11.9.17

Το «κυνό-τυπο» Κακό...

Το κείμενο, που φιλοξενεί η «Εφημερίδα των Συντακτών», εστάλη στο «Βήμα» της νέας περιόδου και νέας ιδιοκτησίας και...
απορρίφθηκε χωρίς καμία προηγούμενη εξήγηση με τον γενικευμένο «κυνισμό» που κυριαρχεί -πλην εξαιρέσεων- στα ΜΜΕ.

Ετσι, με τη ρήση της Αρεντ για το «κοινότοπο Κακό», δικαιούμαι, παραλλάσσοντάς την, να τιτλοφορήσω τη μικρή αυτή ειδοποίηση για ό,τι ακολουθεί.

Το κείμενό μου ωστόσο, με την αναμενόμενη κατάληξη -αφού το θέμα του (η απλήρωτη εργασία) συνδέεται όχι με τις συνεταιριστικές μορφές εργοδοσίας, αλλά με την εκμετάλλευση, σε περιόδους κρίσης, στυγνών εργοδοτών- υπήρξε ένα crash-test:

α) για το έγκυρο «Βήμα» που, με υποκριτική σοβαρότητα, εμπαίζει την αρχή της ελευθεροτυπίας,

β) για εμένα, που δοκίμασα και εξάντλησα τις χρόνιες αγκυλώσεις μου ως προς την ιδεοληψία να επιμένω να γράφω στον ΔΟΛ, η ιστορία του οποίου δεν «γράφεται» πλέον.

Ο μαρκήσιος Ντε Σαντ, που «δώρισε» τις προάλλες το «Βήμα» στους αναγνώστες του, παρατηρεί: «Η καλά κρυμμένη και κόσμια διαστροφή μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει για πρότυπο: μήπως δεν είναι ευτυχές όσο και επιδέξιο να αμαρτάνει κανείς χωρίς να σκανδαλίζει τον πλησίον του και, πρακτικά, πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το κακό όταν δεν γίνεται γνωστό;»

Δεν είναι η ιστορία του «Βήματος» -στο πολιτιστικό αρχείο του οποίου υποθέτω ότι συμπεριλαμβάνομαι- ο λόγος για να δημοσιεύσω και αυτό το κείμενο κατά τη νέα περίοδό του.

Η βασική αιτία είναι ένα «καθήκον αντιλογίας», όχι μόνο απέναντι σε ένα συγκείμενο («Το Βήμα») όπου από τις περισσότερες υπογραφές του διαφοροποιούμαι, αλλά και απέναντι στο δικό μου κείμενο για τις αυταπάτες «κύρους» που μου προσπορίζει η γραφή. Αυταπάτες ζωτικές από μια άποψη. Από μια άλλη όμως ολέθριες, τόσο για τη σκοπούμενη αντιλογία όσο και για τον εξίσου σκόπιμο συμβιβασμό.

Η αιτία κυρίως είναι η προσωπική άσκηση (σε συνέχειες) για τη μόνη γραφή με πολιτικό αντίκτυπο που αναγνωρίζω, οι ψευδαισθήσεις της οποίας είναι σημαντικότερες από τις άνευρες, επιχειρηματολογημένες καλλιέπειες. Πολύ περισσότερο από τις φανατισμένες «κορόνες», που με ξεκουφαίνουν, λες και ρίχνουν τα τείχη της Ιεριχούς.

Δεν ξέρω αν έτσι δρομολογώ «την ευφυΐα χωρίς τη βοήθεια των χαρτών του επιτελείου», όπως γράφει ο Ρενέ Σαρ στην πρόσφατη μετάφραση των Φύλλων του Υπνου, ή αν εμφανίζω την αχαρτογράφητη αφέλεια αυτής της ζωτικής αυταπάτης, που οφείλεται περισσότερο στο είδος της επιθυμητικής μηχανής του προβλεπόμενου σχεδόν ασυνειδήτου μου παρά στις απρόβλεπτες συνέπειες της διδάσκουσας συνείδησης παλαιού δασκάλου.

Ξέρω όμως ότι με όσα γράφω στο «Βήμα» ευνοώ την ποίηση και τη γλωσσολογία της ειρωνείας, οργανώνοντας την απαισιοδοξία μου, όχι τόσο για την κυβερνώσα Αριστερά, όσο για την κυβερνητική Δεξιά που επέρχεται.

Και τώρα μερικές σκέψεις για τη συνθήκη του μη αμειβόμενου συγγραφέα ή του απλήρωτου ηθοποιού, που παίζουν στην ισχυρότερη μορφή θεάτρου -μηδέ εξαιρουμένης και της πολιτικής ή της Εκκλησίας. Την αγορά!

Στο θέατρο της αγοράς (αλλά και στο αγοραίο θέατρο) πληρώνεται συνήθως η εργασία. Και όταν δεν πληρώνεται, η αγορά δεν τη λογαριάζει.

Ομως αυτή η απλήρωτη εργασία δεν παύει να αποτελεί μια κοινωνική σχέση ως προς τη συγκρότηση της ίδιας της αγοράς.

Δεν παύει επίσης και να κοστολογείται σαν περίσσευμα της τιμής πώλησης του «εμπορεύματος» (που στην περίπτωση είναι ένα κείμενο ή μια παράσταση) και μάλιστα πάνω από την τιμή κόστους του, παρόλο που δεν της κοστίζει, εφόσον δεν το πληρώνει.

Ομως αυτή η ιδιότυπη σχέση ζητά να αμειφθεί αφ’ εαυτής. Ακριβώς γιατί η αξία της είναι υπαρξιακή -και όχι εμπορευματική- και άρα μη υπολογίσιμη με ό,τι εντέλει επωφελές συνεπάγεται αυτό για την τσέπη του εργοδότη-βαμπίρ και ό,τι καταστροφικό για τον ναρκισσισμό του εργαζόμενου.

Οταν μάλιστα ο εργαζόμενος (συγγραφέας ή ηθοποιός) θεωρεί σημαντικότερη από την αμοιβή του σε χρήμα την (ψευδ)αίσθηση της τέχνης του, τότε το «σύμπτωμά» του -δηλαδή ο τρόπος που υποφέρει κανείς τη σχέση του με την υπεραπόλαυση- δεν μπορεί να αποφύγει την οδυνηρή προειδοποίηση του Λακάν: «Κάποια πράγματα αποσπασμένα από τα [κοστολογημένα] συμφραζόμενά τους μπορεί να είναι αλήθειες αλλά αυτό δεν αποκλείει να είναι και παπαρολογίες».

Γνωρίζω -το ήξερα πάντα- ότι γράφοντας ως απαισιόδοξος, υπερβαίνω το απόφθεγμα με το οποίο, παρά ταύτα, ταυτίζομαι: «Οι απαισιόδοξοι δεν γράφουν» (Μ. Μπλανσό).

Αλλά αυτή η «διπλή δέσμευση» («γράφω ως απαισιόδοξος» και «δεν γράφω ως απαισιόδοξος») δεν ορίζει έναν γραφιά ή έναν ηθοποιό; Κάποιον που πολιτεύεται και λειτουργεί στο πεδίο των ταυτίσεων χωρίς όμως να στηρίζεται στην κατίσχυση αλλά στην επιθυμία;

Συμβαίνει συχνά η εμπειρία της γραφής ή της υπόκρισης να πραγματοποιούνται έξωθεν του ανθρώπου, επειδή συμβαίνει και ο χώρος της γραφής να αποτελεί σκηνή.

Δεν θα άξιζε λοιπόν να γράφει κανείς για τις υπόλοιπες μασκαράτες που σπαν ταμεία;...



Γιώργος Βέλτσος, efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: