Το 1928 κατέκτησε τον τίτλο της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας στη Γερμανία, ελέγχοντας το...
38% της συνολικής αγοράς. Το 1929 πέρασε σε αμερικανικά χέρια, μετά την εξαγορά της από την General Motors.
Το 1999, τελευταία χρονιά κερδών, άρχισε η αντίστροφη πορεία, που είχε ως «επίλογο» την εξαγορά της Οpel-Vauxhall από τον γαλλικό όμιλο PSA Group.
Η συμφωνία δημιουργεί τον δεύτερο μεγαλύτερο όμιλο αυτοκινήτων της Ευρώπης μετά τη Volkswagen, ελέγχοντας πάνω από το 16% της συνολικής αγοράς. Ταυτόχρονα, συνεπάγεται την οριστική αποχώρηση της GΜ από τη γηραιά ήπειρο. Το εγχείρημα για έναν «κολοσσό» διεθνούς εμβέλειας δύσκολο, από πολλές απόψεις.
Σε μια Ευρώπη που βρίσκεται αντιμέτωπη με την άνοδο του λαϊκισμού εν όψει των κρίσιμων εκλογών σε Γαλλία και Γερμανία, τη διαδικασία «διαζυγίου» με τη Βρετανία, αλλά και μια Αμερική που προτάσσει το εθνικό μοντέλο κόντρα στην παγκοσμιοποίηση, τα εμπόδια στη συμφωνία είναι περισσότερο πολιτικά.
Με το Brexit να θολώνει το τοπίο για τις βρετανικές επιχειρήσεις και με πιθανή την επιβολή δασμών στα βρετανικά εξαγωγικά αγαθά, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, είναι απολύσεις στα εργοστάσια της Vauxhall στη Βρετανία. Η ίδια ανησυχία και στη Γερμανία.
Οι πολιτικοί γνωρίζουν πλέον πως οι αποφάσεις για περικοπές, εξαγορές/συγχωνεύσεις ή επενδύσεις σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια μπορούν να ενισχύσουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων προς τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση, δυσαρέσκεια που ανέβασε τον Τραμπ στην εξουσία, συνέβαλε στην απόφαση των Βρετανών στο δημοψήφισμα του Ιουνίου, ενώ δίνει τροφή στους πολιτικούς της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου έχει επανειλημμένως καλέσει τις γαλλικές επιχειρήσεις να επιδείξουν «οικονομικό πατριωτισμό», την ώρα που στη Γερμανία, η Φράουκε Πέτρι του ευρωσκεπτικιστικού AfD είχε χρωματίσει την πώληση της Opel με εθνικιστικές αποχρώσεις, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως «ξεπούλημα της γερμανικής τεχνογνωσίας».
Σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή ενότητα απειλείται από πολλά μέτωπα, η πώληση της Opel στην PSA Group θα μπορούσε να οξύνει τις σχέσεις μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Καμία χώρα δεν θέλει την «καυτή πατάτα» των απολύσεων και του «λουκέτου» εργοστασίων.
Τα εργοστάσια των Peugeot και Citroen είναι στη Γαλλία, ενώ των Opel και Vauxhall στη Βρετανία. Από την άλλη, η επιτυχία αυτής της εξαγοράς δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς περικοπές, ειδικά από τη στιγμή που η Opel έχει να εμφανίσει κέρδη από τη δεκαετία του ‘90. Σε αυτή την περίπτωση, πολιτική και αριθμοί παραπέμπουν σε πορεία σύγκρουσης...
Αγγελική Κοτσοβού, naftemporiki.gr
38% της συνολικής αγοράς. Το 1929 πέρασε σε αμερικανικά χέρια, μετά την εξαγορά της από την General Motors.
Το 1999, τελευταία χρονιά κερδών, άρχισε η αντίστροφη πορεία, που είχε ως «επίλογο» την εξαγορά της Οpel-Vauxhall από τον γαλλικό όμιλο PSA Group.
Η συμφωνία δημιουργεί τον δεύτερο μεγαλύτερο όμιλο αυτοκινήτων της Ευρώπης μετά τη Volkswagen, ελέγχοντας πάνω από το 16% της συνολικής αγοράς. Ταυτόχρονα, συνεπάγεται την οριστική αποχώρηση της GΜ από τη γηραιά ήπειρο. Το εγχείρημα για έναν «κολοσσό» διεθνούς εμβέλειας δύσκολο, από πολλές απόψεις.
Σε μια Ευρώπη που βρίσκεται αντιμέτωπη με την άνοδο του λαϊκισμού εν όψει των κρίσιμων εκλογών σε Γαλλία και Γερμανία, τη διαδικασία «διαζυγίου» με τη Βρετανία, αλλά και μια Αμερική που προτάσσει το εθνικό μοντέλο κόντρα στην παγκοσμιοποίηση, τα εμπόδια στη συμφωνία είναι περισσότερο πολιτικά.
Με το Brexit να θολώνει το τοπίο για τις βρετανικές επιχειρήσεις και με πιθανή την επιβολή δασμών στα βρετανικά εξαγωγικά αγαθά, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι, είναι απολύσεις στα εργοστάσια της Vauxhall στη Βρετανία. Η ίδια ανησυχία και στη Γερμανία.
Οι πολιτικοί γνωρίζουν πλέον πως οι αποφάσεις για περικοπές, εξαγορές/συγχωνεύσεις ή επενδύσεις σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια μπορούν να ενισχύσουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων προς τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση, δυσαρέσκεια που ανέβασε τον Τραμπ στην εξουσία, συνέβαλε στην απόφαση των Βρετανών στο δημοψήφισμα του Ιουνίου, ενώ δίνει τροφή στους πολιτικούς της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου έχει επανειλημμένως καλέσει τις γαλλικές επιχειρήσεις να επιδείξουν «οικονομικό πατριωτισμό», την ώρα που στη Γερμανία, η Φράουκε Πέτρι του ευρωσκεπτικιστικού AfD είχε χρωματίσει την πώληση της Opel με εθνικιστικές αποχρώσεις, χαρακτηρίζοντας τη συμφωνία ως «ξεπούλημα της γερμανικής τεχνογνωσίας».
Σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή ενότητα απειλείται από πολλά μέτωπα, η πώληση της Opel στην PSA Group θα μπορούσε να οξύνει τις σχέσεις μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας. Καμία χώρα δεν θέλει την «καυτή πατάτα» των απολύσεων και του «λουκέτου» εργοστασίων.
Τα εργοστάσια των Peugeot και Citroen είναι στη Γαλλία, ενώ των Opel και Vauxhall στη Βρετανία. Από την άλλη, η επιτυχία αυτής της εξαγοράς δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς περικοπές, ειδικά από τη στιγμή που η Opel έχει να εμφανίσει κέρδη από τη δεκαετία του ‘90. Σε αυτή την περίπτωση, πολιτική και αριθμοί παραπέμπουν σε πορεία σύγκρουσης...
Αγγελική Κοτσοβού, naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου