Δύο νέες παραγωγές επαναφέρουν το ποιοτικό πολιτικό δράμα και την αντιπολεμική κωμωδία στις μικρές οθόνες των Αμερικανών πολιτών. Είναι όμως...
αργά. Η καθημερινότητα του Ντόναλντ Τραμπ (αλλά και του Ομπάμα) τις ξεπερνά σε δράμα και γέλιο.
Ένας πρόεδρος, ο οποίος πάτησε (κυριολεκτικά) επί πτωμάτων για να εισέλθει στον Λευκό Οίκο, καταστρατηγεί το αμερικανικό Σύνταγμα, προσφέρει σημαντικά πόστα σε μέλη της οικογένειάς του, κρατά τους δημοσιογράφους στο σκοτάδι, χρησιμοποιεί την τρομοκρατία για να ενισχύσει την εξουσία μέσα από ένα αστυνομικό κράτος και συνεργάζεται με τη Μόσχα για να εξασφαλίσει τη θέση του στην Ουάσινγκτον.
Πριν από εφτά μήνες, το συγκεκριμένο σενάριο, από τον πέμπτο κύκλο της τηλεοπτικής σειράς «House of Cards», με τον Κέβιν Σπέισι, θα θεωρούνταν συναρπαστικό. Σήμερα, με δυσκολία μπορεί να χαρακτηριστεί μια μετριοπαθής σύνοψη των πεπραγμένων του Ντόναλντ Τραμπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που κυκλοφόρησαν τα επεισόδια της σειράς από την πλατφόρμα του Netflix, ο Τραμπ ανακοίνωσε τη μείωση των συνεντεύξεων Τύπου στον Λευκό Οίκο, όπως ακριβώς έκανε και ο πρόεδρος Άντεργουντ στη μικρή οθόνη.
Παρά το γεγονός όμως ότι η σειρά «τρώει τη σκόνη» της πραγματικότητας, τα σχόλια των κριτικών στις ΗΠΑ παραμένουν διθυραμβικά. Ο πρώτος λόγος είναι ότι της αξίζει. Ο Κέβιν Σπέισι δίνει και πάλι μαθήματα υποκριτικής. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι… φέρνει τον Μακιαβέλι και τον Μάκβεθ στα εσωτερικά διαμερίσματα του Λευκού Οίκου.
Η κακία του Αμερικανού προέδρου φαίνεται να πηγάζει από την προσωπικότητα του ήρωα και όχι από τη δομή του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, το οποίο λειτουργεί σαν εντολοδόχος της αστικής τάξης των ΗΠΑ. Ο ρόλος των αμερικανικών επιχειρήσεων είναι δευτερεύουσας σημασίας στους περισσότερους κύκλους της τηλεοπτικής σειράς και οι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Άντεργουντ, κινούνται από αρρωστημένες αλλά πολύ προσωπικές φιλοδοξίες.
Η δεύτερη -και πολύ πιο ενδιαφέρουσα από πλευράς πολιτικού περιεχομένου – παραγωγή ακούει στο όνομα «War Machine» (Μηχανή Πολέμου) και παρά το γεγονός ότι είναι κωμωδία, εδράζεται πολύ πιο στέρεα στην πραγματικότητα.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο «The Operators», του βραβευμένου δημοσιογράφου Μάικλ Χέιστινγκς, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από αδιευκρίνιστες (και για πολλούς ύποπτες) συνθήκες σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Λος Άντζελες. Τα ρεπορτάζ του Χέιστινγκς για τη δράση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν είχαν οδηγήσει στην παραίτηση του στρατηγού Στάνλεϊ Μακρίσταλ – στην ταινία τον υποδύεται ο Μπραντ Πιτ.
Ο στρατηγός φτάνει στον Αφγανιστάν στον όγδοο χρόνο του πολέμου, αφού έχει υπηρετήσει το πρόγραμμα μυστικών δολοφονιών του Πενταγώνου στο Ιράκ.
Στόχος του είναι να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις, όπως του έχει ζητήσει ο πρόεδρος Ομπάμα, παρά το γεγονός ότι κάθε σοβαρός στρατιωτικός αναλυτής γνωρίζει ότι οι πιθανότητες επιτυχίας είναι ίδιες με αυτές που είχε η βρετανική και η σοβιετική αυτοκρατορία όταν επιχείρησαν να ελέγξουν τη χώρα. Ο αφηγητής της ταινίας δεν αφήνει μάλιστα κανένα περιθώριο αμφιβολίας:
«Όταν μόλις έχεις εισβάλει σε μια χώρα ενώ δεν έπρεπε, καταλήγεις να πολεμάς με απλούς ανθρώπους που φοράνε ρούχα απλών ανθρώπων. Αυτούς τους αποκαλούμε αντάρτες. Βασικά είναι κάτι τύποι που πήραν τα όπλα γιατί… και εσύ το ίδιο θα έκανες αν είχαν εισβάλει στη χώρα σου. Η πλάκα είναι ότι σχεδόν κανένας δεν μπορεί να νικήσει την αντίσταση».
Στην ταινία, το Πεντάγωνο εκτός από τις εκατόμβες θυμάτων προχωρά και στην καταστροφή κάθε παραγωγικής δραστηριότητας στη χώρα (με εξαίρεση την καλλιέργεια οπίου), ενώ ελέγχει πολιτικά την πρωτεύουσα Καμπούλ μέσω ενός αχυρανθρώπου που θυμίζει απελπιστικά τον πρόεδρο Καρζάι (τον οποίο υποδύεται, προφανώς, ο Μπεν Κίνγκσλεϊ).
Όπως ήταν αναμενόμενο, το «War Machine», το οποίο ασκεί κριτική περισσότερο στη διακυβέρνηση Ομπάμα, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις και υποτιμητικά σχόλια στον φιλελεύθερο Τύπο, που προσπαθεί να πείσει την ανθρωπότητα αλλά και τον εαυτό της πως όλα τα κακώς κείμενα στην αυτοκρατορία των ΗΠΑ ξεκίνησαν μόλις πριν από μερικούς μήνες, όταν ανέλαβε την προεδρία ο Ντόναλντ Τραμπ.
To περιοδικό «Forbes» χαρακτήρισε την ταινία «απογοητευτική», το «Variety» έκανε λόγο για «κολοσσιαία σατιρική αστοχία», ενώ και το CNN, που συνήθως δίνει τον λόγο μόνο σε πρώην και νυν αξιωματούχους του Πενταγώνου, έσταζε χολή για την τελευταία παραγωγή του Netflix.
Να σημειωθεί ότι ο Χέιστινγκς, πριν σκοτωθεί, είχε μετατραπεί σε έναν από τους δριμύτερους επικριτές του Ομπάμα και σύμφωνα με πληροφορίες βρισκόταν σε επαφή με τα WikiLeaks για την παρουσίαση στοιχείων που αφορούσαν τη δράση της CIA. Είχε δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, ο οποίος, σε αντίθεση με τους δημιουργούς του «House of Cards», ξέρει πώς να ενοχλεί την αμερικανική μηχανή του πολέμου και τον Λευκό Οίκο...
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα των Συντακτών – 2/6/2017
info-war.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου