29.11.17

Εις μνήμην Νίκου Κακαουνάκη...


18 χρόνια "Καρφί"...
Δεν θα είχα αντιληφθεί ότι το «Καρφί» έκλεισε 18 χρόνια κυκλοφορίας(στις 29 Νοεμβρίου κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο), αν δεν μου το θύμιζε ο...
φίλος και συνάδελφος Γιάννης Αμανατίδης που μου ζήτησε επίσης ένα, ας το πούμε «επετειακό», σημείωμα. Επειδή έχω συνδέσει τουλάχιστον 12 από τα πολλά χρόνια της δημοσιογραφικής μου ζωής με το «Καρφί», σπεύδω να διευκρινίσω ότι το «κομμάτι» θα έχει αναπόφευκτα προσωπικό χαρακτήρα. Ελπίζω να μου το συγχωρήσουν όσοι θα το διαβάσουν.

Γράφει ο Κώστας Γιαννόπουλος

Όταν εκδίδεται μια καινούργια εφημερίδα εκείνος που αναλαμβάνει το ρίσκο πρέπει να αισθάνεται όπως περίπου οι γονείς που περιμένουν να γεννηθεί το παιδί τους. Αγωνία για το αν θα γίνει γερό, αν θα μεγαλώσει, αν θα περπατήσει, αν θα πετύχει στη ζωή του. Τις τελευταίες δεκαετίες σε κάποια απ’ αυτά τα ερωτήματα τις απαντήσεις τις δίνει το υπερηχογράφημα της εγκύου. Για τις εκδόσεις δεν υπάρχει καμία μέθοδος πρόβλεψης. Ο εκδότης πρέπει να εμπιστευτεί την πείρα και το ένστικτό του. Και δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα δικαιωθεί.

ΒΓΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ

Ο αξέχαστος Νίκος Κακαουνάκης είχε δοκιμάσει πάλι να γίνει «πατέρας» μιας εφημερίδας. Το πείραμα με τον τίτλο «Καλάμι» δεν είχε επιτυχία. Με την ίδια πείρα (ελαφρά εμπλουτισμένη από το ρίσκο που δεν απέδωσε) και με το ίδιο ένστικτο δοκίμασε ξανά. Το «Καρφί» βγήκε στα περίπτερα προορισμένο να μείνει. Αν και έχω συμμετάσχει σε πολλά «γεννητούρια», δεν είχα την ευκαιρία να περιμένω με τους άλλους συναδέλφους στον «θάλαμο τοκετού» τη γέννηση του «Καρφιού». Το βρήκα νήπιο μερικών εβδομάδων όταν με κάλεσε ο Νίκος να συνεργαστούμε. Συμφωνήσαμε σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Στο ερώτημα «από πότε αρχίζω;» η απάντηση ήταν ακαριαία: «Από αύριο». Και με την ευθύτητα που τον χαρακτήριζε πρόσθεσε: «Αν βρεις κάτι άλλο, μπορείς να φύγεις».

Τα χρόνια που πέρασαν αποδεικνύουν ότι δεν βρήκα κάτι άλλο που να είναι καλύτερο – ούτε καν αναζήτησα. Το «Καρφί» ως εφημερίδα ήταν κάτι νέο σε έναν χώρο κορεσμένο από επιτυχημένες και αποτυχημένες εκδόσεις που, παρά τη μοντέρνα εμφάνισή τους, έμοιαζαν μεταξύ τους περισσότερο από όσο διέφεραν. Δεν επρόκειτο για μια επανάσταση στον Τύπο αλλά για μια εφαρμογή των στοιχειωδών κανόνων της κοινής δημοσιογραφικής λογικής. Ο Κακαουνάκης δεν έριξε όλο το βάρος της προσοχής του στο lay out (δηλαδή τη σελιδοποίηση) αλλά στο περιεχόμενο και ιδίως στην παρουσίαση του περιεχομένου. Ζήτησε, και επέμενε σ’ αυτό, να αποφεύγονται τα μακροσκελή κείμενα (οι «σεντονιάδες» στη δημοσιογραφική γλώσσα). Τα κομμάτια να είναι στακάτα χωρίς πλατειασμούς και άχρηστες λεπτομέρειες. Κι όπου αυτό δεν ήταν εφικτό, το στήσιμο της σελίδας να γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε ο αναγνώστης να παραλείπει το απόσπασμα που δεν τον ενδιαφέρει και να επικεντρώνεται σε ό,τι θέλει να διαβάσει. Δύσκολο πείραμα που όμως πέτυχε απόλυτα χάρη στον Νίκο και την Ιουλία που επιδόθηκαν με ζήλο και αποτελεσματικότητα σε ένα ιδιότυπο «μοντάζ» των κειμένων με το οποίο τα επί μέρους κομμάτια, το καθένα με τον δικό του τίτλο, αποτελούσαν το ενιαίο θέμα που κάλυπτε μία ή δύο σελίδες. Η ανάγνωση γινόταν πολύ πιο εύκολα και οι 750 ή 1.500 λέξεις του άρθρου δεν… τρόμαζαν.

 ΟΠΛΟ ΜΑΣ ΤΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ

Φυσικά, δεν ήταν μόνο η καινοτομία της εμφάνισης που εξηγεί τη μακροβιότητα του φύλλου. Είχαμε εξαρχής συνειδητοποιήσει ότι τα διαθέσιμα μέσα και το αριθμητικά περιορισμένο έμψυχο υλικό δεν δικαιολογούσε αυταπάτες ότι το «Καρφί» θα συναγωνιζόταν επί ίσοις όροις τα εκδοτικά μεγαθήρια της Αθήνας. Ξέραμε ότι η εφημερίδα είναι πολυσυλλεκτικό μέσον που απευθύνεται σε ευρύ κοινό και πρέπει να ικανοποιεί διαφορετικά γούστα και πολλές απαιτήσεις. Δεν μπορούσαμε να καλύψουμε τις ανάγκες των πάντων αλλά δεν αφήσαμε ακάλυπτες και τις βασικές (τηλεοπτικό πρόγραμμα, κινηματογράφους, ζώδια, σταυρόλεξα, αθλητικά). Το βάρος όμως έπεσε στην πολιτική και στα κοινωνικού ενδιαφέροντος θέματα. Το όπλο μας ήταν το ρεπορτάζ του Νίκου Κακαουνάκη, ενός από τους μεγαλύτερους ρεπόρτερ των τελευταίων δεκαετιών.

Έχει αποδειχτεί σε πολλές περιπτώσεις ότι οι καλοί ρεπόρτερ δεν γίνονται σώνει και καλά επιτυχημένοι εκδότες ή διευθυντές. Ο λόγος είναι ότι έχουν συνηθίσει να δουλεύουν στην κόψη του ξυραφιού υπό μεγάλη πίεση και χωρίς προγραμματισμό. Ειδικά ο προγραμματισμός είναι το προσόν που απαιτείται για όποιον διευθύνει ένα τόσο περίπλοκο οργανισμό όπως είναι η εφημερίδα ή το τηλεοπτικό κανάλι. Ο Κακαουνάκης πέτυχε γιατί ήξερε να ακούει και γιατί είχε μάθει να εμπιστεύεται τους συνεργάτες που θα τον απάλλασσαν από τις σκοτούρες της ρουτίνας ώστε να επιδίδεται απερίσπαστος στο ρεπορτάζ που ήταν η ζωή του κι η απόλαυσή του.

Λένε ότι την αξία ενός ρεπόρτερ την αναγνωρίζεις από το σημειωματάριό του με τα τηλέφωνα των πιο ετερόκλητων ανθρώπων που θα μπορούσαν να ήταν «πηγές» πληροφοριών. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να εμπνέει εμπιστοσύνη στον συνομιλητή του, να προστατεύει την πηγή του και να διατηρεί την αξιοπιστία του. Το «Καρφί» είχε ταυτιστεί με τον Νίκο Κακαουνάκη και κατάφερε να εμπνέει εμπιστοσύνη στους αναγνώστες, να προστατεύει τις πηγές του και να διατηρεί τη δημοσιογραφική και πολιτική αξιοπιστία του.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΡΕΑ

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς μας, που προέκυπτε έμμεσα για όποιον το ερευνούσε, ήταν οι σχέσεις των εργαζομένων μεταξύ τους. Δεν θα ισχυριστώ ότι ήμαστε μια αγαπημένη οικογένεια – αυτές είναι μελιστάλαχτες υπερβολές. Θα πω όμως ότι ήμαστε μια ευχαριστημένη παρέα και το διαπιστώναμε όχι μόνο στις συχνές συνάξεις αλλά και στο γραφείο τις ώρες της δουλειάς. Οι αναπόφευκτοι καυγάδες έληγαν με σαρκαστικά σχόλια και οι στιγμές της πίεσης περνούσαν χωρίς ν’ αφήσουν γκρίνιες και παράπονα. Το καλό κλίμα επικρατούσε τόσο στις προσκλήσεις του Νίκου άλλοτε στην Κρήτη κι άλλοτε στην Αίγινα όσο και στις συσκέψεις. Όλοι έλεγαν άφοβα τη γνώμη τους και δεν ήταν σπάνιο κάποιος από εμάς να παραγγείλει στον Κακαουνάκη το θέμα του επόμενου ρεπορτάζ: «Νίκο, πάρε ένα τηλέφωνο τον τάδε να μάθουμε τι τρέχει μ’ αυτό». Κι εκείνος, εν μέσω της σύσκεψης, τηλεφωνούσε εις επήκοο όλων.

Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μας στο καθημερινό «Καρφί» μέχρι την τραγωδία των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη. Σοκαρισμένοι, όπως και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, με υλικό όσα μετέδιδαν τα ξένα ΜΜΕ, κυκλοφορήσαμε με ένα «δυνατό» εξώφυλλο κι έναν ακόμη δυνατότερο τίτλο: «Οργή Θεού». Υπό την επήρεια του σοκ, ο Νίκος δεν άκουσε όσους από εμάς προτείναμε (κάπως διστακτικά είναι η αλήθεια) έναν πιο διαλλακτικό τίτλο. Ακολούθησε η δυσφορία του χρηματοδότη της έκδοσης και η απόφασή του να διακόψει την οικονομική ενίσχυση της εφημερίδας.

Παρά την αβεβαιότητα που ανοιγόταν μπροστά μας, ουδέποτε επικράτησε πνεύμα πεσιμισμού ή εχθρότητας. Αλλά η καθημερινή έκδοση ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη. Το «Καρφί» έπρεπε να γίνει εβδομαδιαίο. Κι εκεί φάνηκε ο αληθινός χαρακτήρας του Νίκου που δεν είχε καμία σχέση με τη δημόσια εικόνα του. Με ενημέρωσε για την απόφασή του και μου ζήτησε μια λίστα με τα ονόματα των συναδέλφων που είχαν και δεύτερη δουλειά εκτός από το «Καρφί». Η εξήγηση ήταν σαφής: «Όσοι δεν έχουν άλλη δουλειά θα μείνουν είτε είναι καλοί είτε όχι. Δεν θα πετάξουμε κόσμο στον δρόμο». Έτσι κι έγινε. Όσοι παρέμειναν, έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά κι όσοι αποχώρησαν, δεν διαμαρτυρήθηκαν.

Η εβδομαδιαία έκδοση πήγε από την αρχή πολύ καλά. Χρειάστηκε να προσαρμοστούμε στο είδος του περιεχομένου που ταιριάζει με την περιοδική κυκλοφορία και ορισμένες φορές να υπερβάλουμε εαυτούς για να προλάβουμε το πιεστήριο σε περιπτώσεις που «έσκαγε» μια σοβαρή είδηση το πρωί της Παρασκευής. Άλλοτε το πρόβλημα ήταν να βρούμε θέμα. Θυμάμαι μια Πέμπτη μεσημέρι που γυρίζαμε με τον Νίκο από ένα δικαστήριο και δεν είχαμε καταλήξει στο πρώτο θέμα της επόμενης έκδοσης. Έδειχνε ανήσυχος και έριχνε διάφορες ιδέες τις οποίες απέρριπτε αμέσως. Με την πείρα από τα τηλεοπτικά δελτία στα οποία είχα ασχοληθεί επί πολλά χρόνια, του είπα να μη χάνει την ελπίδα του. «Ο θεός της δημοσιογραφίας δεν θα μας εγκαταλείψει», πρόσθεσα. Δεν έδειξε να ανακουφίζεται αλλά όταν φτάσαμε στο γραφείο βρήκαμε πρώτο θέμα: μια συνέντευξη τότε υπουργού της ΝΔ σε ένα βραχύβιο έντυπο, όπου υποσχόταν ότι το κόμμα του θα φροντίσει τα γαλάζια παιδιά όταν γίνει κυβέρνηση. Έκτοτε, ο Κακαουνάκης θυμόταν πάντα τον «θεό της δημοσιογραφίας» στις δύσκολες στιγμές.

ΤΟ «ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ»

Κι εδώ που τα λέμε, ο θεός της δημοσιογραφίας θα ήταν αγνώμων αν δεν βοηθούσε το «Καρφί» που του πρόσφερε πλούσιες θυσίες στον βωμό του, με τη μορφή μεγάλων δημοσιογραφικών επιτυχιών. Το «Ντοκουμέντο της ντροπής», ένα δακτυλογραφημένο κείμενο, που υποστήριζε ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν πίσω από τη 17 Νοέμβρη, πυροδότησε μια πολιτική βόμβα και εκτίναξε την κυκλοφορία σε ύψη ρεκόρ. Χρειάστηκε και δεύτερη έκδοση γιατί δεν είχε μείνει ούτε φύλλο για το αρχείο! Τα ρεπορτάζ για την προδικαστική φάση της 17Ν εδραίωσαν την πεποίθηση του αναγνωστικού κοινού ότι το «Καρφί» είναι ενημερωμένο και προηγείται σε ρεπορτάζ  χωρίς να παραπλανά. Το ναυάγιο της «Σαμίνα» έδωσε νέα απτά δείγματα έγκυρης και έγκαιρης πληροφόρησης.

Παράλληλα, μείναμε πιστοί στη γραμμή υποστήριξης της Κεντροαριστεράς, που την εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από την εκάστοτε ηγεσία του. Και δεν υπήρξε ποτέ δισταγμός στην αυστηρή κριτική πράξεων, δηλώσεων ή παραλείψεων που δεν βοηθούσαν την παράταξη. Γι’ αυτό, εκτός από πιστούς φίλους το «Καρφί» είχε και δεδηλωμένους εχθρούς. Η δύναμή του όμως ήταν οι αναγνώστες του. Δεν είχαμε βοήθεια από κρατικές διαφημίσεις (αλλού διοχετεύονταν τα μεγάλα ποσά), ήμαστε οι τελευταίοι που υποκύψαμε στον πειρασμό των δώρων, αλλά αποκτήσαμε ένα συμπαγές αναγνωστικό κοινό που μας ακολουθούσε πιστά και δεν παραπονέθηκε ούτε όταν οι συνθήκες επέβαλλαν να αυξήσουμε την τιμή της εφημερίδας.

Όλοι πίστευαν ότι με τον άδικο και απροσδόκητο θάνατο του Νίκου Κακαουνάκη, το «Καρφί» θα αποχαιρετούσε τους πιστούς φίλους του. Έπεσαν έξω. Το βάρος της ευθύνης ήταν μεγάλο αλλά το αντέξαμε. Όλα τα παιδιά αντεπεξήλθαν με επιτυχία στην πρόκληση και προσωπικά οφείλω ευχαριστίες (χωρίς η σειρά να σημαίνει αξιολόγηση) στον Μπάμπη, τη Βίκυ, τον Ηλία, τον Δημήτρη, την Έλενα, τη Μαρία, τη Νάντια, την Πέπη και τη Βάσω (με τις οποίες γκρίνιαζα για θέματα γλώσσας), τον Αντώνη, τον Άρη, τον Γιάννη και σε όσους ξεχνάω λόγω των χρόνων που πέρασαν από τότε που αποχώρησα λόγω συνταξιοδότησης.

Το «Καρφί» επέζησε και συμπλήρωσε 18 χρόνια κυκλοφορίας. Ένα όραμα του ανήσυχου Κακαουνάκη παραμένει ζωντανό να τον θυμίζει. Και τίτλος τιμής είναι τα τηλεφωνήματα που δέχομαι ακόμη και σήμερα από αναγνώστες – τακτικούς «θαμώνες» του «Ό,τι πεις»- οι οποίοι θέλουν απλώς να δώσουν χαιρετίσματα και να θυμηθούν κάποιες ξεχωριστές στιγμές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: