Η ταχεία ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την τρίτη αξιολόγηση και η επικύρωση της τεχνικής συμφωνίας από το Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου αποτελούν στην πράξη έκφραση μιας...
πολιτικής βούλησης, μιας πολιτικής απόφασης, η οποία συνδέεται με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα αυτές του τελευταίου χρόνου.
Ποιος, στ’ αλήθεια, μπορούσε πριν από ελάχιστα χρόνια να προβλέψει το Brexit και μια Ευρώπη που διαπερνάται από αντιθέσεις και συγκρούσεις; Ποιος, πριν από λίγους μήνες ακόμα, θα μπορούσε να «προφητεύσει» το σημερινό σκηνικό στη Γερμανία και την πτώση και αποδυνάμωση του πανίσχυρου «διδύμου» Μέρκελ – Σόιμπλε, όταν μόλις το φετινό καλοκαίρι το CDU και η ηγέτιδά του βάδιζαν προς έναν σίγουρο νέο θρίαμβο;
Η «πύκνωση» του πολιτικού χρόνου δεν παράγει μόνο μια πληθώρα συμβάντων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Παράλληλα διαμορφώνει τομές και σημαντικές ανακατατάξεις που κυοφορούνταν από καιρό και οι οποίες δημιουργούν νέους συσχετισμούς και πολλές φορές επικαθορίζουν το μέλλον.
Οι δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία εκφράζουν την κρίση πολιτικής και κομματικής εκπροσώπησης της γερμανικής πολιτικοοικονομικής ελίτ στο εσωτερικό της χώρας, ταυτόχρονα όμως αποτυπώνουν την κρίση νομιμοποίησης και ανοχής των ευρωπαϊκών λαών απέναντι στη γερμανική κυριαρχία και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, τις οποίες έχει επιβάλει αυταρχικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ενας «νέος συμβιβασμός» κρίνεται για τον λόγο αυτό ιστορικά αναγκαίος. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο, με ανοιχτή την πληγή του Brexit και την κρίση του Προσφυγικού, δεν υπάρχουν περιθώρια για νέες κρίσεις και εντάσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη.
Γι’ αυτό και η στάση της γερμανικής ελίτ και των δανειστών τροποποιήθηκε σημαντικά απέναντι στη χώρα μας. Δεν μας αγάπησαν ξαφνικά. Θέλουν όμως τώρα να εμφανίσουν την πορεία εξόδου αλλά και την ίδια την έξοδο από τα μνημόνια ως δική τους επιτυχία, ως «ευτυχή κατάληξη» των προγραμμάτων τους. Εξ ου και η απρόσμενα ταχεία λήξη της αξιολόγησης, όταν τα προηγούμενα χρόνια οι διαπραγματεύσεις -με την υψηλή καθοδήγηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- κρατούσαν τουλάχιστον έξι μήνες, έως ότου η χώρα οδηγηθεί στα ακρότατα όρια των αντοχών και των ανοχών της.
Οι προσεγγίσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παρούσες εξελίξεις δεν έχουν συγκυριακό, αλλά μεσοπρόθεσμο -τουλάχιστον- χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιείται ήδη μια σημαντική εξέλιξη, μια ιστορικής σημασίας καμπή, που διαμορφώνει σαφείς και σταθερές βάσεις για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.
Τα ευχολόγια, οι αοριστολογίες, τα «φώτα στην άκρη του τούνελ» δίνουν τη θέση τους σε πραγματιστικές και ρεαλιστικά θετικές προοπτικές. Κι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό
πολιτικό και κοινωνικό «κεφάλαιο» όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά κυρίως για την ίδια την ελληνική κοινωνία.
Η υποβάθμιση ή ακόμα και η πλήρης αγνόηση των συνεπειών της σημαντικής στροφής που συντελείται εμφανώς εδώ και μήνες στην πολιτική στάση των δανειστών απέναντι στη χώρα μας διαμορφώνει συνθήκες αυτοεγκλωβισμού και εμφανούς πολιτικού αδιεξόδου για το εγχώριο συστημικό – διαπλεκόμενο «τόξο» και τους κομματικούς εκφραστές του.
Στην πράξη, από δω και πέρα ο πυκνός «πολιτικός χρόνος» λειτουργεί ως κλεψύδρα που εκμετρά και αποτυπώνει τη συνεχή μείωση και έκπτωση της πολιτικής εμβέλειας της Νέας Δημοκρατίας και της ηγεσίας της, όπως και της αυτοαποκαλούμενης «Κεντροαριστεράς», η οποία έχει προσδεθεί οργανικά στο νεοφιλελεύθερο – ακροδεξιό «όχημα».
Μέχρι τώρα η πολιτική στρατηγική της ΝΔ και των «προθύμων» της ταυτίστηκε με το στρατόπεδο Σόιμπλε – ΔΝΤ και ανέμενε τη «σωτηρία» από τα «εξωχώρια» κέντρα, ποντάροντας στην ανατροπή της κυβέρνησης και στην πλήρη της αποτυχία στο οικονομικό επίπεδο.
Τώρα όμως τα περιθώρια στένεψαν ασφυκτικά. Μόνη «ελπίδα», η υπονόμευση της πορείας εξόδου από τα μνημόνια. Αλίμονο αν ο Αλέξης Τσίπρας αποκτήσει άλλο ένα πολιτικό πλεονέκτημα από μια θετική ρύθμιση του χρέους. Αλίμονο αν περάσει η άνοιξη και κυβερνά ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Τότε χάνεται οριστικά το «παιχνίδι». Ο,τι έχει να γίνει πρέπει να γίνει σύντομα…
Οι επικλήσεις «γερά, Γέρουν» και τα επάλληλα πραξικοπήματα που επιχείρησε ο Σόιμπλε αντικαθίστανται τώρα εξ ανάγκης από την αναζήτηση «εσωτερικών πραξικοπημάτων» και όρων αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης.
Ομως η πολιτική επιχειρηματολογία, οι πολιτικές θέσεις, τα προγράμματα όχι μόνο δεν προσφέρονται για τέτοιου είδους «επιχειρήσεις», αλλά εξελίσσονται σε ναρκοπέδια, σε Βατερλό για τη ΝΔ και τη συμπλέουσα «Κεντροαριστερά».
Το πεδίο της παραπολιτικής, της συκοφάντησης, της ψευδολογίας, της κατασκευής ψευδών ειδήσεων και γεγονότων, ο εκχυδαϊσμός του πολιτικού λόγου, η απαράδεκτη πολιτική «εμπορευματοποίηση» κρίσιμων θεμάτων, που αναφέρονται στους τομείς της εθνικής άμυνας και της διπλωματίας, συγκροτούν το «οπλοστάσιο» της αντιπολιτευτικής τακτικής, που αποβλέπει στη με κάθε μέσο ανατροπή της κυβέρνησης.
Η αποδυνάμωση του «ηθικού πλεονεκτήματος» του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η δημιουργία εσωτερικών αντιθέσεων στο κυβερνητικό στρατόπεδο με ευθεία στοχοποίηση του Πάνου Καμμένου, η καλλιέργεια κλίματος «αποστασίας» κυβερνητικών βουλευτών αποτελούν την περίοδο αυτή τις «αιχμές» της πολιτικής πρακτικής σύμπαντος του συστημικού – νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου.
Ομως η χυδαία παραπολιτική δράση, η εφεύρεση και κατασκευή γεγονότων και σκανδάλων μπορεί να προκαλούν σύγχυση και κάποιες (προσωρινές τις περισσότερες φορές) φθορές στην κυβέρνηση, δεν μπορούν, ωστόσο, να παραγάγουν πολιτική.
Σήμερα η ΝΔ και η ηγεσία της, αφού ολοκλήρωσαν σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο την πλήρη -και μη αντιστρεπτή- μετάλλαξη της παράταξης σε ένα ακροδεξιό – νεοφιλελεύθερο μόρφωμα, παρέδωσαν την πολιτική δράση και τις επιλογές του κόμματος στα συστημικά – διαπλεκόμενα συμφέροντα και στους ολιγάρχες των ΜΜΕ. Σε όλους αυτούς που ο Κώστας Καραμανλής αποκάλεσε «νταβατζήδες» και προσπάθησε να συγκρουστεί μαζί τους.
Γι’ αυτό και σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιγράφει τα πρωτοσέλιδα των συστημικών – διαπλεκόμενων ολιγαρχών για να συντάξει τους λόγους του στη Βουλή και να καθορίσει τις επιλογές του. «Ποιος, στ’ αλήθεια, κυβερνά αυτή την παράταξη;»…
Μενέλαος Γκίβαλος
πολιτικής βούλησης, μιας πολιτικής απόφασης, η οποία συνδέεται με τις ευρύτερες ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα αυτές του τελευταίου χρόνου.
Ποιος, στ’ αλήθεια, μπορούσε πριν από ελάχιστα χρόνια να προβλέψει το Brexit και μια Ευρώπη που διαπερνάται από αντιθέσεις και συγκρούσεις; Ποιος, πριν από λίγους μήνες ακόμα, θα μπορούσε να «προφητεύσει» το σημερινό σκηνικό στη Γερμανία και την πτώση και αποδυνάμωση του πανίσχυρου «διδύμου» Μέρκελ – Σόιμπλε, όταν μόλις το φετινό καλοκαίρι το CDU και η ηγέτιδά του βάδιζαν προς έναν σίγουρο νέο θρίαμβο;
Η «πύκνωση» του πολιτικού χρόνου δεν παράγει μόνο μια πληθώρα συμβάντων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Παράλληλα διαμορφώνει τομές και σημαντικές ανακατατάξεις που κυοφορούνταν από καιρό και οι οποίες δημιουργούν νέους συσχετισμούς και πολλές φορές επικαθορίζουν το μέλλον.
Οι δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία εκφράζουν την κρίση πολιτικής και κομματικής εκπροσώπησης της γερμανικής πολιτικοοικονομικής ελίτ στο εσωτερικό της χώρας, ταυτόχρονα όμως αποτυπώνουν την κρίση νομιμοποίησης και ανοχής των ευρωπαϊκών λαών απέναντι στη γερμανική κυριαρχία και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας, τις οποίες έχει επιβάλει αυταρχικά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ενας «νέος συμβιβασμός» κρίνεται για τον λόγο αυτό ιστορικά αναγκαίος. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο, με ανοιχτή την πληγή του Brexit και την κρίση του Προσφυγικού, δεν υπάρχουν περιθώρια για νέες κρίσεις και εντάσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωζώνη.
Γι’ αυτό και η στάση της γερμανικής ελίτ και των δανειστών τροποποιήθηκε σημαντικά απέναντι στη χώρα μας. Δεν μας αγάπησαν ξαφνικά. Θέλουν όμως τώρα να εμφανίσουν την πορεία εξόδου αλλά και την ίδια την έξοδο από τα μνημόνια ως δική τους επιτυχία, ως «ευτυχή κατάληξη» των προγραμμάτων τους. Εξ ου και η απρόσμενα ταχεία λήξη της αξιολόγησης, όταν τα προηγούμενα χρόνια οι διαπραγματεύσεις -με την υψηλή καθοδήγηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε- κρατούσαν τουλάχιστον έξι μήνες, έως ότου η χώρα οδηγηθεί στα ακρότατα όρια των αντοχών και των ανοχών της.
Οι προσεγγίσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι παρούσες εξελίξεις δεν έχουν συγκυριακό, αλλά μεσοπρόθεσμο -τουλάχιστον- χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει ότι πραγματοποιείται ήδη μια σημαντική εξέλιξη, μια ιστορικής σημασίας καμπή, που διαμορφώνει σαφείς και σταθερές βάσεις για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια.
Τα ευχολόγια, οι αοριστολογίες, τα «φώτα στην άκρη του τούνελ» δίνουν τη θέση τους σε πραγματιστικές και ρεαλιστικά θετικές προοπτικές. Κι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό
πολιτικό και κοινωνικό «κεφάλαιο» όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά κυρίως για την ίδια την ελληνική κοινωνία.
Η υποβάθμιση ή ακόμα και η πλήρης αγνόηση των συνεπειών της σημαντικής στροφής που συντελείται εμφανώς εδώ και μήνες στην πολιτική στάση των δανειστών απέναντι στη χώρα μας διαμορφώνει συνθήκες αυτοεγκλωβισμού και εμφανούς πολιτικού αδιεξόδου για το εγχώριο συστημικό – διαπλεκόμενο «τόξο» και τους κομματικούς εκφραστές του.
Στην πράξη, από δω και πέρα ο πυκνός «πολιτικός χρόνος» λειτουργεί ως κλεψύδρα που εκμετρά και αποτυπώνει τη συνεχή μείωση και έκπτωση της πολιτικής εμβέλειας της Νέας Δημοκρατίας και της ηγεσίας της, όπως και της αυτοαποκαλούμενης «Κεντροαριστεράς», η οποία έχει προσδεθεί οργανικά στο νεοφιλελεύθερο – ακροδεξιό «όχημα».
Μέχρι τώρα η πολιτική στρατηγική της ΝΔ και των «προθύμων» της ταυτίστηκε με το στρατόπεδο Σόιμπλε – ΔΝΤ και ανέμενε τη «σωτηρία» από τα «εξωχώρια» κέντρα, ποντάροντας στην ανατροπή της κυβέρνησης και στην πλήρη της αποτυχία στο οικονομικό επίπεδο.
Τώρα όμως τα περιθώρια στένεψαν ασφυκτικά. Μόνη «ελπίδα», η υπονόμευση της πορείας εξόδου από τα μνημόνια. Αλίμονο αν ο Αλέξης Τσίπρας αποκτήσει άλλο ένα πολιτικό πλεονέκτημα από μια θετική ρύθμιση του χρέους. Αλίμονο αν περάσει η άνοιξη και κυβερνά ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Τότε χάνεται οριστικά το «παιχνίδι». Ο,τι έχει να γίνει πρέπει να γίνει σύντομα…
Οι επικλήσεις «γερά, Γέρουν» και τα επάλληλα πραξικοπήματα που επιχείρησε ο Σόιμπλε αντικαθίστανται τώρα εξ ανάγκης από την αναζήτηση «εσωτερικών πραξικοπημάτων» και όρων αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης.
Ομως η πολιτική επιχειρηματολογία, οι πολιτικές θέσεις, τα προγράμματα όχι μόνο δεν προσφέρονται για τέτοιου είδους «επιχειρήσεις», αλλά εξελίσσονται σε ναρκοπέδια, σε Βατερλό για τη ΝΔ και τη συμπλέουσα «Κεντροαριστερά».
Το πεδίο της παραπολιτικής, της συκοφάντησης, της ψευδολογίας, της κατασκευής ψευδών ειδήσεων και γεγονότων, ο εκχυδαϊσμός του πολιτικού λόγου, η απαράδεκτη πολιτική «εμπορευματοποίηση» κρίσιμων θεμάτων, που αναφέρονται στους τομείς της εθνικής άμυνας και της διπλωματίας, συγκροτούν το «οπλοστάσιο» της αντιπολιτευτικής τακτικής, που αποβλέπει στη με κάθε μέσο ανατροπή της κυβέρνησης.
Η αποδυνάμωση του «ηθικού πλεονεκτήματος» του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, η δημιουργία εσωτερικών αντιθέσεων στο κυβερνητικό στρατόπεδο με ευθεία στοχοποίηση του Πάνου Καμμένου, η καλλιέργεια κλίματος «αποστασίας» κυβερνητικών βουλευτών αποτελούν την περίοδο αυτή τις «αιχμές» της πολιτικής πρακτικής σύμπαντος του συστημικού – νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου.
Ομως η χυδαία παραπολιτική δράση, η εφεύρεση και κατασκευή γεγονότων και σκανδάλων μπορεί να προκαλούν σύγχυση και κάποιες (προσωρινές τις περισσότερες φορές) φθορές στην κυβέρνηση, δεν μπορούν, ωστόσο, να παραγάγουν πολιτική.
Σήμερα η ΝΔ και η ηγεσία της, αφού ολοκλήρωσαν σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο την πλήρη -και μη αντιστρεπτή- μετάλλαξη της παράταξης σε ένα ακροδεξιό – νεοφιλελεύθερο μόρφωμα, παρέδωσαν την πολιτική δράση και τις επιλογές του κόμματος στα συστημικά – διαπλεκόμενα συμφέροντα και στους ολιγάρχες των ΜΜΕ. Σε όλους αυτούς που ο Κώστας Καραμανλής αποκάλεσε «νταβατζήδες» και προσπάθησε να συγκρουστεί μαζί τους.
Γι’ αυτό και σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιγράφει τα πρωτοσέλιδα των συστημικών – διαπλεκόμενων ολιγαρχών για να συντάξει τους λόγους του στη Βουλή και να καθορίσει τις επιλογές του. «Ποιος, στ’ αλήθεια, κυβερνά αυτή την παράταξη;»…
Μενέλαος Γκίβαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου