναμμένα κάρβουνα τα απλήρωτα πληρώματα και τους υπαλλήλους της εταιρείας του. Μυθώδη ποσά χρωστούσε εξάλλου στο ΝΑΤ, την Εφορία, τους προμηθευτές και σ’ όσους μιλούσαν ελληνικά, αγγλικά και φιλιππινέζικα. Ουδέποτε καταδέχτηκε να παραστεί στις απανωτές δίκες που ακολούθησαν.
Η επιχειρηματική δράση του Στέλιου Σκλαβενίτη, που απεβίωσε με διαφορά ελαχίστων ωρών στα 53 του, κινήθηκε κατά πώς φαίνεται στον αντίποδα. Από τις αρχές της βδομάδας μόνο καλές κουβέντες ακούω και διαβάζω γι’ αυτόν. Γαλατσιώτης εξ απαλών ονύχων, έμαθα να ψωνίζω στο επί των οδών Βενιζέλου και Προφήτη Ηλία κατάστημα της οικογένειας. Το σουπερμάρκετ μοιάζει με την εφημερίδα: οσημέραι μετατρέπεται σε συνήθεια.
Κι ο «Σκλαβενίτης» είναι πάντα σωστά «ενημερωμένος» και με άψογη «σελιδοποίηση». Τα χρόνια της κρίσης επέδειξε κοινωνική ευαισθησία, διασώζοντας μικρές και μεγάλες αλυσίδες και τις θέσεις εργασίας τους. Παρέμεινε κλειστός όλες τις «ένοχες» Κυριακές και συνέβαλε στη στήριξη των προσφύγων και των ευάλωτων. Στο μαγαζί της Παπαφλέσσα, νέας μου γειτονιάς, τον κλαίνε σαν δικό τους άνθρωπο οι εργαζόμενοι στα τυριά, τα αλλαντικά, το χασάπικο, το μανάβικο, τα ταμεία. Αξίζει ενός λεπτού σιγή.
Για τον φασαριόζο Αγούδημο κάτι τέτοιο θα φάνταζε ειρωνεία. Κατά τα λοιπά, Καλή Ανάσταση και του χρόνου σπίτια μας· ανεκτίμητη ευχή σε εποχή έξαρσης των πλειστηριασμών. Τα ξαναλέμε μετά τα μέσα του μηνός.
efsyn.gr
διαβόητα βαπόρια του πρόσθεταν αλατοπίπερο υπό μορφήν ταλαιπωρίας στα ανέμελα καλοκαίρια μας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Αποτελούσαν τη χαρά των αδειούχων που έψαχναν πειστική δικαιολογία να παρατείνουν τις διακοπές τους. Εβγαζαν εισιτήριο επιστροφής με το «Ροδάνθη» ή το «Νταλιάνα», σίγουροι ότι δεν πρόκειται να σφυρίξουν στο λιμάνι στην ώρα τους, ίσως και στη μέρα τους.
Την παραμονή της αναχώρησης αποχαιρετούσαν την παρέα με έξαλλα πάρτι στα μπαράκια ή γύρω από φωτιές στην παραλία και την επαύριο στηνόταν νέο ξεφάντωμα, καθώς το καράβι βολόδερνε ακόμα μεσοπέλαγα – άγνωστο πού. Το «Ρομίλντα» είχε μεταβληθεί μια χρονιά στο συντομότερο ανέκδοτο νησιού των Δυτικών Κυκλάδων, σε αστείρευτη πηγή κεφιού.
Ιώβειο υπομονή όφειλες να επιδείξεις καρτερώντας το. Επρόκειτο να φθάσει, φέρ’ ειπείν, στις τρεις το μεσημέρι. Κατά τις πέντε ο δύσμοιρος ναυτιλιακός πράκτορας, που άκουγε εν τω μεταξύ τα εξ αμάξης, πληροφορούσε τους απηυδισμένους επιβάτες πως το δρομολόγιο αναβάλλεται για το πρωί. Μια απ’ τα ίδια και την επομένη. Ο ερχομός του παρέμενε γρίφος για δυνατούς λύτες. Ωσπου δυο-τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, όταν η πολυαναμενόμενη άφιξη είχε πια σβηστεί από τη συλλογική μνήμη, εκκωφαντικός συριγμός τάραζε τη γαλήνη του τόπου.
Το θρυλικό «Ρομίλντα» προσέγγιζε επιτέλους τον μόλο, συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες. Τι σόι πλοίο-φάντασμα θα ήταν άλλωστε; Απείρου κάλλους σκηνές υποδοχής εξελίσσονταν τότε στην προβλήτα. Εκκεντρικός καραβοκύρης ο καπετάν Μάκης, βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο της επικαιρότητας, πάντοτε με αρνητικά ελατήρια.
Επιστήθιος φίλος του Γιώργου Κατσιφάρα, όστις χρημάτισε μεταξύ άλλων υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, εξασφάλισε την εκμετάλλευση επιδοτούμενων άγονων γραμμών στις οποίες έριξε τα αργοκίνητα «σαπάκια» του. Εφοπλιστής άκρως κρατικοδίαιτος, μ’ άλλα λόγια, και διαπλεκόμενος με τους εκάστοτε ενοίκους του Μαξίμου.
Γονατιστή μετέφερε στην Τήνο, καθώς φημολογείται, μαζί με τον Ανδρέα το «Δημητρούλα» τη Δήμητρα Λιάνη προκειμένου τα εκπληρώσει τάμα της, σε πλου με μοναδικούς ταξιδιώτες τους ίδιους και τη συνοδεία τους. Το 2009 η G.A. Ferries βάρεσε «κανόνι» που ακούστηκε ώς το Λουγκάνο της Ελβετίας.
Στο εκεί ησυχαστήριό του κατέφυγε, μετά της συμβίας του, ο Μάκης Αγούδημος στριφογυρνώντας σ’ αναμμένα κάρβουνα τα απλήρωτα πληρώματα και τους υπαλλήλους της εταιρείας του. Μυθώδη ποσά χρωστούσε εξάλλου στο ΝΑΤ, την Εφορία, τους προμηθευτές και σ’ όσους μιλούσαν ελληνικά, αγγλικά και φιλιππινέζικα. Ουδέποτε καταδέχτηκε να παραστεί στις απανωτές δίκες που ακολούθησαν.
Η επιχειρηματική δράση του Στέλιου Σκλαβενίτη, που απεβίωσε με διαφορά ελαχίστων ωρών στα 53 του, κινήθηκε κατά πώς φαίνεται στον αντίποδα. Από τις αρχές της βδομάδας μόνο καλές κουβέντες ακούω και διαβάζω γι’ αυτόν. Γαλατσιώτης εξ απαλών ονύχων, έμαθα να ψωνίζω στο επί των οδών Βενιζέλου και Προφήτη Ηλία κατάστημα της οικογένειας. Το σουπερμάρκετ μοιάζει με την εφημερίδα: οσημέραι μετατρέπεται σε συνήθεια.
Κι ο «Σκλαβενίτης» είναι πάντα σωστά «ενημερωμένος» και με άψογη «σελιδοποίηση». Τα χρόνια της κρίσης επέδειξε κοινωνική ευαισθησία, διασώζοντας μικρές και μεγάλες αλυσίδες και τις θέσεις εργασίας τους. Παρέμεινε κλειστός όλες τις «ένοχες» Κυριακές και συνέβαλε στη στήριξη των προσφύγων και των ευάλωτων. Στο μαγαζί της Παπαφλέσσα, νέας μου γειτονιάς, τον κλαίνε σαν δικό τους άνθρωπο οι εργαζόμενοι στα τυριά, τα αλλαντικά, το χασάπικο, το μανάβικο, τα ταμεία. Αξίζει ενός λεπτού σιγή.
Για τον φασαριόζο Αγούδημο κάτι τέτοιο θα φάνταζε ειρωνεία. Κατά τα λοιπά, Καλή Ανάσταση και του χρόνου σπίτια μας· ανεκτίμητη ευχή σε εποχή έξαρσης των πλειστηριασμών. Τα ξαναλέμε μετά τα μέσα του μηνός.
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου