Ό,τι συμβαίνει σήμερα με την επένδυση στο Ελληνικό και το τεχνητό δίλημμα: «ή επένδυση ή...
αρχαία», όπως και ό,τι συνέβη με το μετρό της Θεσσαλονίκης και το αντίστοιχο δίλημμα «ή αρχαία ή μετρό», αλλά και ό,τι συνέβη και εν πολλοίς εξακολουθεί να συμβαίνει με την επένδυση στις Σκουριές και το δίλημμα «ή χρυσός ή περιβάλλον», όπως άλλωστε και ό,τι συνέβη με την κρατικοποίηση του αμαρτωλού ΟΑΣΘ, δεν είναι παρά μια δύσκολη άσκηση προκειμένου η Ελλάδα να γίνει μια «κανονική» χώρα και να μάθει να ζει με κανόνες.
Η χώρα μας από νεοφιλελεύθερο Φαρ Ουέστ, όπου στο όνομα της «ανάπτυξης» και με πρόσχημα την ανάγκη «επενδύσεων» καταστρατηγούνταν κάθε έννοια νομιμότητας, ακυρώνονταν κάθε κανόνας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και εμποδίζονταν κάθε προσπάθεια προστασίας των κοινών αγαθών, προσπαθεί να μετατραπεί σήμερα σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, όπου η νομιμότητα και οι κανόνες προστατεύουν όσα δεν μπορεί και δεν θέλει να προστατεύσει η αγοραία αντίληψη του εύκολου και άνευ όρων και ορίων πλουτισμού.
Η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, σαν να μην έχει διδαχθεί τίποτε από τα λάθη της που έφεραν τη χώρα στη σημερινή δεινή κατάσταση και κόστισαν στην κοινωνία ήδη οκτώ χρόνια σκληρής λιτότητας και φτώχειας, αλλά και συγχρόνως αμήχανη μπροστά στη νέα πραγματικότητα που αναγορεύει την ανάπτυξη ως μια διευρυμένη έννοια, που δεν αφορά μονόπλευρα τα οικονομικά συμφέροντα των λίγων, αλλά επεκτείνεται και στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές και πολιτιστικές παραμέτρους που αφορούν τους πολλούς και το κοινό καλό, έχει αποδυθεί σε μια υπερπροσπάθεια προστασίας των συμφερόντων που λυμαίνονταν τη χώρα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ως δήθεν εχθρό της ανάπτυξης και ως διώκτη των επενδύσεων.
Αν βεβαίως εννοούν ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι εχθρός της «ανάπτυξης της αρπαχτής» και του ξεπουλήματος και διώκτης των ληστρικών επενδύσεων που σκοπό έχουν να ρημάξουν ό,τι έμεινε όρθιο στον τόπο χωρίς να αφήσουν τίποτε πίσω τους, τότε πράγματι έχουν δίκιο. Αρκετά πλήρωσε η χώρα τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για αυτή την «ανάπτυξη» και αυτές τις «επενδύσεις» που την οδήγησαν στη χρεωκοπία και την οικονομική ομηρία.
Σήμερα ήρθε η ώρα να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και τις ολέθριες συνέπειές τους και να οικοδομήσουμε μια ανάπτυξη για όλους και όχι μόνο για τα συμφέροντα λίγων και προνομιούχων, μια ανάπτυξη δίκαιη που να απευθύνεται στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον.
Αυτή άλλωστε είναι και η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης η οποία αποτελεί σήμερα, μετά την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ανεξέλεγκτης οικονομικής μεγέθυνσης που οδήγησε στην κρίση, το μεγάλο ζητούμενο διεθνώς. Η βιώσιμη ανάπτυξη, διευρύνοντας τους ορίζοντες μιας πρόσκαιρης όσο και κοντόφθαλμης μεγέθυνσης της οικονομίας χωρίς όρους, όρια και κανόνες, δίνει ισότιμη έμφαση εκτός από το κέρδος και την αγορά και στις περιβαλλοντικές, αλλά και στις κοινωνικές και στις πολιτιστικές παραμέτρους που συνδιαμορφώνουν την έννοια της αειφορίας.
Μπαίνει έτσι ένα οριστικό τέλος στην παλιά, όσο και ένοχη για τη σημερινή κατάσταση αντίληψη που γέννησε η παγκοσμιοποίηση και εξέφρασε ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με την οποία οι επενδύσεις με σκοπό το κέρδος λειτουργούσαν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, εντός της οποίας ξεπλένονταν όλες οι αμαρτίες ενός συστήματος που καταπατούσε νόμους και κανόνες, υποβάθμιζε το περιβάλλον και ξεπουλούσε τα κοινά αγαθά, απαξίωνε τον πολιτισμό και την ιστορία και αδιαφορούσε για την κοινωνική ευημερία.
Το παράδειγμα του μετρό της Θεσσαλονίκης είναι πρόσφατο, εύγλωττο και αρκετά διδακτικό για το πως μπορούμε να μάθουμε να αναπτυσσόμαστε με κανόνες και να μην υποτασσόμαστε σε ανιστόρητα και εκβιαστικά διλήμματα. Η μονόπλευρα αγοραία λοιπόν αντίληψη της προηγούμενης κυβέρνησης, έβλεπε την ανάπτυξη που θα έφερνε το μεγαλύτερο έργο υποδομής που έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη να απειλείται από τα εξαιρετικά σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα του σταθμού Βενιζέλου.
Έτσι, ο Decumanus Maximus, η Μέση Οδός της Ρωμαϊκής και μετέπειτα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, που βρέθηκε ανέπαφη 7 μέτρα κάτω από τη γη, στη θέση όπου επρόκειτο να τοποθετηθούν τα εκδοτήρια των εισιτηρίων του σταθμού του μετρό, έπρεπε, κατά τη δική τους αντίληψη να φύγει από εκεί και να μεταφερθεί σε στρατόπεδο μακριά, εκτός δήμου Θεσσαλονίκης, προκειμένου το έργο να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα. Εφηύραν μάλιστα για τις ανάγκες της υπόθεσης το ανιστόρητο, όσο και εκβιαστικό δίλημμα: «ή αρχαία ή μετρό», εννοώντας ότι η Θεσσαλονίκη πρέπει να διαλέξει αν θέλει να γίνει μια σύγχρονη πόλη με μεγάλες τεχνικές υποδομές, ή αν θέλει να συνεχίσει να ζει στη μιζέρια της υπανάπτυξης, παρέα με τα αρχαιολογικά της ευρήματα. Το δίλημμα αυτό βέβαια, λόγω ακριβώς των κοινωνικών αντιδράσεων που ξεσήκωσε, μετεξελίχθηκε τελικά σε: «ούτε αρχαία ούτε μετρό», μια και το έργο σταμάτησε λίγο καιρό αργότερα.
Το χειρότερο όλων είναι ότι οι τότε υπεύθυνοι της Αττικό Μετρό και του υπουργείου Υποδομών υποστήριξαν ψευδώς, όπως περίτρανα αποδείχθηκε αργότερα, ότι δεν υπάρχει τεχνική λύση συνύπαρξης των αρχαιολογικών ευρημάτων και του σταθμού του μετρό στη Βενιζέλου κι ότι θα έπρεπε να... γκρεμιστούν οι πολυκατοικίες της Εγνατίας προκειμένου αυτό να συμβεί.
Μετά από σθεναρή αντίδραση της τοπικής κοινωνίας με πρωτεργάτες τον δήμο, το πανεπιστήμιο, τους αρχαιολόγους και τους ανθρώπους του πνεύματος και αφού βέβαια εντωμεταξύ άλλαξε η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και ανέλαβε νέα διοίκηση στην Αττικό Μετρό, η τεχνική λύση που επί νεοφιλελεύθερων... δεν υπήρχε, ως δια μαγείας βρέθηκε. Το ΚΑΣ συμφώνησε με αυτήν και σήμερα το μετρό επανεκκίνησε και προχωρεί με γοργούς ρυθμούς ως ένα σύγχρονο και καινοτόμο τεχνικό έργο, το πρώτο στον κόσμο που μέσα στο κέλυφος ενός σταθμού θα αναδεικνύεται ένας σημαντικός ανοικτός αρχαιολογικός χώρος. Με προφανείς συνέπειες εκτός από τον πολιτισμό και για τον τουρισμό, την αγορά και την οικονομία της Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ίδια νεοφιλελεύθερη αντίληψη, προερχόμενη από τους ίδιους πολιτικούς χώρους που διαπλέκονται με οικονομικά συμφέροντα, διαδίδει και σήμερα για το Ελληνικό ότι η αναγνώριση ενός μέρους της συνολικής έκτασης ως αρχαιολογικού χώρου θα είναι καταστροφική, γιατί ο αρχαιολογικός πλούτος δεν μπορεί, δήθεν, να συνυπάρξει με την επένδυση. Αποκρύπτοντας την αλήθεια, ότι ο «επενδυτής» στην προσπάθειά του να κερδίσει όσο μπορεί περισσότερα, ζημιώνει σοβαρά μια χώρα με συγκριτικό πλεονέκτημα την ιστορία και τον πολιτισμό. Και κατηγορούνται όσοι επιδιώκουν να προχωρήσει η επένδυση χωρίς να υποχωρήσει η νομιμότητα, ως εχθροί της ανάπτυξης.
Η επανάληψη των ίδιων σφαλμάτων οδηγεί στα ίδια ολέθρια αποτελέσματα. Η Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη πολιτική για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική της ανάπτυξη, μια πολιτική που στο πρότυπο του Αριστοτελικού μέτρου θα αναζητά το σημείο ισορροπίας μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος.
Το μέτρο που εφαρμόστηκε με επιτυχία στο μετρό στη Θεσσαλονίκη, αναδεικνύοντας τη μέση λύση της συνύπαρξης της Μέσης Οδού με την τεχνολογία, είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα και δείχνει τον δρόμο και στην υπόθεση του Ελληνικού.
Ο πολιτισμός μπορεί να συνυπάρξει με τη σύγχρονη τεχνολογία και να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα που σήμερα απαξιώνονται από τους φανατικούς της άνευ όρων οικονομικής μεγέθυνσης, δεν είναι παρά τεχνολογικά επιτεύγματα και προϊόντα της οικονομικής ανάπτυξης μιας άλλης εποχής...
Ο καθηγητής Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ, left.gr
αρχαία», όπως και ό,τι συνέβη με το μετρό της Θεσσαλονίκης και το αντίστοιχο δίλημμα «ή αρχαία ή μετρό», αλλά και ό,τι συνέβη και εν πολλοίς εξακολουθεί να συμβαίνει με την επένδυση στις Σκουριές και το δίλημμα «ή χρυσός ή περιβάλλον», όπως άλλωστε και ό,τι συνέβη με την κρατικοποίηση του αμαρτωλού ΟΑΣΘ, δεν είναι παρά μια δύσκολη άσκηση προκειμένου η Ελλάδα να γίνει μια «κανονική» χώρα και να μάθει να ζει με κανόνες.
Η χώρα μας από νεοφιλελεύθερο Φαρ Ουέστ, όπου στο όνομα της «ανάπτυξης» και με πρόσχημα την ανάγκη «επενδύσεων» καταστρατηγούνταν κάθε έννοια νομιμότητας, ακυρώνονταν κάθε κανόνας για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και εμποδίζονταν κάθε προσπάθεια προστασίας των κοινών αγαθών, προσπαθεί να μετατραπεί σήμερα σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, όπου η νομιμότητα και οι κανόνες προστατεύουν όσα δεν μπορεί και δεν θέλει να προστατεύσει η αγοραία αντίληψη του εύκολου και άνευ όρων και ορίων πλουτισμού.
Η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, σαν να μην έχει διδαχθεί τίποτε από τα λάθη της που έφεραν τη χώρα στη σημερινή δεινή κατάσταση και κόστισαν στην κοινωνία ήδη οκτώ χρόνια σκληρής λιτότητας και φτώχειας, αλλά και συγχρόνως αμήχανη μπροστά στη νέα πραγματικότητα που αναγορεύει την ανάπτυξη ως μια διευρυμένη έννοια, που δεν αφορά μονόπλευρα τα οικονομικά συμφέροντα των λίγων, αλλά επεκτείνεται και στις κοινωνικές και περιβαλλοντικές και πολιτιστικές παραμέτρους που αφορούν τους πολλούς και το κοινό καλό, έχει αποδυθεί σε μια υπερπροσπάθεια προστασίας των συμφερόντων που λυμαίνονταν τη χώρα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ως δήθεν εχθρό της ανάπτυξης και ως διώκτη των επενδύσεων.
Αν βεβαίως εννοούν ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι εχθρός της «ανάπτυξης της αρπαχτής» και του ξεπουλήματος και διώκτης των ληστρικών επενδύσεων που σκοπό έχουν να ρημάξουν ό,τι έμεινε όρθιο στον τόπο χωρίς να αφήσουν τίποτε πίσω τους, τότε πράγματι έχουν δίκιο. Αρκετά πλήρωσε η χώρα τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για αυτή την «ανάπτυξη» και αυτές τις «επενδύσεις» που την οδήγησαν στη χρεωκοπία και την οικονομική ομηρία.
Σήμερα ήρθε η ώρα να διδαχθούμε από τα λάθη του παρελθόντος και τις ολέθριες συνέπειές τους και να οικοδομήσουμε μια ανάπτυξη για όλους και όχι μόνο για τα συμφέροντα λίγων και προνομιούχων, μια ανάπτυξη δίκαιη που να απευθύνεται στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον.
Αυτή άλλωστε είναι και η ουσία της βιώσιμης ανάπτυξης η οποία αποτελεί σήμερα, μετά την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ανεξέλεγκτης οικονομικής μεγέθυνσης που οδήγησε στην κρίση, το μεγάλο ζητούμενο διεθνώς. Η βιώσιμη ανάπτυξη, διευρύνοντας τους ορίζοντες μιας πρόσκαιρης όσο και κοντόφθαλμης μεγέθυνσης της οικονομίας χωρίς όρους, όρια και κανόνες, δίνει ισότιμη έμφαση εκτός από το κέρδος και την αγορά και στις περιβαλλοντικές, αλλά και στις κοινωνικές και στις πολιτιστικές παραμέτρους που συνδιαμορφώνουν την έννοια της αειφορίας.
Μπαίνει έτσι ένα οριστικό τέλος στην παλιά, όσο και ένοχη για τη σημερινή κατάσταση αντίληψη που γέννησε η παγκοσμιοποίηση και εξέφρασε ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με την οποία οι επενδύσεις με σκοπό το κέρδος λειτουργούσαν σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, εντός της οποίας ξεπλένονταν όλες οι αμαρτίες ενός συστήματος που καταπατούσε νόμους και κανόνες, υποβάθμιζε το περιβάλλον και ξεπουλούσε τα κοινά αγαθά, απαξίωνε τον πολιτισμό και την ιστορία και αδιαφορούσε για την κοινωνική ευημερία.
Το παράδειγμα του μετρό της Θεσσαλονίκης είναι πρόσφατο, εύγλωττο και αρκετά διδακτικό για το πως μπορούμε να μάθουμε να αναπτυσσόμαστε με κανόνες και να μην υποτασσόμαστε σε ανιστόρητα και εκβιαστικά διλήμματα. Η μονόπλευρα αγοραία λοιπόν αντίληψη της προηγούμενης κυβέρνησης, έβλεπε την ανάπτυξη που θα έφερνε το μεγαλύτερο έργο υποδομής που έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη να απειλείται από τα εξαιρετικά σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα του σταθμού Βενιζέλου.
Έτσι, ο Decumanus Maximus, η Μέση Οδός της Ρωμαϊκής και μετέπειτα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, που βρέθηκε ανέπαφη 7 μέτρα κάτω από τη γη, στη θέση όπου επρόκειτο να τοποθετηθούν τα εκδοτήρια των εισιτηρίων του σταθμού του μετρό, έπρεπε, κατά τη δική τους αντίληψη να φύγει από εκεί και να μεταφερθεί σε στρατόπεδο μακριά, εκτός δήμου Θεσσαλονίκης, προκειμένου το έργο να μπορέσει να συνεχίσει απρόσκοπτα. Εφηύραν μάλιστα για τις ανάγκες της υπόθεσης το ανιστόρητο, όσο και εκβιαστικό δίλημμα: «ή αρχαία ή μετρό», εννοώντας ότι η Θεσσαλονίκη πρέπει να διαλέξει αν θέλει να γίνει μια σύγχρονη πόλη με μεγάλες τεχνικές υποδομές, ή αν θέλει να συνεχίσει να ζει στη μιζέρια της υπανάπτυξης, παρέα με τα αρχαιολογικά της ευρήματα. Το δίλημμα αυτό βέβαια, λόγω ακριβώς των κοινωνικών αντιδράσεων που ξεσήκωσε, μετεξελίχθηκε τελικά σε: «ούτε αρχαία ούτε μετρό», μια και το έργο σταμάτησε λίγο καιρό αργότερα.
Το χειρότερο όλων είναι ότι οι τότε υπεύθυνοι της Αττικό Μετρό και του υπουργείου Υποδομών υποστήριξαν ψευδώς, όπως περίτρανα αποδείχθηκε αργότερα, ότι δεν υπάρχει τεχνική λύση συνύπαρξης των αρχαιολογικών ευρημάτων και του σταθμού του μετρό στη Βενιζέλου κι ότι θα έπρεπε να... γκρεμιστούν οι πολυκατοικίες της Εγνατίας προκειμένου αυτό να συμβεί.
Μετά από σθεναρή αντίδραση της τοπικής κοινωνίας με πρωτεργάτες τον δήμο, το πανεπιστήμιο, τους αρχαιολόγους και τους ανθρώπους του πνεύματος και αφού βέβαια εντωμεταξύ άλλαξε η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και ανέλαβε νέα διοίκηση στην Αττικό Μετρό, η τεχνική λύση που επί νεοφιλελεύθερων... δεν υπήρχε, ως δια μαγείας βρέθηκε. Το ΚΑΣ συμφώνησε με αυτήν και σήμερα το μετρό επανεκκίνησε και προχωρεί με γοργούς ρυθμούς ως ένα σύγχρονο και καινοτόμο τεχνικό έργο, το πρώτο στον κόσμο που μέσα στο κέλυφος ενός σταθμού θα αναδεικνύεται ένας σημαντικός ανοικτός αρχαιολογικός χώρος. Με προφανείς συνέπειες εκτός από τον πολιτισμό και για τον τουρισμό, την αγορά και την οικονομία της Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η ίδια νεοφιλελεύθερη αντίληψη, προερχόμενη από τους ίδιους πολιτικούς χώρους που διαπλέκονται με οικονομικά συμφέροντα, διαδίδει και σήμερα για το Ελληνικό ότι η αναγνώριση ενός μέρους της συνολικής έκτασης ως αρχαιολογικού χώρου θα είναι καταστροφική, γιατί ο αρχαιολογικός πλούτος δεν μπορεί, δήθεν, να συνυπάρξει με την επένδυση. Αποκρύπτοντας την αλήθεια, ότι ο «επενδυτής» στην προσπάθειά του να κερδίσει όσο μπορεί περισσότερα, ζημιώνει σοβαρά μια χώρα με συγκριτικό πλεονέκτημα την ιστορία και τον πολιτισμό. Και κατηγορούνται όσοι επιδιώκουν να προχωρήσει η επένδυση χωρίς να υποχωρήσει η νομιμότητα, ως εχθροί της ανάπτυξης.
Η επανάληψη των ίδιων σφαλμάτων οδηγεί στα ίδια ολέθρια αποτελέσματα. Η Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη πολιτική για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική της ανάπτυξη, μια πολιτική που στο πρότυπο του Αριστοτελικού μέτρου θα αναζητά το σημείο ισορροπίας μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος.
Το μέτρο που εφαρμόστηκε με επιτυχία στο μετρό στη Θεσσαλονίκη, αναδεικνύοντας τη μέση λύση της συνύπαρξης της Μέσης Οδού με την τεχνολογία, είναι ένα επιτυχημένο παράδειγμα και δείχνει τον δρόμο και στην υπόθεση του Ελληνικού.
Ο πολιτισμός μπορεί να συνυπάρξει με τη σύγχρονη τεχνολογία και να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα που σήμερα απαξιώνονται από τους φανατικούς της άνευ όρων οικονομικής μεγέθυνσης, δεν είναι παρά τεχνολογικά επιτεύγματα και προϊόντα της οικονομικής ανάπτυξης μιας άλλης εποχής...
Ο καθηγητής Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ, left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου