Η ελπίδα ότι με την κρίση τουλάχιστον θα μηδενίσουμε το κοντέρ και θα πάμε μπροστά (πολιτιστικά έστω) πέθανε πρώτη...
Κι εκεί που περπατούσα αμέριμνος σχετικά στο πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, μου παρενόχλησε απότομα το βλέμμα η αφίσα της νέας θεατρικής εκδοχής του...
γνωστού κινηματογραφικού μιούζικαλ Γοργόνες και Μάγκες που δέσποζε μεγαλοπρεπώς στη «μαρκίζα» μιας στάσης λεωφορείου και έμοιαζε φτιαγμένη από το υλικό των κακών ονείρων.
Σε πρώτο πλάνο ήταν ο Γιάννης Βογιατζής στον ίδιο ρόλο, με την ίδια γκριμάτσα απόγνωσης («μετέφερες τους κεφτέδες εν τω τηγανίω – τουτέστιν, υπέπεσες σε τέτοιο σφάλμα;») και με την ίδια περιβολή που είχε χρησιμοποιήσει πενήντα χρόνια πριν στην ταινία του Δαλιανίδη.
Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά –μάλλον η χιλιοστή πλέον– που πραγματοποιείται κυνικό reboot/remake στο θέατρο και τον κινηματογράφο παλιάς «αγαπημένης», χιλιοϊδωμένης και στυμμένης μέχρι τελευταίας ρανίδας ταινίας της «χρυσής εποχής» του ελληνικού μαζικού σινεμά, από αυτές που κάποτε συγκέντρωναν τελετουργικά την ελληνική οικογένεια γύρω από την εστία της τηλεόρασης τα βράδια του Σαββάτου (και εσχάτως υποκαταστάθηκαν από εκπομπές νερόβραστης νοσταλγίας και ηθογραφικού κανιβαλισμού τύπου «Στην υγειά μας, ρε παιδιά»)...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο του Δημήτρη Πολιτάκη, πατήστε εδώ
Κι εκεί που περπατούσα αμέριμνος σχετικά στο πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, μου παρενόχλησε απότομα το βλέμμα η αφίσα της νέας θεατρικής εκδοχής του...
γνωστού κινηματογραφικού μιούζικαλ Γοργόνες και Μάγκες που δέσποζε μεγαλοπρεπώς στη «μαρκίζα» μιας στάσης λεωφορείου και έμοιαζε φτιαγμένη από το υλικό των κακών ονείρων.
Σε πρώτο πλάνο ήταν ο Γιάννης Βογιατζής στον ίδιο ρόλο, με την ίδια γκριμάτσα απόγνωσης («μετέφερες τους κεφτέδες εν τω τηγανίω – τουτέστιν, υπέπεσες σε τέτοιο σφάλμα;») και με την ίδια περιβολή που είχε χρησιμοποιήσει πενήντα χρόνια πριν στην ταινία του Δαλιανίδη.
Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά –μάλλον η χιλιοστή πλέον– που πραγματοποιείται κυνικό reboot/remake στο θέατρο και τον κινηματογράφο παλιάς «αγαπημένης», χιλιοϊδωμένης και στυμμένης μέχρι τελευταίας ρανίδας ταινίας της «χρυσής εποχής» του ελληνικού μαζικού σινεμά, από αυτές που κάποτε συγκέντρωναν τελετουργικά την ελληνική οικογένεια γύρω από την εστία της τηλεόρασης τα βράδια του Σαββάτου (και εσχάτως υποκαταστάθηκαν από εκπομπές νερόβραστης νοσταλγίας και ηθογραφικού κανιβαλισμού τύπου «Στην υγειά μας, ρε παιδιά»)...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο του Δημήτρη Πολιτάκη, πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου