Ο εποικισμός, δηλαδή η οργανωμένη και συστηματική μεταφορά πληθυσμού σε συγκεκριμένο χώρο, είτε υπό ειδικό καθεστώς είτε κατεχόμενο, με σκοπό τη...
δημογραφική και εθνική αλλοίωση του, υπήρξε χαρακτηριστική συνισταμένη της τουρκικής στρατηγικής αφελληνισμού τόσο της Ίμβρου και της Τενέδου, όσο και της Κύπρου. Μία συγκριτική προσέγγιση της τουρκικής στρατηγικής σε αμφότερες τις περιπτώσεις αποδεικνύει την άνωθεν διαπίστωση.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, η Τουρκία προέβαλε το γεωπολιτικό επιχείρημα ότι τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος αποτελούν φυσικά στρατηγικά ερείσματα στο στόμιο του Ελλησπόντου και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να κατέχονται από την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο το γεωπολιτικό κριτήριο υπερίσχυσε του ιστορικού και της δημογραφικής πραγματικότητας, παραμερίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Ελλήνων των δύο νήσων, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους. Ενημερωτικώς, το 1923 οι Έλληνες κάτοικοι της Ίμβρου αριθμούσαν περίπου 9.500 (ποσοστό 92%) και της Τενέδου 2.800 (ποσοστό 100%).
Πέραν της ευρείας γκάμας παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης, με την εφαρμογή της απόφασης 35/1964 για τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο, της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, επιταχύνθηκε το πρόγραμμα αφελληνισμού των δύο νήσων. Η απόφαση εκείνη έμεινε γνωστή ως «Πρόγραμμα Διάλυσης» (Eritme Programi) και λόγω του ότι το πρόγραμμα παρΑβίαζε τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν ανεκοινώθη ποτέ επισήμως από το τουρκικό Κράτος.
Το 1964, με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο, η Τουρκική κυβέρνηση έκλεισε όλα τα σχολεία και απαγόρευσε τη διδασκαλία της Ελληνικής, ακόμη και στα σπίτια. Την ίδια χρονιά, με τοΝ νόμο 6830, προχώρησε στο πιο κρίσιμο κτύπημα κατά του Ελληνικού στοιχείου. Προχώρησε σε απαλλοτριώσεις γης, δίδοντας εξευτελιστικά ποσά στους κατοίκους, με συνέπεια σταδιακώς, το τουρκικό κράτος, να φέρει υπό την κατοχή του το 98% του συνόλου του γονίμου εδάφους. Το αποτέλεσμα, οι κάτοικοι των νήσων, στην πλειονότητα γεωργοί και κτηνοτρόφοι, να στερηθούν τα προς το ζην και να αναγκαστούν να προσφυγοποιηθούν στην Ελλάδα.
Επιπλέον, μία σειρά άλλων μέτρων λειτούργησε ως τακτική ψυχολογικής βίας με στόχο την περαιτέρω τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού των νήσων. Για παράδειγμα, στην Ίμβρο δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες «ανοικτές αγροτικές φυλακές» στις οποίες μετεφέρθησαν βαρυποινίτες με ελευθερία κινήσεων στο νησί τρομοκρατώντας και, σε μερικές περιπτώσεις, σκοτώνοντας κατοίκους. Επίσης, σε αμφότερα τα νησιά μεταφέρθηκε στρατιωτικό τάγμα, του οποίου οι στρατιώτες προέβαιναν σε λεηλασίες και δολοφονίες Ελλήνων. Ουδείς συνελήφθη και κατεδικάσθη για οποιαδήποτε δολοφονία Έλληνα στις Ίμβρο και Τένεδο. Επιπλέον, ο στρατός προχώρησε και σε κατάσχεση ή καταστροφή εκκλησιών για το σκοπό δημιουργίας στρατοπέδων. Τέλος, μεταξύ άλλων παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης, το Τουρκικό κράτος στέρησε την τουρκική υπηκοότητα σε Ιμβρίους και Τενεδίους που διέμεναν στο εξωτερικό με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιστρέψουν στα νησιά τους.
Ως συνέπεια της πιο πάνω τουρκικής πολιτικής, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων κατοίκων της Ίμβρου και της Τενέδου εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα νησιά τους, στα οποία το Ελληνικό στοιχείο ζούσε για 3.000 χρόνια, και να προσφυγοποιηθούν. Σήμερα, στην Ίμβρο ζουν λιγότεροι από 200 Έλληνες και λιγότεροι από 10 ηλικιωμένοι στην Τένεδο.
Στην περίπτωση της Κύπρου, αν και αρχικώς το πολιτικό πλαίσιο δράσης ήταν πιο δύσκολο για την Τουρκία λόγω της ανεξαρτησίας που δόθηκε στο νησί το 1960, η εισβολή του 1974 διευκόλυνε την υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου για την ανάκτηση της Κύπρου (“Kıbrıs’ı İstirdat Planı”) που συνελήφθη από τον Νιχάτ Ερίμ το 1956 και σε σχέση με τον εποικισμό διετυπώθη ως εξής: «Θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα μέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης». Η διατύπωση αυτή του Νιχάτ Ερίμ συμπυκνώνει τη μακροχρόνια στρατηγική αφελληνισμού της νήσου.
Οι στοχεύσεις από το ’74
Οι τακτικοί στόχοι του εποικισμού από το 1974 και εντεύθεν είναι οι εξής: Μεσοπροθέσμως, η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων της Κύπρου, ούτως ώστε η Άγκυρα σταδιακώς να νομιμοποιεί τις απαιτήσεις της στις συνομιλίες σχετικώς προς την εδαφική και συνταγματική πτυχή του προβλήματος.
Το εθνικό ξεκαθάρισμα του κατεχομένου τμήματος μέσω της μαζικής μεταφοράς Τούρκων από την Ανατολία. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τον βίαιο εκτοπισμό των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε τι ελληνικού που υπήρχε για αιώνες και στην τουρκοποίηση της περιοχής.
Η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και ο επηρεασμός των εκλογών, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ηγεσία των Τούρκων της Κύπρου θα συμμορφούται με τις πολιτικές επιλογές της Τουρκίας και η πολιτική ζωή στα κατεχόμενα να μην αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της Τουρκίας. Για τον σκοπό αυτό, στους εποίκους έχουν παραχωρηθεί ‘υπηκοότητα’, ‘εκλογικά δικαιώματα’, ‘άδειες εργασίας’ και αυθαιρέτως το δικαίωμα να σφετερίζονται ελληνοκυπριακές περιουσίες.
Με τον εποικισμό, μεσοπροθέσμως, η Τουρκία ενισχύει τη στρατιωτική παρουσία της στο νησί, με τη διάθεση επιπρόσθετων εκπαιδευμένων εφεδρειών για τις δυνάμεις κατοχής. Μακροπροθέσμως, στόχος της Τουρκίας παραμένει βεβαίως ο έλεγχος και η χειραγώγηση της πολιτικής θέλησης των Τουρκοκυπρίων μετά τη λύση.
Ως προς αυτό διαλύονται οι όποιες αμφιβολίες ότι με την παραμονή εποίκων η Τουρκία δεν θα μπορεί να ελέγχει την πολιτική ζωή στο τουρκικό συνιστών κρατίδιο. Τέλος, ο επηρεασμός μιας δίκαιης λύσης του Κυπριακού προβλήματος με τη δημιουργία νέων τετελεσμένων επί της πληθυσμιακής σύνθεσης, των οποίων η ανατροπή να αποδειχθεί πρακτικώς δύσκολη.
ΜΕΣΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΥ
Τόσο στην περίπτωση του αφελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου όσο και της κατεχομένης Κύπρου, η Τουρκία συμπεριφέρθηκε ως να μην υπήρχε ούτε η διεθνής κοινότητα, ούτε διεθνείς συνθήκες που επιβάλλουν συμβατικές υποχρεώσεις και υπαγορεύουν μία δεδομένη συμπεριφορά. Σε τελική ανάλυση, αν ο εποικισμός σε Ίμβρο και Τένεδο «νομιμοποιήθηκε» ως εργαλείο για το σκοπό της ομογενοποίησης τουρκικού έθνους- κράτους, στην περίπτωση της Κύπρου λειτούργησε και λειτουργεί ως μέσο υλοποίησης του τουρκικού γεωστρατηγικού επεκτατισμού.
mignatiou.com
δημογραφική και εθνική αλλοίωση του, υπήρξε χαρακτηριστική συνισταμένη της τουρκικής στρατηγικής αφελληνισμού τόσο της Ίμβρου και της Τενέδου, όσο και της Κύπρου. Μία συγκριτική προσέγγιση της τουρκικής στρατηγικής σε αμφότερες τις περιπτώσεις αποδεικνύει την άνωθεν διαπίστωση.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, η Τουρκία προέβαλε το γεωπολιτικό επιχείρημα ότι τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος αποτελούν φυσικά στρατηγικά ερείσματα στο στόμιο του Ελλησπόντου και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να κατέχονται από την Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο το γεωπολιτικό κριτήριο υπερίσχυσε του ιστορικού και της δημογραφικής πραγματικότητας, παραμερίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Ελλήνων των δύο νήσων, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους. Ενημερωτικώς, το 1923 οι Έλληνες κάτοικοι της Ίμβρου αριθμούσαν περίπου 9.500 (ποσοστό 92%) και της Τενέδου 2.800 (ποσοστό 100%).
Πέραν της ευρείας γκάμας παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης, με την εφαρμογή της απόφασης 35/1964 για τις νήσους Ίμβρο και Τένεδο, της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας, επιταχύνθηκε το πρόγραμμα αφελληνισμού των δύο νήσων. Η απόφαση εκείνη έμεινε γνωστή ως «Πρόγραμμα Διάλυσης» (Eritme Programi) και λόγω του ότι το πρόγραμμα παρΑβίαζε τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν ανεκοινώθη ποτέ επισήμως από το τουρκικό Κράτος.
Το 1964, με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο, η Τουρκική κυβέρνηση έκλεισε όλα τα σχολεία και απαγόρευσε τη διδασκαλία της Ελληνικής, ακόμη και στα σπίτια. Την ίδια χρονιά, με τοΝ νόμο 6830, προχώρησε στο πιο κρίσιμο κτύπημα κατά του Ελληνικού στοιχείου. Προχώρησε σε απαλλοτριώσεις γης, δίδοντας εξευτελιστικά ποσά στους κατοίκους, με συνέπεια σταδιακώς, το τουρκικό κράτος, να φέρει υπό την κατοχή του το 98% του συνόλου του γονίμου εδάφους. Το αποτέλεσμα, οι κάτοικοι των νήσων, στην πλειονότητα γεωργοί και κτηνοτρόφοι, να στερηθούν τα προς το ζην και να αναγκαστούν να προσφυγοποιηθούν στην Ελλάδα.
Επιπλέον, μία σειρά άλλων μέτρων λειτούργησε ως τακτική ψυχολογικής βίας με στόχο την περαιτέρω τρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού των νήσων. Για παράδειγμα, στην Ίμβρο δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες «ανοικτές αγροτικές φυλακές» στις οποίες μετεφέρθησαν βαρυποινίτες με ελευθερία κινήσεων στο νησί τρομοκρατώντας και, σε μερικές περιπτώσεις, σκοτώνοντας κατοίκους. Επίσης, σε αμφότερα τα νησιά μεταφέρθηκε στρατιωτικό τάγμα, του οποίου οι στρατιώτες προέβαιναν σε λεηλασίες και δολοφονίες Ελλήνων. Ουδείς συνελήφθη και κατεδικάσθη για οποιαδήποτε δολοφονία Έλληνα στις Ίμβρο και Τένεδο. Επιπλέον, ο στρατός προχώρησε και σε κατάσχεση ή καταστροφή εκκλησιών για το σκοπό δημιουργίας στρατοπέδων. Τέλος, μεταξύ άλλων παραβιάσεων της Συνθήκης της Λωζάννης, το Τουρκικό κράτος στέρησε την τουρκική υπηκοότητα σε Ιμβρίους και Τενεδίους που διέμεναν στο εξωτερικό με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιστρέψουν στα νησιά τους.
Ως συνέπεια της πιο πάνω τουρκικής πολιτικής, η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων κατοίκων της Ίμβρου και της Τενέδου εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα νησιά τους, στα οποία το Ελληνικό στοιχείο ζούσε για 3.000 χρόνια, και να προσφυγοποιηθούν. Σήμερα, στην Ίμβρο ζουν λιγότεροι από 200 Έλληνες και λιγότεροι από 10 ηλικιωμένοι στην Τένεδο.
Στην περίπτωση της Κύπρου, αν και αρχικώς το πολιτικό πλαίσιο δράσης ήταν πιο δύσκολο για την Τουρκία λόγω της ανεξαρτησίας που δόθηκε στο νησί το 1960, η εισβολή του 1974 διευκόλυνε την υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου για την ανάκτηση της Κύπρου (“Kıbrıs’ı İstirdat Planı”) που συνελήφθη από τον Νιχάτ Ερίμ το 1956 και σε σχέση με τον εποικισμό διετυπώθη ως εξής: «Θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα μέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης». Η διατύπωση αυτή του Νιχάτ Ερίμ συμπυκνώνει τη μακροχρόνια στρατηγική αφελληνισμού της νήσου.
Οι στοχεύσεις από το ’74
Οι τακτικοί στόχοι του εποικισμού από το 1974 και εντεύθεν είναι οι εξής: Μεσοπροθέσμως, η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων της Κύπρου, ούτως ώστε η Άγκυρα σταδιακώς να νομιμοποιεί τις απαιτήσεις της στις συνομιλίες σχετικώς προς την εδαφική και συνταγματική πτυχή του προβλήματος.
Το εθνικό ξεκαθάρισμα του κατεχομένου τμήματος μέσω της μαζικής μεταφοράς Τούρκων από την Ανατολία. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τον βίαιο εκτοπισμό των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε τι ελληνικού που υπήρχε για αιώνες και στην τουρκοποίηση της περιοχής.
Η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και ο επηρεασμός των εκλογών, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ηγεσία των Τούρκων της Κύπρου θα συμμορφούται με τις πολιτικές επιλογές της Τουρκίας και η πολιτική ζωή στα κατεχόμενα να μην αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της Τουρκίας. Για τον σκοπό αυτό, στους εποίκους έχουν παραχωρηθεί ‘υπηκοότητα’, ‘εκλογικά δικαιώματα’, ‘άδειες εργασίας’ και αυθαιρέτως το δικαίωμα να σφετερίζονται ελληνοκυπριακές περιουσίες.
Με τον εποικισμό, μεσοπροθέσμως, η Τουρκία ενισχύει τη στρατιωτική παρουσία της στο νησί, με τη διάθεση επιπρόσθετων εκπαιδευμένων εφεδρειών για τις δυνάμεις κατοχής. Μακροπροθέσμως, στόχος της Τουρκίας παραμένει βεβαίως ο έλεγχος και η χειραγώγηση της πολιτικής θέλησης των Τουρκοκυπρίων μετά τη λύση.
Ως προς αυτό διαλύονται οι όποιες αμφιβολίες ότι με την παραμονή εποίκων η Τουρκία δεν θα μπορεί να ελέγχει την πολιτική ζωή στο τουρκικό συνιστών κρατίδιο. Τέλος, ο επηρεασμός μιας δίκαιης λύσης του Κυπριακού προβλήματος με τη δημιουργία νέων τετελεσμένων επί της πληθυσμιακής σύνθεσης, των οποίων η ανατροπή να αποδειχθεί πρακτικώς δύσκολη.
ΜΕΣΟ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΥ
Τόσο στην περίπτωση του αφελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου όσο και της κατεχομένης Κύπρου, η Τουρκία συμπεριφέρθηκε ως να μην υπήρχε ούτε η διεθνής κοινότητα, ούτε διεθνείς συνθήκες που επιβάλλουν συμβατικές υποχρεώσεις και υπαγορεύουν μία δεδομένη συμπεριφορά. Σε τελική ανάλυση, αν ο εποικισμός σε Ίμβρο και Τένεδο «νομιμοποιήθηκε» ως εργαλείο για το σκοπό της ομογενοποίησης τουρκικού έθνους- κράτους, στην περίπτωση της Κύπρου λειτούργησε και λειτουργεί ως μέσο υλοποίησης του τουρκικού γεωστρατηγικού επεκτατισμού.
mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου