Τι δείχνουν για την επόμενη μέρα...
Τα μέλη του πυρήνα που εκτέλεσαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βαρκελώνη δεν ήσαν οι μόνοι που ο ιμάμης του Ριπόλ Αμπντελμπάκι ες Σάτι επεχείρησε να...
φανατίσει και να στρατολογήσει. Τουλάχιστον δύο συγγενείς των δραστών έχουν παραδεχθεί πως ο ιμάμης τους είχε προσεγγίσει, αλλά τα επιχειρήματά του ήσαν απωθητικά γι’ αυτούς. «Θέλησε να μου κάνει κήρυγμα και άρχισε να μου λέει πως το να ακούω μουσική ήταν κακό και άλλα τέτοια. Εγώ του απάντησε πως δεν θα μου άλλαζε μυαλά και να μη μου ξαναμιλήσει», τόνιζε στην εφημερίδα El Pais ένας από τους εξαδέλφους των δραστών στο Καμπρίλς. Ο δε γαμπρός ενός άλλου τόνιζε πως ουδέποτε έκρυψε στην οικογένειά του τη δυσπιστία του απέναντι στις προθέσεις του ες Σάκι. Και τώρα όλοι στην κοινότητα του Ριπόλ αναρωτιούνται πως στάθηκε δυνατό να μπορέσει ο ιμάμης να σπείρει τοη φύτρα του τζιχαντισμού στις καρδιές μίας δράκας νεαρών, που καθ’ όλα τα φαινόμενα ήσαν πλήρως ενσωματωμένοι στην καταλανική κοινωνία και τον τρόπο ζωής της;
Φίλοι και συγγενείς των τρομοκρατών του Ριπόλ διατείνονται πως δυσπιστούσαν στα κηρύγματα του ιμάμη, όμως η προφανής ερώτηση που διατυπώνεται είναι η εξής: γιατί αφού τον υποπτεύονταν δεν ειδοποίησαν τις αρχές; Σε κάθε οικογένεια η απάντηση είναι η ίδια: «διότι ουδέποτε πιστεύαμε ότι θα έφθαναν ως εκεί. Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν πίστευε πως τούτα τα παιδαρέλια θα έκαναν κάτι τέτοιο».
Πραγματικά, οι τρομοκράτες της περασμένης Πέμπτης και Παρασκευής δεν ανταποκρίνονταν στο κλασικό προφίλ του τρομοκράτη και ήσαν πέραν κάθε υποψίας. Θα ήσαν οι τελευταίοι που κάποιος θα έβαζε στοίχημα πως είναι τρομοκράτες. Ήσαν πολύ νεώτεροι από το συνηθισμένο πρότυπο, χωρίς δυσκολίες κοινωνικές, ή οικονομικές, ούτε και εργασιακές, όπως τεκμαίρουν οι φίλοι τους. Δεν είχαν ύποπτοι συμπεριφορά, ή ποινικό μητρώο. Ο ιμάμης επέλεξε να φανατίσει εκείνους ακριβώς που θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να εντοπισθούν.
Όπως τονίζει η Μαρία Ντολόρς Βιλάλτα, σύμβουλος για την Δημοτική Ασφάλεια, τη Συμβίωση και τη Συμμετοχικότητα της δημαρχίας τουΡιπόλ εξηγεί: «ήσαν παιδιά που μιλούσαν άπταιστα τα καταλανικά, είχαν πάει σχολείο εδώ, ήσαν καλοί μαθητές και δεν είχαν εμπλακεί σε προβλήματα». Για τη Νούρια Περπινιά, εκπαιδευτικό και σύμβουλο στον ίδιο τομέα της δημαρχίας –κι επιπλέον γειτόνισσα των τρομοκρατών—«ποτέ δεν είχαν δείξει κακή συμπεριφορά, και ούτε ήσαν υπερβολικά θρησκευόμενοι».
Ο Μανουέλ Γκαθάπο είναι διευθυντής του Παρατηρητηρίου Εθνικής Ασφάλειας και επιχειρεί να προβάλει κάποιους από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν τον τρόπο και τα γιατί που ώθησαν παιδιά με τέτοιο χαρακτήρα να εκτελέσουν αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις. «Πρώτος παράγοντας είναι ασφαλώς η ηλικία: ήσαν πολύ νεώτεροι απ’ ότι είναι συνήθως οι τρομοκράτες και ως εκ τούτου βρισκόμαστε ενώπιον ατόμων με ακόμη πολύ εύπλαστη προσωπικότητα». Ο δεύτερος παράγοντας είναι εκείνος που ανοίγει ένα ευρύ πεδίο για διάλογο: η καταγωγή τους. «Όλοι διατείνονται πως ήσαν πλήρως ενσωματωμένοι. Αυτό αληθεύει μεν, αλλά δεν έπαψαν ποτέ να ανήκουν σε μία μειονότητα που διαρκώς αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί και να αποκλεισθεί. Αρκεί το παραμικρό κίνητρο για να μετατρέψει τα παιδιά αυτά σε αποδιοπομπαίους. Ένα πράγμα είναι μιλάμε για πλήρη ενσωμάτωση από θεσμικής πλευράς και άλλο είναι να τη φέρουμε την ενσωμάτωση αυτή στους δρόμους».
Με τούτην την άποψη συμφωνεί και ο εξάδελφος ενός από τους τρομοκράτες και γείτονάς του στο Ριπόλ: «Ναι, μεγαλώσαμε εδώ και δεν είχαμε προβλήματα συμβίωσης, όμως είμαστε και πάντοτε θα είμαστε οι ‘μαυριτανοί’ (moros). Στο σχολείο ήμασταν οι ‘μαυριτανοί’ και τα κορίτσια δεν ήθελαν να βγουν μαζύ μας. Και οι μεγαλύτεροι πιστεύουν πως όλοι μας πουλάμε χασίς». Το συμπέρασμα που βγάζει ο Γκαθάπο είναι πως «η ενσωμάτωση δεν αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα». «Κανένας παράγοντας δεν είναι καθοριστικός άλλωστε. Το γεγονός ότι ένα παιδί βρίσκεται αποκλεισμένο δε σημαίνει ότι αναγκαστικά θα σκοτώσει κάποιον», τονίζει ο ίδιος.
Οι απρόβλεπτες τούτες παράμετροι στην περίπτωση των τρομοκρατών του Ριπόλ προκαλεί σύγχυση στα θεσμικά όργανα και τους γείτονές τους. Τόσο η Ντολόρς, όσο και η Περπινιά δηλώνουν «σοκαρισμένες» και παραδέχονται: «πλέον έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της κοινότητας. Κυριαρχεί ένα βαθύ συναίσθημα αποκαρδίωσης και θα χρειασθεί πολύ δουλειά στο μέλλον για να αποκαταστήσουμε τούτη την εμπιστοσύνη».
Αλλά ο σεισμός που προκλήθηκε από τα γεγονότα δεν έχει πλήξει μόνο τοην κοινωνική ζωή και τον τομέα της εκπαίδευσης. Έχει συγκλονίσει βαθύτατα και το αίσθημα ασφάλειας. Πλέον τα χαρακτηριστικά του τρομοκράτη που κάποιος πρέπει να προσέχει στο μέλλον, έχουν πολλαπλασιασθεί. «Τώρα πλέον έχουμε κατανοήσει πως ο καθένας μπορεί να φανατισθεί. Εάν προηγουμένως οι αρχές ασφαλείας εστιάζονταν σε νεαρούς ηλικίας άνω των 25 ετών και χωρίς μόρφωση, τώρα το ριπίδι των χαρακτηριστικών έχει ανοίξει ακόμη περισσότερο και περιλαμβάνει ακόμη και παιδιά και νέους καλά ενσωματωμένους» στα δυτικά πρότυπα, εξηγεί ο Γκαθάπο.
Συνεπώς, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη μακάβρια έλξη που ασκούσε ο ιμάμης και η δεινότητα των λόγων του. Δρώντας αργά και με συνέπεια κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των νεαρών και διέπλασε τις ιδέες τους. «Επέστρεψε Στο παλαιό ύφος (προσηλυτισμού) της Αλ Κάιντα. Δεν χρησιμοποίησε το διαδίκτυο, αλλά την τακτική του πρόσωπο με πρόσωπο, συναντώντας τους νεαρούς είτε σε φορτηγάκια, είτε σε άλλα κρησφύγετα», τονίζει ο ίδιος ειδικός.
Και μάλιστα επέλεξε τους κατάλληλους στόχους, όπως εξηγεί ο Ρασίντ, εξάδελφος ενός από τους τρομοκράτες: «από τους πρώτους που προσέγγισε ήταν ο Γιούσεφ (Χούλι, ο οποίος σκοτώθηκε στην έκρηξη στο Αλκάναρ) και ο Μόχα (Μοχάμεντ Χισάμι, που σκοτώθηκε στο Καμπρίλς). Αυτοί ήσαν οι αρχηγοί στην παρέα. Μετά ακολούθησαν τα αδέλφια τους και κατόπιν οι άλλοι. Και το γεγονός ότι όλοι ήσαν μια οικογένεια. Τα έκαναν όλα στα κρυφά», εξηγεί ο Ρασίντ.
Ο ίδιος επιμένει πως το κλειδί της υπόθεσης είναι ο ιμάμης: «ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, μέσα σε μισή ώρα σε είχε πείσει. Σου αφαιρούσε κάθε φόβο. Κι αυτό είναι το κλειδί της υπόθεσης». Οι στρατολογητές αυτού του είδους είναι επίλεκτες μονάδες στους κόλπους του ΙΚ . Για τον λόγο τούτο, οι διωκτικές αρχές πιστεύουν πως εάν δεν είχε χάσει τη ζωή του στην έκρηξη στην κατοικία –ορμητήριο στο Αλκάναρ, ο ες Σάτι θα είχε επιστρέψει ήδη στη Συρία, χωρίς να έχει συμμετοχή στις επιθέσεις. «Δυστυχώς όμως υπάρχουν κι άλλοι πολλοί στρατολογητές», τονίζει ο Γκαθάπο. Και ο Ρασίντ επιβεβαιώνει: «αυτό δεν τελείωσε ακόμα»...
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Τα μέλη του πυρήνα που εκτέλεσαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βαρκελώνη δεν ήσαν οι μόνοι που ο ιμάμης του Ριπόλ Αμπντελμπάκι ες Σάτι επεχείρησε να...
φανατίσει και να στρατολογήσει. Τουλάχιστον δύο συγγενείς των δραστών έχουν παραδεχθεί πως ο ιμάμης τους είχε προσεγγίσει, αλλά τα επιχειρήματά του ήσαν απωθητικά γι’ αυτούς. «Θέλησε να μου κάνει κήρυγμα και άρχισε να μου λέει πως το να ακούω μουσική ήταν κακό και άλλα τέτοια. Εγώ του απάντησε πως δεν θα μου άλλαζε μυαλά και να μη μου ξαναμιλήσει», τόνιζε στην εφημερίδα El Pais ένας από τους εξαδέλφους των δραστών στο Καμπρίλς. Ο δε γαμπρός ενός άλλου τόνιζε πως ουδέποτε έκρυψε στην οικογένειά του τη δυσπιστία του απέναντι στις προθέσεις του ες Σάκι. Και τώρα όλοι στην κοινότητα του Ριπόλ αναρωτιούνται πως στάθηκε δυνατό να μπορέσει ο ιμάμης να σπείρει τοη φύτρα του τζιχαντισμού στις καρδιές μίας δράκας νεαρών, που καθ’ όλα τα φαινόμενα ήσαν πλήρως ενσωματωμένοι στην καταλανική κοινωνία και τον τρόπο ζωής της;
Φίλοι και συγγενείς των τρομοκρατών του Ριπόλ διατείνονται πως δυσπιστούσαν στα κηρύγματα του ιμάμη, όμως η προφανής ερώτηση που διατυπώνεται είναι η εξής: γιατί αφού τον υποπτεύονταν δεν ειδοποίησαν τις αρχές; Σε κάθε οικογένεια η απάντηση είναι η ίδια: «διότι ουδέποτε πιστεύαμε ότι θα έφθαναν ως εκεί. Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν πίστευε πως τούτα τα παιδαρέλια θα έκαναν κάτι τέτοιο».
Πραγματικά, οι τρομοκράτες της περασμένης Πέμπτης και Παρασκευής δεν ανταποκρίνονταν στο κλασικό προφίλ του τρομοκράτη και ήσαν πέραν κάθε υποψίας. Θα ήσαν οι τελευταίοι που κάποιος θα έβαζε στοίχημα πως είναι τρομοκράτες. Ήσαν πολύ νεώτεροι από το συνηθισμένο πρότυπο, χωρίς δυσκολίες κοινωνικές, ή οικονομικές, ούτε και εργασιακές, όπως τεκμαίρουν οι φίλοι τους. Δεν είχαν ύποπτοι συμπεριφορά, ή ποινικό μητρώο. Ο ιμάμης επέλεξε να φανατίσει εκείνους ακριβώς που θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να εντοπισθούν.
Όπως τονίζει η Μαρία Ντολόρς Βιλάλτα, σύμβουλος για την Δημοτική Ασφάλεια, τη Συμβίωση και τη Συμμετοχικότητα της δημαρχίας τουΡιπόλ εξηγεί: «ήσαν παιδιά που μιλούσαν άπταιστα τα καταλανικά, είχαν πάει σχολείο εδώ, ήσαν καλοί μαθητές και δεν είχαν εμπλακεί σε προβλήματα». Για τη Νούρια Περπινιά, εκπαιδευτικό και σύμβουλο στον ίδιο τομέα της δημαρχίας –κι επιπλέον γειτόνισσα των τρομοκρατών—«ποτέ δεν είχαν δείξει κακή συμπεριφορά, και ούτε ήσαν υπερβολικά θρησκευόμενοι».
Ο Μανουέλ Γκαθάπο είναι διευθυντής του Παρατηρητηρίου Εθνικής Ασφάλειας και επιχειρεί να προβάλει κάποιους από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν τον τρόπο και τα γιατί που ώθησαν παιδιά με τέτοιο χαρακτήρα να εκτελέσουν αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις. «Πρώτος παράγοντας είναι ασφαλώς η ηλικία: ήσαν πολύ νεώτεροι απ’ ότι είναι συνήθως οι τρομοκράτες και ως εκ τούτου βρισκόμαστε ενώπιον ατόμων με ακόμη πολύ εύπλαστη προσωπικότητα». Ο δεύτερος παράγοντας είναι εκείνος που ανοίγει ένα ευρύ πεδίο για διάλογο: η καταγωγή τους. «Όλοι διατείνονται πως ήσαν πλήρως ενσωματωμένοι. Αυτό αληθεύει μεν, αλλά δεν έπαψαν ποτέ να ανήκουν σε μία μειονότητα που διαρκώς αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί και να αποκλεισθεί. Αρκεί το παραμικρό κίνητρο για να μετατρέψει τα παιδιά αυτά σε αποδιοπομπαίους. Ένα πράγμα είναι μιλάμε για πλήρη ενσωμάτωση από θεσμικής πλευράς και άλλο είναι να τη φέρουμε την ενσωμάτωση αυτή στους δρόμους».
Με τούτην την άποψη συμφωνεί και ο εξάδελφος ενός από τους τρομοκράτες και γείτονάς του στο Ριπόλ: «Ναι, μεγαλώσαμε εδώ και δεν είχαμε προβλήματα συμβίωσης, όμως είμαστε και πάντοτε θα είμαστε οι ‘μαυριτανοί’ (moros). Στο σχολείο ήμασταν οι ‘μαυριτανοί’ και τα κορίτσια δεν ήθελαν να βγουν μαζύ μας. Και οι μεγαλύτεροι πιστεύουν πως όλοι μας πουλάμε χασίς». Το συμπέρασμα που βγάζει ο Γκαθάπο είναι πως «η ενσωμάτωση δεν αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα». «Κανένας παράγοντας δεν είναι καθοριστικός άλλωστε. Το γεγονός ότι ένα παιδί βρίσκεται αποκλεισμένο δε σημαίνει ότι αναγκαστικά θα σκοτώσει κάποιον», τονίζει ο ίδιος.
Οι απρόβλεπτες τούτες παράμετροι στην περίπτωση των τρομοκρατών του Ριπόλ προκαλεί σύγχυση στα θεσμικά όργανα και τους γείτονές τους. Τόσο η Ντολόρς, όσο και η Περπινιά δηλώνουν «σοκαρισμένες» και παραδέχονται: «πλέον έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό της κοινότητας. Κυριαρχεί ένα βαθύ συναίσθημα αποκαρδίωσης και θα χρειασθεί πολύ δουλειά στο μέλλον για να αποκαταστήσουμε τούτη την εμπιστοσύνη».
Αλλά ο σεισμός που προκλήθηκε από τα γεγονότα δεν έχει πλήξει μόνο τοην κοινωνική ζωή και τον τομέα της εκπαίδευσης. Έχει συγκλονίσει βαθύτατα και το αίσθημα ασφάλειας. Πλέον τα χαρακτηριστικά του τρομοκράτη που κάποιος πρέπει να προσέχει στο μέλλον, έχουν πολλαπλασιασθεί. «Τώρα πλέον έχουμε κατανοήσει πως ο καθένας μπορεί να φανατισθεί. Εάν προηγουμένως οι αρχές ασφαλείας εστιάζονταν σε νεαρούς ηλικίας άνω των 25 ετών και χωρίς μόρφωση, τώρα το ριπίδι των χαρακτηριστικών έχει ανοίξει ακόμη περισσότερο και περιλαμβάνει ακόμη και παιδιά και νέους καλά ενσωματωμένους» στα δυτικά πρότυπα, εξηγεί ο Γκαθάπο.
Συνεπώς, το ενδιαφέρον εστιάζεται στη μακάβρια έλξη που ασκούσε ο ιμάμης και η δεινότητα των λόγων του. Δρώντας αργά και με συνέπεια κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των νεαρών και διέπλασε τις ιδέες τους. «Επέστρεψε Στο παλαιό ύφος (προσηλυτισμού) της Αλ Κάιντα. Δεν χρησιμοποίησε το διαδίκτυο, αλλά την τακτική του πρόσωπο με πρόσωπο, συναντώντας τους νεαρούς είτε σε φορτηγάκια, είτε σε άλλα κρησφύγετα», τονίζει ο ίδιος ειδικός.
Και μάλιστα επέλεξε τους κατάλληλους στόχους, όπως εξηγεί ο Ρασίντ, εξάδελφος ενός από τους τρομοκράτες: «από τους πρώτους που προσέγγισε ήταν ο Γιούσεφ (Χούλι, ο οποίος σκοτώθηκε στην έκρηξη στο Αλκάναρ) και ο Μόχα (Μοχάμεντ Χισάμι, που σκοτώθηκε στο Καμπρίλς). Αυτοί ήσαν οι αρχηγοί στην παρέα. Μετά ακολούθησαν τα αδέλφια τους και κατόπιν οι άλλοι. Και το γεγονός ότι όλοι ήσαν μια οικογένεια. Τα έκαναν όλα στα κρυφά», εξηγεί ο Ρασίντ.
Ο ίδιος επιμένει πως το κλειδί της υπόθεσης είναι ο ιμάμης: «ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, μέσα σε μισή ώρα σε είχε πείσει. Σου αφαιρούσε κάθε φόβο. Κι αυτό είναι το κλειδί της υπόθεσης». Οι στρατολογητές αυτού του είδους είναι επίλεκτες μονάδες στους κόλπους του ΙΚ . Για τον λόγο τούτο, οι διωκτικές αρχές πιστεύουν πως εάν δεν είχε χάσει τη ζωή του στην έκρηξη στην κατοικία –ορμητήριο στο Αλκάναρ, ο ες Σάτι θα είχε επιστρέψει ήδη στη Συρία, χωρίς να έχει συμμετοχή στις επιθέσεις. «Δυστυχώς όμως υπάρχουν κι άλλοι πολλοί στρατολογητές», τονίζει ο Γκαθάπο. Και ο Ρασίντ επιβεβαιώνει: «αυτό δεν τελείωσε ακόμα»...
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου