γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης, Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Οσο πλησιάζει η ημερομηνία εξόδου από το πρόγραμμα στήριξης, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, εντείνεται η...
συζήτηση γύρω από τα θέματα που αφορούν την επόμενη ημέρα. Η επεξεργασία του γαλλικού σχεδίου για να μπει το δημόσιο χρέος σε εξυπηρετήσιμη τροχιά έχει αρχίσει. Ενα αναπτυξιακό σχέδιο ελληνικής εμπνεύσεως και ιδιοκτησίας, σε συνεργασία με τους θεσμούς, ετοιμάζεται, ενώ η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστότητας, ικανού να καλύψει τα όποια χρηματοδοτικά κενά προκύψουν από μια ενδεχόμενη αναταραχή στις αγορές και από έναν συνακόλουθο προσωρινό αποκλεισμό μας έχει ήδη αποφασιστεί στο Eurogroup του Ιουνίου του 2017.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ προβλέπει τη συγκέντρωση περίπου 18 δισ. ευρώ - 9 από τα αδιάθετα του τρίτου προγράμματος στον ESM και άλλα 9 από τρεις διαδοχικές εξόδους της χώρας στις αγορές μέχρι τον Αύγουστο, με σκοπό την άντληση κεφαλαίων. Τα ποσά αυτά καλύπτουν το σύνολο των χρηματοδοτικών μας αναγκών μέχρι τα τέλη του 2019. Το πρόγραμμα ήδη υλοποιείται και μαζί με ένα μέρος από τη δόση που αναμένεται έχουν συγκεντρωθεί 6,4 δισ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν εκ μέρους παραγόντων, κυρίως του ευρωσυστήματος, επιφυλάξεις, σε ό,τι αφορά την επιλογή της λεγόμενης «καθαρής εξόδου», δηλαδή της απόρριψης μιας ενδεχόμενης πρότασης για προληπτική γραμμή στήριξης εκ μέρους των δανειστών, συνδεδεμένης με όρους που σημαίνουν ένα έστω και πιο ήπιο, νέο μνημόνιο.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ, όμως, γιατί η επιλογή του αποθεματικού ρευστότητας είναι η πιο συμφέρουσα λύση. Κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες οι οποίες βγήκαν από προγράμματα στήριξης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία) για τις τράπεζες απέρριψαν την προληπτική γραμμή στήριξης, ενώ αντίθετα επέλεξαν μια καθαρή έξοδο. Ποια είναι, όμως, τα επιχειρήματα που προβάλλονται ως αδύνατα σημεία της επιλογής του αποθέματος ρευστότητας;
Πρώτον, η Ελλάδα δε μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με συμφέροντα επιτόκια, αφού τα ομόλογά της και τώρα αλλά και για αρκετό χρόνο ακόμη θα βαθμολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης ως «junk», αρκετά μακριά από τις επενδυτικές βαθμίδες.
Απάντηση: Η Κύπρος δύο χρόνια μετά την έξοδό της από το μνημόνιο, ακόμη δεν έχει επανέλθει στις επενδυτικές βαθμίδες και δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια. Το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία που επανήλθε μόλις το φθινόπωρο του 2017, δηλαδή τρία χρόνια μετά την έξοδό της. Στην ουσία, όμως, χωρίς να υποτιμάται η σημασία της βαθμολόγησης των οίκων αξιολόγησης, οι αγορές χρησιμοποιούν άλλα κριτήρια για να κάνουν αποδεκτά τα ομόλογα χωρών με προβληματική αξιολόγηση και να αναλάβουν το ρίσκο.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ μιας χώρας και οι διαφαινόμενες θετικές προοπτικές της, η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, στην οποία αντικατοπτρίζεται το επίπεδο ανταγωνιστικότητάς της και κυρίως η δυναμική του, καθώς και το ύψος όπως και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους της αποτελούν τα βασικά μεγέθη που εξετάζουν οι αγορές. Σε αυτά στηρίζονται οι επενδυτικές τους αποφάσεις, οι οποίες αφορούν το μέλλον μιας χώρας και τις προοπτικές της.
Η χώρα μας πληροί όλα τα παραπάνω κριτήρια, αφού οι προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια είναι αρκετά αισιόδοξες (γύρω στο 2,5% τον χρόνο), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εδώ και τρία χρόνια είναι ισοσκελισμένο, με τις εξαγωγές συνεχώς να ενισχύονται, ενώ μια αναδιάρθρωση του χρέους με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων που έχουν συμφωνηθεί, θεωρείται με το πέρας του προγράμματος ως δεδομένη.
ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ επιχείρημα, που χρησιμοποιούν όσοι αντιτάσσονται στην επιλογή του αποθεματικού ρευστότητας, είναι ότι κοστίζει ακριβά, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίζει την αναγκαία για τα επόμενα χρόνια ρευστότητα και γι’ αυτόν τον λόγο η λύση είναι και επικίνδυνη.
Απάντηση: Με μια καθαρά λογιστική προσέγγιση της επιλογής, η προληπτική γραμμή στήριξης, αν μάλιστα δεν χρησιμοποιηθεί, κοστίζει λιγότερα. Ομως, αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος. Σημαντικότερα είναι, παρότι και το κόστος είναι πολύ περιορισμένο σε σχέση με το μέγεθος του συνολικού προβλήματος, τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την αυτόνομη επάνοδο στις αγορές, κυρίως για την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Η βελτίωση του κλίματος βοηθά, χωρίς αμφιβολία, στην εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, τόσο για την επέκταση της παραγωγικής δραστηριότητας όσο και για την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Αυτό απορρέει άλλωστε και από την έκθεση αξιολόγησης που παρουσιάστηκε στον ESM, σχετικά με τα αποτελέσματα της επιλογής των τεσσάρων χωρών που βγήκαν με καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα.
ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ τις τράπεζες και τον πιθανό αποκλεισμό των ελληνικών ομολόγων από τη χρήση τους ως ενέχυρο για την παροχή φθηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ και τη χρησιμοποίηση του ακριβότερου κατά 0,5% ELA για την κάλυψη πιθανών αναγκών ρευστότητας, η επιβάρυνση εκτιμάται ότι θα είναι κατά πολύ μικρότερη από τα οφέλη που θα αποκομίσουν από μια επιστροφή στις αγορές σε συνθήκες κανονικότητας.
Οι τράπεζες θα ωφεληθούν από την ευκολότερη έξοδό τους στις αγορές για άντληση κεφαλαίων, τη μεγαλύτερη εισροή καταθέσεων, καθώς και από την επέκταση των τραπεζικών εργασιών τους, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, εκείνο που θα τους παράσχει την ουσιαστική ώθηση για να επιστρέψουν στη δική τους κανονικότητα και να αναλάβουν τον ρόλο τους είναι η εξυγίανση του ενεργητικού τους με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, η οποία θα ελευθερώσει πόρους για να στηρίξουν τις δραστηριότητες των υγιών επιχειρήσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, τόσο το κράτος όσο οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες έχουν να ωφεληθούν από μια επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών. Το αποθεματικό ρευστότητας εγγυάται τη χρηματοδοτική εξομάλυνση των όποιων έκτακτων αναταράξεων στις αγορές και αποκαθιστά το κατάλληλο κλίμα για εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία μας, στις επιχειρήσεις, αλλά και στις τράπεζές μας. Τόσο η πραγματική οικονομία όσο και η κεφαλαιαγορά έχουν ανάγκη ένα πλαίσιο κανονικότητας για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν.
Η παραμονή μέσα σε ένα νέο πρόγραμμα, με αφορμή μια προληπτική γραμμή ρευστότητας, δεν συμβάλλει στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, συντηρεί την εξάρτηση. Αλλωστε και οι αγορές έδειξαν ότι έχουν τη διάθεση να προσφέρουν κεφάλαια με ικανοποιητικό επιτόκιο, όχι όσο η χώρα βρισκόταν σε πρόγραμμα (πάνω από 7%), αλλά μόλις φάνηκε ότι πληροί σταδιακά τις προϋποθέσεις για μια έξοδο από αυτό (3,5%). Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα δεν ωφελεί, αντίθετα αυξάνει την αβεβαιότητα και δυναμιτίζει τις προσπάθειες που κάνει η χώρα για επιστροφή στις αγορές και στην ομαλότητα...
real.gr
Οσο πλησιάζει η ημερομηνία εξόδου από το πρόγραμμα στήριξης, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, εντείνεται η...
συζήτηση γύρω από τα θέματα που αφορούν την επόμενη ημέρα. Η επεξεργασία του γαλλικού σχεδίου για να μπει το δημόσιο χρέος σε εξυπηρετήσιμη τροχιά έχει αρχίσει. Ενα αναπτυξιακό σχέδιο ελληνικής εμπνεύσεως και ιδιοκτησίας, σε συνεργασία με τους θεσμούς, ετοιμάζεται, ενώ η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστότητας, ικανού να καλύψει τα όποια χρηματοδοτικά κενά προκύψουν από μια ενδεχόμενη αναταραχή στις αγορές και από έναν συνακόλουθο προσωρινό αποκλεισμό μας έχει ήδη αποφασιστεί στο Eurogroup του Ιουνίου του 2017.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ προβλέπει τη συγκέντρωση περίπου 18 δισ. ευρώ - 9 από τα αδιάθετα του τρίτου προγράμματος στον ESM και άλλα 9 από τρεις διαδοχικές εξόδους της χώρας στις αγορές μέχρι τον Αύγουστο, με σκοπό την άντληση κεφαλαίων. Τα ποσά αυτά καλύπτουν το σύνολο των χρηματοδοτικών μας αναγκών μέχρι τα τέλη του 2019. Το πρόγραμμα ήδη υλοποιείται και μαζί με ένα μέρος από τη δόση που αναμένεται έχουν συγκεντρωθεί 6,4 δισ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν εκ μέρους παραγόντων, κυρίως του ευρωσυστήματος, επιφυλάξεις, σε ό,τι αφορά την επιλογή της λεγόμενης «καθαρής εξόδου», δηλαδή της απόρριψης μιας ενδεχόμενης πρότασης για προληπτική γραμμή στήριξης εκ μέρους των δανειστών, συνδεδεμένης με όρους που σημαίνουν ένα έστω και πιο ήπιο, νέο μνημόνιο.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ, όμως, γιατί η επιλογή του αποθεματικού ρευστότητας είναι η πιο συμφέρουσα λύση. Κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες οι οποίες βγήκαν από προγράμματα στήριξης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία) για τις τράπεζες απέρριψαν την προληπτική γραμμή στήριξης, ενώ αντίθετα επέλεξαν μια καθαρή έξοδο. Ποια είναι, όμως, τα επιχειρήματα που προβάλλονται ως αδύνατα σημεία της επιλογής του αποθέματος ρευστότητας;
Πρώτον, η Ελλάδα δε μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με συμφέροντα επιτόκια, αφού τα ομόλογά της και τώρα αλλά και για αρκετό χρόνο ακόμη θα βαθμολογούνται από τους οίκους αξιολόγησης ως «junk», αρκετά μακριά από τις επενδυτικές βαθμίδες.
Απάντηση: Η Κύπρος δύο χρόνια μετά την έξοδό της από το μνημόνιο, ακόμη δεν έχει επανέλθει στις επενδυτικές βαθμίδες και δανείζεται με πολύ χαμηλά επιτόκια. Το ίδιο ισχύει και για την Πορτογαλία που επανήλθε μόλις το φθινόπωρο του 2017, δηλαδή τρία χρόνια μετά την έξοδό της. Στην ουσία, όμως, χωρίς να υποτιμάται η σημασία της βαθμολόγησης των οίκων αξιολόγησης, οι αγορές χρησιμοποιούν άλλα κριτήρια για να κάνουν αποδεκτά τα ομόλογα χωρών με προβληματική αξιολόγηση και να αναλάβουν το ρίσκο.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ μιας χώρας και οι διαφαινόμενες θετικές προοπτικές της, η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, στην οποία αντικατοπτρίζεται το επίπεδο ανταγωνιστικότητάς της και κυρίως η δυναμική του, καθώς και το ύψος όπως και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους της αποτελούν τα βασικά μεγέθη που εξετάζουν οι αγορές. Σε αυτά στηρίζονται οι επενδυτικές τους αποφάσεις, οι οποίες αφορούν το μέλλον μιας χώρας και τις προοπτικές της.
Η χώρα μας πληροί όλα τα παραπάνω κριτήρια, αφού οι προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια είναι αρκετά αισιόδοξες (γύρω στο 2,5% τον χρόνο), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εδώ και τρία χρόνια είναι ισοσκελισμένο, με τις εξαγωγές συνεχώς να ενισχύονται, ενώ μια αναδιάρθρωση του χρέους με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων που έχουν συμφωνηθεί, θεωρείται με το πέρας του προγράμματος ως δεδομένη.
ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ επιχείρημα, που χρησιμοποιούν όσοι αντιτάσσονται στην επιλογή του αποθεματικού ρευστότητας, είναι ότι κοστίζει ακριβά, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίζει την αναγκαία για τα επόμενα χρόνια ρευστότητα και γι’ αυτόν τον λόγο η λύση είναι και επικίνδυνη.
Απάντηση: Με μια καθαρά λογιστική προσέγγιση της επιλογής, η προληπτική γραμμή στήριξης, αν μάλιστα δεν χρησιμοποιηθεί, κοστίζει λιγότερα. Ομως, αυτή είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος. Σημαντικότερα είναι, παρότι και το κόστος είναι πολύ περιορισμένο σε σχέση με το μέγεθος του συνολικού προβλήματος, τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την αυτόνομη επάνοδο στις αγορές, κυρίως για την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Η βελτίωση του κλίματος βοηθά, χωρίς αμφιβολία, στην εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, τόσο για την επέκταση της παραγωγικής δραστηριότητας όσο και για την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Αυτό απορρέει άλλωστε και από την έκθεση αξιολόγησης που παρουσιάστηκε στον ESM, σχετικά με τα αποτελέσματα της επιλογής των τεσσάρων χωρών που βγήκαν με καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα.
ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΦΟΡΑ τις τράπεζες και τον πιθανό αποκλεισμό των ελληνικών ομολόγων από τη χρήση τους ως ενέχυρο για την παροχή φθηνής ρευστότητας από την ΕΚΤ και τη χρησιμοποίηση του ακριβότερου κατά 0,5% ELA για την κάλυψη πιθανών αναγκών ρευστότητας, η επιβάρυνση εκτιμάται ότι θα είναι κατά πολύ μικρότερη από τα οφέλη που θα αποκομίσουν από μια επιστροφή στις αγορές σε συνθήκες κανονικότητας.
Οι τράπεζες θα ωφεληθούν από την ευκολότερη έξοδό τους στις αγορές για άντληση κεφαλαίων, τη μεγαλύτερη εισροή καταθέσεων, καθώς και από την επέκταση των τραπεζικών εργασιών τους, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, εκείνο που θα τους παράσχει την ουσιαστική ώθηση για να επιστρέψουν στη δική τους κανονικότητα και να αναλάβουν τον ρόλο τους είναι η εξυγίανση του ενεργητικού τους με τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, η οποία θα ελευθερώσει πόρους για να στηρίξουν τις δραστηριότητες των υγιών επιχειρήσεων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ, τόσο το κράτος όσο οι επιχειρήσεις και οι τράπεζες έχουν να ωφεληθούν από μια επιστροφή στην κανονικότητα των αγορών. Το αποθεματικό ρευστότητας εγγυάται τη χρηματοδοτική εξομάλυνση των όποιων έκτακτων αναταράξεων στις αγορές και αποκαθιστά το κατάλληλο κλίμα για εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία μας, στις επιχειρήσεις, αλλά και στις τράπεζές μας. Τόσο η πραγματική οικονομία όσο και η κεφαλαιαγορά έχουν ανάγκη ένα πλαίσιο κανονικότητας για να λειτουργήσουν και να αποδώσουν.
Η παραμονή μέσα σε ένα νέο πρόγραμμα, με αφορμή μια προληπτική γραμμή ρευστότητας, δεν συμβάλλει στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα. Αντίθετα, μάλιστα, συντηρεί την εξάρτηση. Αλλωστε και οι αγορές έδειξαν ότι έχουν τη διάθεση να προσφέρουν κεφάλαια με ικανοποιητικό επιτόκιο, όχι όσο η χώρα βρισκόταν σε πρόγραμμα (πάνω από 7%), αλλά μόλις φάνηκε ότι πληροί σταδιακά τις προϋποθέσεις για μια έξοδο από αυτό (3,5%). Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα δεν ωφελεί, αντίθετα αυξάνει την αβεβαιότητα και δυναμιτίζει τις προσπάθειες που κάνει η χώρα για επιστροφή στις αγορές και στην ομαλότητα...
real.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου