Όποιος επαγγελματίας ή επιχείρηση καταφέρει να βρει τη ρευστότητα που απαιτείται ώστε να τακτοποιήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, είτε αυτές αφορούν υποχρεώσεις προς το Δημόσιο είτε...
αφορούν χρέη προς τις τράπεζες, θα μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα να είναι παρών και την «επόμενη ημέρα».
Όποιος δεν κατορθώσει να ανταποκριθεί, απλώς θα υποχρεωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όσο «μικρός» ή «μεγάλος» και αν είναι, να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο.
Το 2017 η κυβέρνηση φρόντισε να φτιάξει το «γήπεδο» μέσα στο οποίο θα παιχτεί το παιχνίδι του μεγάλου ξεκαθαρίσματος. Το νομοθετικό πλαίσιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, οι υπουργικές αποφάσεις για την τακτοποίηση οφειλών έως 50.000 ευρώ – είτε αυτές αφορούν ασφαλιστικά ταμεία είτε εφορία –, οι αλλαγές στον νόμο Κατσέλη, ο κώδικας δεοντολογίας που καλούνται να εφαρμόσουν οι τράπεζες συνθέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθούν οι οφειλέτες.
Ο αριθμός τους είναι τερατώδης:
Περισσότεροι από 4 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χρέη στην εφορία.
Πάνω από 1,3 εκατομμύρια είναι οι οφειλέτες στα ασφαλιστικά ταμεία.
Αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι έχοντες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες.
Το ποιοι από τους υφιστάμενους οφειλέτες θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα φανεί μέσα στους επόμενους μήνες. Το βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις θα είναι ταχύτατες.
Εκτός από την πολιτική του «καρότου» με τις ρυθμίσεις των 12, 100 ή 120 δόσεων, τις διαγραφές προσαυξήσεων και τόκων ή ακόμη και κούρεμα του κεφαλαίου, θα υπάρχει και η πολιτική του μαστιγίου με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων, τις ακόμη περισσότερες κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.
Στόχος οι αυτοαπασχολούμενοι
Τα κίνητρα των δανειστών για να εφαρμοστεί στην Ελλάδα όσο πιο πιστά γίνεται η πολιτική διαχείρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχει ήδη χαραχθεί δεν είναι μόνο τα προφανή: δηλαδή να μειωθεί το απόθεμα των κόκκινων δανείων στις τράπεζες και να συντηρηθούν τα δημόσια έσοδα από την είσπραξη ληξιπρόθεσμων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Η πολιτική διαχείρισης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, αποσκοπεί και στο να συγκεντρωθεί η αγορά σε πιο «ισχυρά» χέρια. Είναι πάγια η επιθυμία των δανειστών να μειωθεί ο τεράστιος αριθμός των αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα.
Εκτιμάται ότι η ελληνική αγορά δεν μπορεί να σηκώσει ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζονται να δηλώνουν – στη συντριπτική πλειονότητά τους – πενιχρά εισοδήματα της τάξεως των 5.000 - 7.000 ευρώ. Οι λόγοι για τους οποίους δεν θέλουν τόσο μεγάλο αριθμό είναι πολύ συγκεκριμένοι:
1 Δεν υπάρχει δυνατότητα φορολογικού ελέγχου όλων αυτών των αυτοαπασχολούμενων. Ειδικά μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία οι εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις θα παραγράφονται υποχρεωτικά με την παρέλευση της πενταετίας, θεωρείται πρακτικά αδύνατον οι εφορίες να ελέγχουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο εκκρεμείς χρήσεις σε ετήσια βάση.
Ο μοναδικός τρόπος, με βάση τους δανειστές, για να ελεγχθούν αυτές οι υποθέσεις είναι να μειωθεί ο αριθμός τους. Να παραμείνουν δηλαδή στην αγορά λιγότεροι, οι οποίοι θα εμφανίζουν περισσότερα έσοδα υπό τον φόβο ότι θα εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές.
2 Πρέπει να αποκατασταθεί η ανισορροπία που εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο αριθμός των μισθωτών είναι αναλογικά πολύ μικρός ως προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας. Στην Ελλάδα, στους 10 εργαζόμενους, οι 7 είναι μισθωτοί και οι τρεις είναι αυτοαπασχολούμενοι. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει τέτοια αναλογία. Ειδικά στη Γερμανία, η αναλογία είναι 95 προς 5 υπέρ των μισθωτών.
Η προσπάθεια «μισθωτοποίησης» της εργασίας θα ενταθεί και στην Ελλάδα, καθαρά για εισπρακτικούς λόγους. Από τον μισθωτό είναι πολύ εύκολο να εισπραχθούν και οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές. Η παρακράτηση γίνεται αυτόματα, ενώ και ο εργοδότης δεν είναι εύκολο να «ξεφύγει»...
Πηγή: topontiki.gr
αφορούν χρέη προς τις τράπεζες, θα μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα να είναι παρών και την «επόμενη ημέρα».
Όποιος δεν κατορθώσει να ανταποκριθεί, απλώς θα υποχρεωθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όσο «μικρός» ή «μεγάλος» και αν είναι, να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο.
Το 2017 η κυβέρνηση φρόντισε να φτιάξει το «γήπεδο» μέσα στο οποίο θα παιχτεί το παιχνίδι του μεγάλου ξεκαθαρίσματος. Το νομοθετικό πλαίσιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, οι υπουργικές αποφάσεις για την τακτοποίηση οφειλών έως 50.000 ευρώ – είτε αυτές αφορούν ασφαλιστικά ταμεία είτε εφορία –, οι αλλαγές στον νόμο Κατσέλη, ο κώδικας δεοντολογίας που καλούνται να εφαρμόσουν οι τράπεζες συνθέτουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθούν οι οφειλέτες.
Ο αριθμός τους είναι τερατώδης:
Περισσότεροι από 4 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χρέη στην εφορία.
Πάνω από 1,3 εκατομμύρια είναι οι οφειλέτες στα ασφαλιστικά ταμεία.
Αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι έχοντες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες.
Το ποιοι από τους υφιστάμενους οφειλέτες θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα φανεί μέσα στους επόμενους μήνες. Το βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις θα είναι ταχύτατες.
Εκτός από την πολιτική του «καρότου» με τις ρυθμίσεις των 12, 100 ή 120 δόσεων, τις διαγραφές προσαυξήσεων και τόκων ή ακόμη και κούρεμα του κεφαλαίου, θα υπάρχει και η πολιτική του μαστιγίου με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων, τις ακόμη περισσότερες κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, τις δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων κ.λπ.
Στόχος οι αυτοαπασχολούμενοι
Τα κίνητρα των δανειστών για να εφαρμοστεί στην Ελλάδα όσο πιο πιστά γίνεται η πολιτική διαχείρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών που έχει ήδη χαραχθεί δεν είναι μόνο τα προφανή: δηλαδή να μειωθεί το απόθεμα των κόκκινων δανείων στις τράπεζες και να συντηρηθούν τα δημόσια έσοδα από την είσπραξη ληξιπρόθεσμων φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Η πολιτική διαχείρισης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, αποσκοπεί και στο να συγκεντρωθεί η αγορά σε πιο «ισχυρά» χέρια. Είναι πάγια η επιθυμία των δανειστών να μειωθεί ο τεράστιος αριθμός των αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα.
Εκτιμάται ότι η ελληνική αγορά δεν μπορεί να σηκώσει ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζονται να δηλώνουν – στη συντριπτική πλειονότητά τους – πενιχρά εισοδήματα της τάξεως των 5.000 - 7.000 ευρώ. Οι λόγοι για τους οποίους δεν θέλουν τόσο μεγάλο αριθμό είναι πολύ συγκεκριμένοι:
1 Δεν υπάρχει δυνατότητα φορολογικού ελέγχου όλων αυτών των αυτοαπασχολούμενων. Ειδικά μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία οι εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις θα παραγράφονται υποχρεωτικά με την παρέλευση της πενταετίας, θεωρείται πρακτικά αδύνατον οι εφορίες να ελέγχουν περισσότερες από ένα εκατομμύριο εκκρεμείς χρήσεις σε ετήσια βάση.
Ο μοναδικός τρόπος, με βάση τους δανειστές, για να ελεγχθούν αυτές οι υποθέσεις είναι να μειωθεί ο αριθμός τους. Να παραμείνουν δηλαδή στην αγορά λιγότεροι, οι οποίοι θα εμφανίζουν περισσότερα έσοδα υπό τον φόβο ότι θα εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές.
2 Πρέπει να αποκατασταθεί η ανισορροπία που εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο αριθμός των μισθωτών είναι αναλογικά πολύ μικρός ως προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας. Στην Ελλάδα, στους 10 εργαζόμενους, οι 7 είναι μισθωτοί και οι τρεις είναι αυτοαπασχολούμενοι. Σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει τέτοια αναλογία. Ειδικά στη Γερμανία, η αναλογία είναι 95 προς 5 υπέρ των μισθωτών.
Η προσπάθεια «μισθωτοποίησης» της εργασίας θα ενταθεί και στην Ελλάδα, καθαρά για εισπρακτικούς λόγους. Από τον μισθωτό είναι πολύ εύκολο να εισπραχθούν και οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές. Η παρακράτηση γίνεται αυτόματα, ενώ και ο εργοδότης δεν είναι εύκολο να «ξεφύγει»...
Πηγή: topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου