Ασκήσεις ισορροπίας επιχειρεί η κυβέρνηση μετά το πάγωμα των βραχυπρόθεσμων μέτρων που επέβαλε ο «πολύς» Σόιμπλε ως «αντίποινα» για το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους και...
την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά:
από τη μία προσπαθεί να κατευνάσει τους δανειστές και κυρίως να ανακόψει τη φόρα με την οποία ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ επιχειρεί να επιβάλει το «θέλημά» του και την ίδια στιγμή στο εσωτερικό προσπαθεί να καταστήσει σαφή την αποφασιστικότητά της να ασκήσει κοινωνική πολιτική, παρά τα ασφυκτικά όρια του τρίτου μνημονίου. Επιπρόσθετα, στο εσωτερικό προσπαθεί να περιορίσει το πεδίο παρέμβασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προκειμένου να ανακτήσει χαμένο έδαφος και να αντιστρέψει το κλίμα.
Με αυτά τα δεδομένα, μοιραία η κυβέρνηση δείχνει να ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, προβαίνοντας σε κινήσεις που δείχνουν αντιφατικές, αν δεν στέλνουν μήνυμα «διγλωσσίας», όπου στο εξωτερικό το βάρος των πρωθυπουργικών δηλώσεων πέφτει σε καθησυχαστικές προς τους δανειστές διατυπώσεις, ενώ αντιθέτως στο εσωτερικό στοχεύουν στην καλλιέργεια κλίματος αισιοδοξίας στην αγορά και την κοινωνία.
Αναδιανομή κατά το δοκούν
Έτσι, την ώρα που γινόταν γνωστό το βράδυ της Τρίτης ότι η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται το αίτημα του EuroWorking Group το ΥΠΟΙΚ να αποστείλει επιστολή με την οποία θα διαβεβαιώνει ότι το βοήθημα στους συνταξιούχους είναι εφάπαξ παροχή, ο πρωθυπουργός από το Ηράκλειο της Κρήτης διαβεβαίωνε ότι «όσο υπεραποδίδει η οικονομία και πάμε καλά, τόσο θα μπορούμε να προχωράμε και σε άλλα μέτρα αναδιανομής».
Και παρά το ευνόητο χαμήλωμα των τόνων την περασμένη Πέμπτη στις Βρυξέλλες εν όψει της επικείμενης τότε επίσκεψης στο Βερολίνο για τη συνάντηση με τη Μέρκελ, ο Αλέξης Τσί-πρας από το Ηράκλειο ανέβασε και πάλι τους τόνους επισημαίνοντας πως «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να προσπαθεί να μας υποδείξει πώς θα διαχειριστούμε τα ποσά που πλεονάζουν και αποτελούν κόπους του ελληνικού λαού».
Σημειώνεται ότι το αίτημα του EuroWorking Group, το οποίο συνεδρίαζε με αντικείμενο την αξιολόγηση των μέτρων που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση και τη συζήτηση επί του ξεπαγώματος των βραχυπρόθεσμων μέτρων, μπλόκαρε την κατάληξη της συνεδρίασης, με τη Γερμανία να ενίσταται ως προς το αν είναι αρκετή μια επιστολή από το ελληνικό ΥΠΟΙΚ, οδηγώντας σε νέο γύρο διαβουλεύσεων χθες. Ώς την ώρα που έκλεινε το κείμενο οι διαβουλεύσεις δεν είχαν καταλήξει.
Από την ελληνική πλευρά τίθεται (προς τους δανειστές) ξεκάθαρα το ζήτημα της πολιτικής ανάγκης να διαχειριστεί η ίδια όπως νομίζει ζητήματα εσωτερικής πολιτικής φύσης. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που σημείωναν κυβερνητικές πηγές το βράδυ της Παρασκευής, ότι δηλαδή «η κυβέρνηση λειτουργεί και δρα στο πνεύμα της συμφωνίας, αλλά θα πρέπει να έχει και τη διακριτική ευχέρεια να κυβερνήσει», ιδιαίτερα «σε κάποια θέματα που δεν επηρεάζουν στο παραμικρό τη συμφωνία».
Υπενθυμίζεται ότι στην προκαταρκτική τους έκθεση την περασμένη Πέμπτη οι θεσμοί υπογράμμιζαν ότι όσον αφορά το επίδομα στους συνταξιούχους υπάρχουν σημαντικές ανησυχίες και για τη διαδικασία και την ουσία του μέτρου, υπό την έννοια ότι μπορεί να καλλιεργηθούν προσδοκίες για τη μονιμοποίηση του μέτρου και ότι οι συντάξεις στο μέλλον μπορεί να αυξηθούν. Ωστόσο, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο αν οι θεσμοί θέτουν ζήτημα μόνο ως προς την ενίσχυση των συντάξεων – που σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της συμφωνίας δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό – ή γενικότερα ως προς την κοινωνική αναδιανομή της υπεραπόδοσης των εσόδων.
Ανεξαρτήτως του πόσο ρητό και κατηγορηματικό ή όχι είναι το πλαίσιο της συμφωνίας, η κυβέρνηση διεκδικεί στην πράξη μεγαλύτερους «βαθμούς ελευθερίας» (σύμφωνα με παλιότερη διατύπωση Τσακαλώτου) στον βαθμό που εκτιμά πως και η άλλη πλευρά (βασικά ο Σόιμπλε) πιέζει πέρα των ορίων της συμφωνίας την οποία ερμηνεύει «αυθαίρετα».
Εν προκειμένω η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την προσπάθεια του Γερμανού ΥΠΟΙΚ να συνδέσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Από τις Βρυξέλλες πριν από μια εβδομάδα ο πρωθυπουργός σημείωνε πως «και τυπικά τούτη τη φορά είναι έξω από τα πλαίσια της λογικής αυτή η απόφαση, δεδομένου ότι η συμφωνία έλεγε σαφώς ότι τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Δεν είναι υπόθεση της δεύτερης αξιολόγησης η εφαρμογή των μέτρων»...
topontiki.gr
την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά:
από τη μία προσπαθεί να κατευνάσει τους δανειστές και κυρίως να ανακόψει τη φόρα με την οποία ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ επιχειρεί να επιβάλει το «θέλημά» του και την ίδια στιγμή στο εσωτερικό προσπαθεί να καταστήσει σαφή την αποφασιστικότητά της να ασκήσει κοινωνική πολιτική, παρά τα ασφυκτικά όρια του τρίτου μνημονίου. Επιπρόσθετα, στο εσωτερικό προσπαθεί να περιορίσει το πεδίο παρέμβασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προκειμένου να ανακτήσει χαμένο έδαφος και να αντιστρέψει το κλίμα.
Με αυτά τα δεδομένα, μοιραία η κυβέρνηση δείχνει να ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, προβαίνοντας σε κινήσεις που δείχνουν αντιφατικές, αν δεν στέλνουν μήνυμα «διγλωσσίας», όπου στο εξωτερικό το βάρος των πρωθυπουργικών δηλώσεων πέφτει σε καθησυχαστικές προς τους δανειστές διατυπώσεις, ενώ αντιθέτως στο εσωτερικό στοχεύουν στην καλλιέργεια κλίματος αισιοδοξίας στην αγορά και την κοινωνία.
Αναδιανομή κατά το δοκούν
Έτσι, την ώρα που γινόταν γνωστό το βράδυ της Τρίτης ότι η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται το αίτημα του EuroWorking Group το ΥΠΟΙΚ να αποστείλει επιστολή με την οποία θα διαβεβαιώνει ότι το βοήθημα στους συνταξιούχους είναι εφάπαξ παροχή, ο πρωθυπουργός από το Ηράκλειο της Κρήτης διαβεβαίωνε ότι «όσο υπεραποδίδει η οικονομία και πάμε καλά, τόσο θα μπορούμε να προχωράμε και σε άλλα μέτρα αναδιανομής».
Και παρά το ευνόητο χαμήλωμα των τόνων την περασμένη Πέμπτη στις Βρυξέλλες εν όψει της επικείμενης τότε επίσκεψης στο Βερολίνο για τη συνάντηση με τη Μέρκελ, ο Αλέξης Τσί-πρας από το Ηράκλειο ανέβασε και πάλι τους τόνους επισημαίνοντας πως «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να προσπαθεί να μας υποδείξει πώς θα διαχειριστούμε τα ποσά που πλεονάζουν και αποτελούν κόπους του ελληνικού λαού».
Σημειώνεται ότι το αίτημα του EuroWorking Group, το οποίο συνεδρίαζε με αντικείμενο την αξιολόγηση των μέτρων που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση και τη συζήτηση επί του ξεπαγώματος των βραχυπρόθεσμων μέτρων, μπλόκαρε την κατάληξη της συνεδρίασης, με τη Γερμανία να ενίσταται ως προς το αν είναι αρκετή μια επιστολή από το ελληνικό ΥΠΟΙΚ, οδηγώντας σε νέο γύρο διαβουλεύσεων χθες. Ώς την ώρα που έκλεινε το κείμενο οι διαβουλεύσεις δεν είχαν καταλήξει.
Από την ελληνική πλευρά τίθεται (προς τους δανειστές) ξεκάθαρα το ζήτημα της πολιτικής ανάγκης να διαχειριστεί η ίδια όπως νομίζει ζητήματα εσωτερικής πολιτικής φύσης. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που σημείωναν κυβερνητικές πηγές το βράδυ της Παρασκευής, ότι δηλαδή «η κυβέρνηση λειτουργεί και δρα στο πνεύμα της συμφωνίας, αλλά θα πρέπει να έχει και τη διακριτική ευχέρεια να κυβερνήσει», ιδιαίτερα «σε κάποια θέματα που δεν επηρεάζουν στο παραμικρό τη συμφωνία».
Υπενθυμίζεται ότι στην προκαταρκτική τους έκθεση την περασμένη Πέμπτη οι θεσμοί υπογράμμιζαν ότι όσον αφορά το επίδομα στους συνταξιούχους υπάρχουν σημαντικές ανησυχίες και για τη διαδικασία και την ουσία του μέτρου, υπό την έννοια ότι μπορεί να καλλιεργηθούν προσδοκίες για τη μονιμοποίηση του μέτρου και ότι οι συντάξεις στο μέλλον μπορεί να αυξηθούν. Ωστόσο, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο αν οι θεσμοί θέτουν ζήτημα μόνο ως προς την ενίσχυση των συντάξεων – που σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της συμφωνίας δεν μπορούν να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό – ή γενικότερα ως προς την κοινωνική αναδιανομή της υπεραπόδοσης των εσόδων.
Ανεξαρτήτως του πόσο ρητό και κατηγορηματικό ή όχι είναι το πλαίσιο της συμφωνίας, η κυβέρνηση διεκδικεί στην πράξη μεγαλύτερους «βαθμούς ελευθερίας» (σύμφωνα με παλιότερη διατύπωση Τσακαλώτου) στον βαθμό που εκτιμά πως και η άλλη πλευρά (βασικά ο Σόιμπλε) πιέζει πέρα των ορίων της συμφωνίας την οποία ερμηνεύει «αυθαίρετα».
Εν προκειμένω η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την προσπάθεια του Γερμανού ΥΠΟΙΚ να συνδέσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Από τις Βρυξέλλες πριν από μια εβδομάδα ο πρωθυπουργός σημείωνε πως «και τυπικά τούτη τη φορά είναι έξω από τα πλαίσια της λογικής αυτή η απόφαση, δεδομένου ότι η συμφωνία έλεγε σαφώς ότι τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης. Δεν είναι υπόθεση της δεύτερης αξιολόγησης η εφαρμογή των μέτρων»...
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου