Διορθώνεται κανένας καμιά φορά καλύτερα με τη θέα του κακού, παρά με το παράδειγμα του καλού, έλεγε ο Μπλεζ Πασκάλ, ο Γάλλος μαθηματικός, φυσικός και φιλόσοφος.
Ομως, ποιο...
είναι το καλό που αντιπαρατίθεται στο ριζικό κακό; Είναι οπωσδήποτε καλό το ρεπερτόριο που, για να απαλλάξει τους χρήστες της ημιπεριφέρειας Ελλάς από τις ευθύνες της δικής τους χρόνιας πατρωνίας, νομιμοποιεί με όρους μετανεωτερικού διακυβερνητισμού το κεντρικό τιμωρητικό αφήγημα της επιτροπείας; Ηταν αναγκαίο το μύθευμα των μονόδρομων πολιτικών υπό την «καλοήθη» κηδεμονία της τρόικας και των ευρωπαϊκών θεσμών;
Θα συμφωνούσε κάποιος, αν όλο αυτό το αφήγημα λάμβανε στοιχειωδώς υπόψη του τις εξίσου σοβαρές ευθύνες των πιστωτών, αν δεν ήταν α-ιστορικό∙ αν δεν ήταν αντιμνήμη, ή –με όρους παιγνίου- αν δεν ήταν «ένα καρέ τυφλών». Θα συμφωνούσε αν, πράγματι, το αφήγημα λάμβανε υπόψη του την υπόθεση της ανάπτυξης με βάση τις πραγματικές αξίες και ανάγκες των πολιτών και όχι των οπαδών.
Και ποιο είναι το κακό που αντιπαρατίθεται στο ριζικό καλό; Σύμφωνα με το τρέχον αφήγημα της Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ όπως αναπαράγεται στην ιδιωτική τηλεόραση, είναι ο λαϊκισμός, η εσωστρέφεια, η ροπή στον πατερναλισμό, ο κρατικός προστατευτισμός, η αμφισβήτηση των αρχών της αγοράς, ο λουδιτισμός μας και η χρόνια βαλκανίλα μας. Ολα αυτά τα εκφράζει, κατά τη γνώμη τους, ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως, το αφήγημα αυτό αφήνει έξω ορισμένες παραδοχές. Πρώτον, αγνοεί ότι αυτή η κυβέρνηση αναδείχτηκε προφανώς με ολωσδιόλου δικά τους υλικά, δεύτερον, αγνοεί ότι αυτή η κυβέρνηση ή, τουλάχιστον ο κομματικός πυρήνας του 3%-4%, δεν ταυτίζεται με την Αριστερά και, τρίτο και σπουδαιότερο, ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα, πριν από την κρίση, υιοθέτησε τις «εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις», κατέρρευσε μετά από μερικά χρόνια η ελληνική οικονομία.
Απλά, θυμηθείτε τον Π. Α. Θωμόπουλο (υποδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος το 1994-2009 και αναπληρωτή διοικητή του ΔΝΤ για την Ελλάδα το 2002-2008) το 2006 να εγκωμιάζει τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του ελληνικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος απελευθερώθηκε από το αδιέξοδο των αυστηρών κανονισμών και «κατέστη ένας ελεύθερος ανταγωνιστικός και δυναμικός τομέας και βασικός πυλώνας επιτυχίας των οικονομικών επιδόσεων της Ελλάδας». Θυμηθείτε την «ισχυρή Ελλάδα» του Κώστα Σημίτη.
Επομένως, και εδώ θα συμφωνούσε κάποιος για τις ποιότητες του κακού, αν το όλο αφήγημα δεν εκφραζόταν από τους κιβδηλοποιούς εκείνης της πολιτικής μήτρας που πιστεύει ότι πρέπει να έχει το μονοπώλιο και την κληρονομική ιδιοκτησία της εξουσίας.
Θα μπορούσε, ίσως, να ήταν ειλικρινής η άποψη αυτή αν δεν ταύτιζε την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη του 21ου αιώνα με τις πιο ψευδείς, τις πιο κυνικές μορφές της καλπάζουσας φτώχειας και ανισότητας, νεοφιλελεύθερης κοπής.
«Εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης», αποσιωπώνται πολλές παθολογίες του ελληνικού τρόπου (και του κυβερνητικού) που, με τη σειρά τους, κινούνται στην τροχιά των παθολογιών του ευρωπαϊκού. Ομοίως, εν τη απουσία οποιασδήποτε εναλλακτικής οπτικής, αποσιωπώνται εξίσου και οι πολλαπλές δυνατότητες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη που, μέσα από την κοινωνία, μιλούν για την κοινωνία∙ αναμορφώνουν το κακό∙ κοιτούν πίσω από τις επιφάνειες, έξω από τους καθρέφτες δεδομένων και κανονικοτήτων.
Το πρόβλημα του γέροντος Φραγκούλα –του υπαρξιακού ήρωα στο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» του Παπαδιαμάντη– είναι περίπου το ίδιο με τον σημερινό βρόχο. «Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε», με το ζήτημα του χρέους να μετατίθεται από τις γερμανικές στις ελληνικές καλένδες.
Οπως και το άλλο: «Εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν...». Πράγματι, πολλοί πηγαίνουν στις Παναγιές τον Δεκαπενταύγουστο. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε έθνος θρησκόληπτων και σκοταδιστών.
Αλλοι προσκυνούν στις παραλίες χωρίς να σημαίνει πως είναι αλιβάνιστοι, άλλοι σβήνουν τον καημό τους στα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου και άλλοι ρεμβάζουν αναμασώντας την ξεπεσμένη αρχοντιά. Αλλοι δουλεύουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούν ή διαφωνούν με τις καταστροφικές δυναμικές της Ευρώπης ή τις ελληνικές χαοτικές τροπικότητες. Αλλοι, οι περισσότεροι, δεν αναγνωρίζουν καλά καλά τον εαυτό τους.
«Τι κι αν πήρε η μπόρα όλη τη σταφίδα μας; Εμάς δεν μας πήρε». Αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα του Νίκου Καζαντζάκη –από τη νεροποντή ενός μακρινού Δεκαπενταύγουστου. Αλλά, κι αυτό είναι μισό∙ απαντάει σε συναισθήματα μικροκλίμακας με την κινητοποίηση της αξιοπρέπειας. Το άλλο μισό είναι η οργή, η αγανάκτηση, η ανημπόρια –εξίσου πραγματικά. Τα μικρά και τα μεγάλα είναι ζητήματα κοινωνίας και πολιτικής.
»Και θα μπορούσαμε –εφόσον δεν μας πήρε η μπόρα– να τα κάνουμε παραδείγματα καλού, κοιτώντας το κακό. Και, γι’ αυτό, δεν υπάρχει καταλληλότερος και συμβολικότερος τόπος από την Ελλάδα. Αρκεί να μην πέσει στην ανεμοζάλη ότι «η ιστορία ή ο θεός είναι με το μέρος μας», γιατί δεν είναι...
Θανάσης Βασιλείου (efsyn)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου