Η Μάνδρα δεν μπορεί να ξεχαστεί...
Ξημερώματα Τετάρτης στη Μάνδρα. Μία βδομάδα μετά τις φονικές πλημμύρες της 15ης Νοεμβρίου και η εικόνα της βυθισμένη στα άπατα νερά του χάους, της απελπισίας και της σιωπής. Ενα φορτηγό κορνάρει δυνατά, δεκάδες πόρτες ανοίγουν ταυτόχρονα, νέοι...
γέροι και παιδιά πετούν δίπλα του σαν σμήνος διψασμένο για ένα μπουκάλι γάλα ανά δύο άτομα.
Δεν την έχεις ξαναδεί την εικόνα κι αν έχει περάσει κάποτε από τα μάτια σου είναι από άλλο τόπο, από άλλη εποχή. Ο κόσμος της Μάνδρας ξύπνησε και σήμερα μέσα στον ίδιο ακριβώς εφιάλτη. Λασπωμένος, αποκαρδιωμένος, αποκαμωμένος, με υγρασία στα κόκαλα και στο βλέμμα. Μοιάζει να σε κοιτάζει χωρίς να σε βλέπει, να σε αγγίζει χωρίς να σε αισθάνεται. Θέλει εσύ να τον κοιτάξεις, εσύ να τον αισθανθείς. Να του σφίξεις το χέρι και να του πεις ότι όλα θα φτιάξουν, όλα θα πάνε καλά. Δεν μπορείς. Νιώθεις κι εσύ λασπωμένος από το μέγεθος της καταστροφής, αποκαρδιωμένος από τον ζαμανφουτισμό της Πολιτείας, αποκαμωμένος από τις υποσχέσεις. Θέλεις να ελπίσεις, αλλά σου είναι αδύνατο. Ακόμη και την τελευταία ελπίδα σου την πήρε το ποτάμι και το μόνο που πλανάται στον αέρα είναι η μπόχα της κρατικής αναλγησίας...
Εικόνες μιας ζωής πνιγμένης στον βούρκο
«Αν πάψετε να έρχεστε στη γειτονιά μας, εμείς τελειώσαμε...»
Μπαίνουμε σε ένα στενό και στα συντρίμμια ενός σπιτιού. Παιδικές ζωγραφιές στους τοίχους, σπασμένα τζάμια στα πατώματα, μια σχολική τσάντα γεμάτη «άριστα», μια άμορφη μάζα από έπιπλα σαπίζει σε κάποιο δωμάτιο, φωτογραφικά άλμπουμ στεγνώνουν στον ήλιο, κρεμάστρες με ρούχα βυθίζονται ακόμη στις λάσπες. Μένεις εκεί. Να κοιτάς αμήχανα γύρω σου συνειδητοποιώντας ίσως για πρώτη φορά το μέγεθος της καταστροφής. Ενας άνδρας σε ρωτάει τι θέλεις στο σπίτι του, μια γυναίκα σε κοιτάζει ξαφνιασμένη. Τους εξηγείς. Σε καλούν στην αυλή τους για να σε φιλέψουν ένα μπουκάλι νερό, μια «συγγνώμη που μας βρίσκετε έτσι» και τα απόνερα της προσωπικής τους τραγωδίας. «Εκείνο το πρωί έφυγα γύρω στις 6 για τη δουλειά. Πίσω έμειναν ο άνδρας μου, η 13χρονη κόρη μας, ο παππούς, η γιαγιά και η κατάκοιτη προγιαγιά μας», λέει η κυρία Ελένη Κωνσταντώνη και συνεχίζει: «Στον δρόμο για τη δουλειά ένιωσα μια ανησυχία, έναν απροσδιόριστο φόβο και τηλεφώνησα στον άνδρα μου τον Γιώργο για να τον ξυπνήσω και να του πω να μην αφήσει το παιδί να πάει μόνο του στο σχολείο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το τηλέφωνο όταν ο Γιώργος μου τηλεφώνησε και μου είπε “Ελένη, πνιγόμαστε!”».
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ...
πηγη protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου