Στη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στη λεγόμενη και εποχή του «αριστερού ρεαλισμού», ο Αλέξης Τσίπρας έχει θέσει δύο απολύτως ευκρινείς στόχους: την...
υπέρβαση και το τέλος του μνημονίου διά της ταχείας εφαρμογής του και την παγίωση της πολιτικής ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.
Αυτή την εβδομάδα, και ακριβώς στο μέσον της δεύτερης θητείας του, ο πρωθυπουργός ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής και ως προς τον πολιτικό σχεδιασμό για την επίτευξη των εν λόγω στόχων – έναν σχεδιασμό που προϋποθέτει ότι οι εθνικές κάλπες δεν θα στηθούν πριν από το 2019 και ότι η κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της έναν «καθαρό διάδρομο» δέκα έως δώδεκα μηνών μετά το τέλος του μνημονίου προς κοινωνική αλλά και δημοσκοπική ανάταξη. Η είδηση, άλλωστε, στη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στον Real FM δεν ήταν πως επαναβεβαίωσε ότι θέλει εκλογές στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, αλλά ότι υπέδειξε εξαιρετικά καθαρά και τους λόγους που τον οδηγούν σε αυτή την επιλογή.
«Εχω δηλώσει επανειλημμένως», είπε, «ότι οι εκλογές δεν θα είναι το ’18, θα είναι το ’19, στο τέλος της συνταγματικά κατοχυρωμένης θητείας της κυβέρνησης… Κι αυτό γιατί όχι μόνο τότε θα είναι ευνοϊκότερες οι συγκρίσεις σε σχέση με το πού ήμασταν και πώς θα παραδώσουμε τη χώρα, αλλά κυρίως γιατί η χώρα χρειάζεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε σχέση με τους εταίρους, άρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα και αυτή η κυβέρνηση μπορεί να την παράσχει».
Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός είπε το πολιτικά προφανές -ότι το 2019 θα είναι πιο ευνοϊκή εκλογική χρονιά για την κυβέρνηση- και το εθνικά αυτονόητο: πως τόσο η έξοδος από το δανειακό πρόγραμμα όσο και η πρώτη μεταμνημονιακή περίοδος προϋποθέτουν πολιτική σταθερότητα για να παγιωθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και να μετακυλιστεί το θετικό αντίκρισμα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, δε, έδειξε και τον πολιτικό «οδικό χάρτη» του Μαξίμου, που «τρέχει» παράλληλα με εκείνον της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και στο βασικό του σενάριο έχει τρεις κομβικούς σταθμούς: τέλος του προγράμματος και «αυτοδύναμη έξοδος» -όπως τη χαρακτήρισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος- από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, δομικός και προεκλογικός ανασχηματισμός το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς και προσφυγή στις κάλπες στο διάστημα από το τέλος της άνοιξης έως και τον Σεπτέμβριο του 2019.
Πρόκειται για έναν «οδικό χάρτη» που υπόκειται μεν σε αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες, αλλά υπαγορεύεται από τρεις συγκεκριμένες αναγκαιότητες: την ανάγκη εμπέδωσης διεθνούς κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και μετά την έξοδο από το μνημόνιο, τη διαμόρφωση δημοσιονομικού χώρου ώστε η κυβέρνηση να μπορέσει να προχωρήσει σε στοχευμένες ελαφρύνσεις και παροχές και τη δημιουργία των χρονικών και οικονομικών περιθωρίων που θα επιτρέψουν την επαναδιαπραγμάτευση των ψηφισμένων μέτρων του 2019-2020 και δη εκείνων που αφορούν στη μείωση των συντάξεων.
«Η επόμενη χρονιά είναι η χρονιά κατά την οποία πρέπει να κερδίσουμε την μάχη της μεσαίας τάξης», λέει χαρακτηριστικά στη «Νέα Σελίδα» κυβερνητικό στέλεχος με γνώση των διεργασιών, προσθέτοντας με νόημα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκοπεύει να πάει σε εκλογές απλώς για να τις χάσει».
Το θετικό στοιχείο για την κυβέρνηση σε αυτή την παρατεταμένη αντεπίθεση είναι ότι ο σχεδιασμός της συμπίπτει με εκείνον των δανειστών. Με ανοιχτή την πολιτική κρίση στη Γερμανία, τις ιταλικές εκλογές την άνοιξη και τη μάχη του Brexit, το τελευταίο που επιθυμεί η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια νέα περίοδος πολιτικής αστάθειας και αναζωπύρωσης της κρίσης στην Ελλάδα.
«Το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή ελαχιστοποιηθεί. Και το θετικό στοιχείο είναι ότι έχουμε μια κυβέρνηση που βρίσκεται μόλις στο μέσον της θητείας της» είναι το ενδεικτικό σχόλιο υψηλόβαθμου κοινοτικού παράγοντα που βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα.
Το αρνητικό στοιχείο, από την άλλη πλευρά, είναι η κλιμάκωση της πολιτικής πίεσης που διαγράφεται τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών. Οι πλειστηριασμοί, οι αλλαγές στον απεργιακό νόμο που θα ψηφιστούν μέσα στις επόμενες μέρες, οι ιδιωτικοποιήσεις και η μεταβίβαση των ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο είναι πεδία στα οποία θα δοκιμαστούν οι κυβερνητικές αντοχές και θα κλιμακωθούν οι ακτιβιστικές κινητοποιήσεις από την πλευρά της ΛΑΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας αλλά και του ΚΚΕ. Στην άλλη όχθη, η Νέα Δημοκρατία επιμένει στην «εκλογική ετοιμότητα», κάνει «σημαία» το αφήγημα της υπερφορολόγησης και επενδύει σταθερά στο ρήγμα της κυβερνητικής συνοχής είτε λόγω Σκοπιανού είτε λόγω υπέρβασης των αντοχών συγκατοίκησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
«Η ΝΔ στην πραγματικότητα γνωρίζει πως ούτε η κυβέρνηση θα πέσει από το Σκοπιανό ούτε θα στήσει πρόωρες κάλπες για να… αυτοχειριαστεί. Γνωρίζει όμως και ότι μετά το καλοκαίρι του ’18 όλα μπορεί να ανατραπούν. Γι’ αυτό ποντάρει στο “ατύχημα” και θα κάνει ό,τι μπορεί για να το προκαλέσει», λέει το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος, προϊδεάζοντας για ένα δωδεκάμηνο «ηφαιστειακών πολιτικών συγκρούσεων»…
Νικόλ Λειβαδάρη
υπέρβαση και το τέλος του μνημονίου διά της ταχείας εφαρμογής του και την παγίωση της πολιτικής ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.
Αυτή την εβδομάδα, και ακριβώς στο μέσον της δεύτερης θητείας του, ο πρωθυπουργός ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής και ως προς τον πολιτικό σχεδιασμό για την επίτευξη των εν λόγω στόχων – έναν σχεδιασμό που προϋποθέτει ότι οι εθνικές κάλπες δεν θα στηθούν πριν από το 2019 και ότι η κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της έναν «καθαρό διάδρομο» δέκα έως δώδεκα μηνών μετά το τέλος του μνημονίου προς κοινωνική αλλά και δημοσκοπική ανάταξη. Η είδηση, άλλωστε, στη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στον Real FM δεν ήταν πως επαναβεβαίωσε ότι θέλει εκλογές στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, αλλά ότι υπέδειξε εξαιρετικά καθαρά και τους λόγους που τον οδηγούν σε αυτή την επιλογή.
«Εχω δηλώσει επανειλημμένως», είπε, «ότι οι εκλογές δεν θα είναι το ’18, θα είναι το ’19, στο τέλος της συνταγματικά κατοχυρωμένης θητείας της κυβέρνησης… Κι αυτό γιατί όχι μόνο τότε θα είναι ευνοϊκότερες οι συγκρίσεις σε σχέση με το πού ήμασταν και πώς θα παραδώσουμε τη χώρα, αλλά κυρίως γιατί η χώρα χρειάζεται να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε σχέση με τους εταίρους, άρα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα και αυτή η κυβέρνηση μπορεί να την παράσχει».
Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός είπε το πολιτικά προφανές -ότι το 2019 θα είναι πιο ευνοϊκή εκλογική χρονιά για την κυβέρνηση- και το εθνικά αυτονόητο: πως τόσο η έξοδος από το δανειακό πρόγραμμα όσο και η πρώτη μεταμνημονιακή περίοδος προϋποθέτουν πολιτική σταθερότητα για να παγιωθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και να μετακυλιστεί το θετικό αντίκρισμα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, δε, έδειξε και τον πολιτικό «οδικό χάρτη» του Μαξίμου, που «τρέχει» παράλληλα με εκείνον της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές και στο βασικό του σενάριο έχει τρεις κομβικούς σταθμούς: τέλος του προγράμματος και «αυτοδύναμη έξοδος» -όπως τη χαρακτήρισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος- από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018, δομικός και προεκλογικός ανασχηματισμός το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς και προσφυγή στις κάλπες στο διάστημα από το τέλος της άνοιξης έως και τον Σεπτέμβριο του 2019.
Πρόκειται για έναν «οδικό χάρτη» που υπόκειται μεν σε αστάθμητους εξωτερικούς παράγοντες, αλλά υπαγορεύεται από τρεις συγκεκριμένες αναγκαιότητες: την ανάγκη εμπέδωσης διεθνούς κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και μετά την έξοδο από το μνημόνιο, τη διαμόρφωση δημοσιονομικού χώρου ώστε η κυβέρνηση να μπορέσει να προχωρήσει σε στοχευμένες ελαφρύνσεις και παροχές και τη δημιουργία των χρονικών και οικονομικών περιθωρίων που θα επιτρέψουν την επαναδιαπραγμάτευση των ψηφισμένων μέτρων του 2019-2020 και δη εκείνων που αφορούν στη μείωση των συντάξεων.
«Η επόμενη χρονιά είναι η χρονιά κατά την οποία πρέπει να κερδίσουμε την μάχη της μεσαίας τάξης», λέει χαρακτηριστικά στη «Νέα Σελίδα» κυβερνητικό στέλεχος με γνώση των διεργασιών, προσθέτοντας με νόημα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σκοπεύει να πάει σε εκλογές απλώς για να τις χάσει».
Το θετικό στοιχείο για την κυβέρνηση σε αυτή την παρατεταμένη αντεπίθεση είναι ότι ο σχεδιασμός της συμπίπτει με εκείνον των δανειστών. Με ανοιχτή την πολιτική κρίση στη Γερμανία, τις ιταλικές εκλογές την άνοιξη και τη μάχη του Brexit, το τελευταίο που επιθυμεί η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι μια νέα περίοδος πολιτικής αστάθειας και αναζωπύρωσης της κρίσης στην Ελλάδα.
«Το πολιτικό ρίσκο στην Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή ελαχιστοποιηθεί. Και το θετικό στοιχείο είναι ότι έχουμε μια κυβέρνηση που βρίσκεται μόλις στο μέσον της θητείας της» είναι το ενδεικτικό σχόλιο υψηλόβαθμου κοινοτικού παράγοντα που βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα.
Το αρνητικό στοιχείο, από την άλλη πλευρά, είναι η κλιμάκωση της πολιτικής πίεσης που διαγράφεται τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών. Οι πλειστηριασμοί, οι αλλαγές στον απεργιακό νόμο που θα ψηφιστούν μέσα στις επόμενες μέρες, οι ιδιωτικοποιήσεις και η μεταβίβαση των ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο είναι πεδία στα οποία θα δοκιμαστούν οι κυβερνητικές αντοχές και θα κλιμακωθούν οι ακτιβιστικές κινητοποιήσεις από την πλευρά της ΛΑΕ, της Πλεύσης Ελευθερίας αλλά και του ΚΚΕ. Στην άλλη όχθη, η Νέα Δημοκρατία επιμένει στην «εκλογική ετοιμότητα», κάνει «σημαία» το αφήγημα της υπερφορολόγησης και επενδύει σταθερά στο ρήγμα της κυβερνητικής συνοχής είτε λόγω Σκοπιανού είτε λόγω υπέρβασης των αντοχών συγκατοίκησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
«Η ΝΔ στην πραγματικότητα γνωρίζει πως ούτε η κυβέρνηση θα πέσει από το Σκοπιανό ούτε θα στήσει πρόωρες κάλπες για να… αυτοχειριαστεί. Γνωρίζει όμως και ότι μετά το καλοκαίρι του ’18 όλα μπορεί να ανατραπούν. Γι’ αυτό ποντάρει στο “ατύχημα” και θα κάνει ό,τι μπορεί για να το προκαλέσει», λέει το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος, προϊδεάζοντας για ένα δωδεκάμηνο «ηφαιστειακών πολιτικών συγκρούσεων»…
Νικόλ Λειβαδάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου