Δε χρειάζεται να παραθέσει κανείς ιδιαίτερες αποδείξεις για το ότι η πλειοψηφία των εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου αδυνατεί να σταθεί στοιχειωδώς στο...
ύψος των σημερινών, κρίσιμων για τον ελληνικό λαό περιστάσεων. Αυτό αποδεικνύεται σε καθημερινή βάση. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους περισσότερους επιφανείς εκπροσώπους του δημοσιογραφικού κόσμου.
Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως με αφορμή το ζήτημα του Νίκου Μπελογιάννη όλοι οι παραπάνω κατάφεραν να ξεπεράσουν το χειρότερο εαυτό τους. Κι αυτό γιατί τώρα που κατακάθεται ο κουρνιαχτός από τον καβγά που στήθηκε με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου στη μνήμη του εκτελεσθέντος κομμουνιστή αγωνιστή, έγινε εμφανής, πέρα πάσης αμφιβολίας, η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας αλλά κι ο αμοραλισμός ο οποίος διακατέχει όλους όσους μονοπωλούν το δημόσιο διάλογο.
Κάπως έτσι λοιπόν είδαμε, 65 χρόνια μετά, να αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας μια εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση άνευ προηγουμένου. Ακόμη κι εκπρόσωποι του (υποτιθέμενου) μετριοπαθούς Κέντρου επιχείρησαν ουσιαστικά να στήσουν το Νίκο Μπελογιάννη ενώπιον ενός καινούργιου, ιδιότυπου «στρατοδικείου». Πολλοί ήταν αυτοί που δεν έχασαν την ευκαιρία να υπενθυμίσουν πως ο Μπελογιάννης ήταν κατηγορούμενος για κατασκοπεία, ενώ άλλοι υποστήριξαν πως επεδίωκε την εγκαθίδρυση σταλινικού τύπου δικτατορία στη χώρα μας. Όλοι όμως έδειχναν να συμφωνούν ότι «σίγουρα δεν αγωνίστηκε για τη δημοκρατία».
Προφανώς για αυτούς ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε το δικαίωμα να υποστηρίξει δημοσίως τα πολιτικά του πιστεύω. Ξεχνούν πως εκείνη την εποχή δεκάδες χιλιάδες μέλη του ΚΚΕ εξορίζονταν, υφίσταντο φριχτά βασανιστήρια ή πλήρωναν ακόμη και με τη ζωή τους την επιλογή τους να στρατευτούν στην Αριστερά. Ούτε βέβαια εξετάζουν το γεγονός ότι κάποιοι από τους βασικούς κατηγόρους του Μπελογιάννη, 15 χρόνια αργότερα υπήρξαν εκ των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Για αυτούς η συγκεκριμένη πολιτική δολοφονία ήταν «πολύ σκληρή μεν, αλλά»…
Πολύ αμφιβάλλω βέβαια κατά πόσο όλοι όσοι προέβησαν (κι εξακολουθούν να προβαίνουν) σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις είναι πραγματικά ανιστόρητοι, πολιτικά υπερφίαλοι ή μήπως απλώς βγαίνει στην επιφάνεια η ακροδεξιά φύση τους. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Εδώ όμως φαίνεται να υπάρχει μια συνειδητή απόπειρα να υψωθούν πάλι τα τείχη του πολιτικού διχασμού. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται μάλλον αναγκαίο στρατηγικά να «αποδομηθούν» πρότυπα πολιτικού ήθους κι αμφισβήτησης καθεστωτικών αντιλήψεων, όπως αυτό του Νίκου Μπελογιάννη.
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δηλώνει ενθουσιασμένος από την εργαλειακή προσέγγιση των κομμάτων της Αριστεράς απέναντι στο ζήτημα. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι σαφές πως ο Νίκος Μπελογιάννης δεν αποτελεί κληρονομιά κανενός κόμματος, ούτε θα ήταν θεμιτό για οποιοιδήποτε πολιτικό χώρο να επενδύει στην επίκληση του παραδείγματός του για να καλύψει τα δικά του στρατηγικά, πολιτικά αδιέξοδα. Μόνο που στην Ελλάδα έχουμε πάψει εδώ και πολύ καιρό να μιλάμε για κανονική Αριστερά.
Σε λίγο καιρό κανείς δε θα θυμάται ούτε αυτήν την (μικρό)πολιτική αντιπαράθεση. Το στίγμα όμως της βαθιάς έλλειψης σεβασμού απέναντι σε μια ιστορική προσωπικότητα, όπως αυτή του Νίκου Μπελογιάννη, δε θα φύγει τόσο απλά. «Πάμε για καθαρό αέρα» φέρεται να είχε πει ο ίδιος την ώρα που τον οδηγούσαν μαζί με τρεις συγκατηγορούμενους του στον τόπο εκτέλεσης στο Γουδί. Δυστυχώς, 65 χρόνια αργότερα αυτός ο «καθαρός αέρας» στην ελληνική πολιτική σκηνή εξακολουθεί να αναζητείται...
Αλέξανδρος Ζέρβας
ύψος των σημερινών, κρίσιμων για τον ελληνικό λαό περιστάσεων. Αυτό αποδεικνύεται σε καθημερινή βάση. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους περισσότερους επιφανείς εκπροσώπους του δημοσιογραφικού κόσμου.
Παρ’ όλα αυτά, έχω την εντύπωση πως με αφορμή το ζήτημα του Νίκου Μπελογιάννη όλοι οι παραπάνω κατάφεραν να ξεπεράσουν το χειρότερο εαυτό τους. Κι αυτό γιατί τώρα που κατακάθεται ο κουρνιαχτός από τον καβγά που στήθηκε με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου στη μνήμη του εκτελεσθέντος κομμουνιστή αγωνιστή, έγινε εμφανής, πέρα πάσης αμφιβολίας, η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας αλλά κι ο αμοραλισμός ο οποίος διακατέχει όλους όσους μονοπωλούν το δημόσιο διάλογο.
Κάπως έτσι λοιπόν είδαμε, 65 χρόνια μετά, να αναβιώνει μπροστά στα μάτια μας μια εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση άνευ προηγουμένου. Ακόμη κι εκπρόσωποι του (υποτιθέμενου) μετριοπαθούς Κέντρου επιχείρησαν ουσιαστικά να στήσουν το Νίκο Μπελογιάννη ενώπιον ενός καινούργιου, ιδιότυπου «στρατοδικείου». Πολλοί ήταν αυτοί που δεν έχασαν την ευκαιρία να υπενθυμίσουν πως ο Μπελογιάννης ήταν κατηγορούμενος για κατασκοπεία, ενώ άλλοι υποστήριξαν πως επεδίωκε την εγκαθίδρυση σταλινικού τύπου δικτατορία στη χώρα μας. Όλοι όμως έδειχναν να συμφωνούν ότι «σίγουρα δεν αγωνίστηκε για τη δημοκρατία».
Προφανώς για αυτούς ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε το δικαίωμα να υποστηρίξει δημοσίως τα πολιτικά του πιστεύω. Ξεχνούν πως εκείνη την εποχή δεκάδες χιλιάδες μέλη του ΚΚΕ εξορίζονταν, υφίσταντο φριχτά βασανιστήρια ή πλήρωναν ακόμη και με τη ζωή τους την επιλογή τους να στρατευτούν στην Αριστερά. Ούτε βέβαια εξετάζουν το γεγονός ότι κάποιοι από τους βασικούς κατηγόρους του Μπελογιάννη, 15 χρόνια αργότερα υπήρξαν εκ των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Για αυτούς η συγκεκριμένη πολιτική δολοφονία ήταν «πολύ σκληρή μεν, αλλά»…
Πολύ αμφιβάλλω βέβαια κατά πόσο όλοι όσοι προέβησαν (κι εξακολουθούν να προβαίνουν) σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις είναι πραγματικά ανιστόρητοι, πολιτικά υπερφίαλοι ή μήπως απλώς βγαίνει στην επιφάνεια η ακροδεξιά φύση τους. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Εδώ όμως φαίνεται να υπάρχει μια συνειδητή απόπειρα να υψωθούν πάλι τα τείχη του πολιτικού διχασμού. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται μάλλον αναγκαίο στρατηγικά να «αποδομηθούν» πρότυπα πολιτικού ήθους κι αμφισβήτησης καθεστωτικών αντιλήψεων, όπως αυτό του Νίκου Μπελογιάννη.
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δηλώνει ενθουσιασμένος από την εργαλειακή προσέγγιση των κομμάτων της Αριστεράς απέναντι στο ζήτημα. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι σαφές πως ο Νίκος Μπελογιάννης δεν αποτελεί κληρονομιά κανενός κόμματος, ούτε θα ήταν θεμιτό για οποιοιδήποτε πολιτικό χώρο να επενδύει στην επίκληση του παραδείγματός του για να καλύψει τα δικά του στρατηγικά, πολιτικά αδιέξοδα. Μόνο που στην Ελλάδα έχουμε πάψει εδώ και πολύ καιρό να μιλάμε για κανονική Αριστερά.
Σε λίγο καιρό κανείς δε θα θυμάται ούτε αυτήν την (μικρό)πολιτική αντιπαράθεση. Το στίγμα όμως της βαθιάς έλλειψης σεβασμού απέναντι σε μια ιστορική προσωπικότητα, όπως αυτή του Νίκου Μπελογιάννη, δε θα φύγει τόσο απλά. «Πάμε για καθαρό αέρα» φέρεται να είχε πει ο ίδιος την ώρα που τον οδηγούσαν μαζί με τρεις συγκατηγορούμενους του στον τόπο εκτέλεσης στο Γουδί. Δυστυχώς, 65 χρόνια αργότερα αυτός ο «καθαρός αέρας» στην ελληνική πολιτική σκηνή εξακολουθεί να αναζητείται...
Αλέξανδρος Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου