6.12.16

Μέρες απ' τη ζωή του Παύλου Σιδηρόπουλου...

όπως τις θυμάται ο Δημήτρης Πουλικάκος...

Συνάντησα τον Δημήτρη Πουλικάκο στο διαμέρισμα της ραδιοφωνικής παραγωγού Θέκλας Τσελεπή, πρωί της Κυριακής 3 Απριλίου του 2011. 

Ψάχνοντας την περιοχή, κατάλαβα ότι...
έφτασα στο σωστό σημείο όταν απ’ έξω, στον δρόμο, ακουγόταν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα η τραχιά φωνή κάποιου Αμερικανού bluesman της δεκαετίας του 1930. 

Με υποδέχτηκαν παρέα με τη Σίβα, το οκτάχρονο πίτμπουλ του οποίου το ινδικό όνομα ταίριαζε απόλυτα με τα αναμμένα αρωματικά στικ. Μια και η κουβέντα είχε αφορμή τον Παύλο Σιδηρόπουλο, έναν άνθρωπο που δεν είναι πια στη ζωή, μοιραία ξεκινήσαμε από τον Μανώλη Ρασούλη και το πρόσφατο τότε μεταθανάτιο «κρέμασμά» του στα περίπτερα με τις κυριακάτικες εφημερίδες. Ο Πουλικάκος, όπως πάντα χειμαρρώδης, απολαυστικός, αθυρόστομος και καταγγελτικός, πήρε τον πρώτο λόγο στη συνέντευξη. Η ζωή του, άλλωστε, συμπορεύτηκε πολύ με αυτήν του Παύλου, στα όμορφα και στα άσχημα, στην καλλιτεχνική δημιουργία και στην παρακμή, στα «μαύρα» και στα «άσπρα», στην ουσία και τις ουσίες.

 Ως «Δε προντιούσερ» αναγράφεται η ιδιότητα του Πουλικάκου στο βινύλιο του «Zorba the Freak», κάτω απ’ τη φωτογραφία του με τον ίδιο να υψώνει δηκτικά το δάχτυλο του χεριού του. Ακόμη δεν ξέρω αν υπονοούσε μια προσπάθεια νουθεσίας του Παύλου που είχε πάρει πια τον δρόμο της αυτοκαταστροφής, αν και το τελευταίο που θα ενδιέφερε τον θείο Νώντα θα ήταν σίγουρα οι νουθεσίες, ειδικά απέναντι σε συνοδοιπόρους του στην καθημερινότητα και στην τέχνη. 

Ωστόσο, το πηγαινέλα στο παρελθόν δεν αρέσει ιδιαιτέρως στον Πουλικάκο. Του δίνει απλώς την ευκαιρία να πει μερικά πράγματα με το όνομά τους, απ’ αυτά που πονάνε τον τόπο μας σήμερα, αλλά και να κλείσει την ακόλουθη συζήτηση με δυο φράσεις, οι οποίες φανερώνουν το αστείρευτο ψυχικό απόθεμά του για τον φίλο που χάθηκε άδικα και πρόωρα. 

Δημήτρης Πουλικάκος: Κανένας δεν θέλει κανέναν που κάνει σωστά τη δουλειά του ή που ξεφεύγει με τις πράξεις του από τα τετριμμένα. Φροντίζουν να τον καταστήσουν γραφικό και άρα ακίνδυνο στα μάτια των πολλών. 

Θέκλα Τσελεπή: Εγώ έκανα μια άλλη σκέψη χθες βράδυ, Δημήτρη, αυτή που σου ’λεγα... 


Δ.Π.: Πες το, έχεις πολύ δίκιο σ’ αυτό! 

Θ.Τ.: Μιλάω για το πώς κάποιοι άνθρωποι αναγνωρίζονται μετά θάνατον, ενώ όσο είναι εν ζωή απαξιώνονται και περιθωριοποιούνται. Και δεν λέω ότι αναγνωρίζονται απ’ τις μεταγενέστερες γενιές, από ανθρώπους δηλαδή που ούτως ή άλλως δεν είχαν την ευκαιρία να τους γνωρίσουν, αλλά από ανθρώπους σύγχρονους, της εποχής τους, που τους έφτυναν. 

Δ.Π.: Τα πιο μεγάλα παραδείγματα αυτού που λέει η Θέκλα είναι ο Παυλάκης, η Γώγου και ο Άσιμος. 

Θ.Τ.: Γιατί ο θάνατος δίνει σε όλους αυτούς τους ανθρώπους την απόλυτη απόσταση ασφαλείας. Όσο είναι ζωντανοί, φοβούνται να τους βάλουν στο σπίτι τους, αυτούς που με τη ζωή και το έργο τους απαξιώνουν το τρίπτυχο «οικογένεια - εργασία - θρησκεία», το οποίο καθοδηγεί και συντηρεί το σύστημα. 

Δ.Π.: Και το κόμμα, βέβαια, μην υποτιμάς το κόμμα! Ένα είναι το κόμμα (γελάει)! Ο Παυλάκης ήταν αφελής. Μπορεί να ήταν έξυπνος σε άλλα πράγματα, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν αφελής, αθώος σαν ένα παιδάκι. Μια εντελώς παιδική αθωότητα. Ό,τι του 'λεγες, το πίστευε! — Σας εξοργίζει το ότι κάποιοι ασχημονούν και βγάζουν λεφτά στη μνήμη των πεθαμένων; Θυμίζω ότι ο Νικόλας Άσιμος έτρωγε ξύλο στον δρόμο που πούλαγε τις κασέτες του και σήμερα κυκλοφορεί σε κασετίνα στα περίπτερα με περιοδικά ποικίλης ύλης! 

Θ.Τ.: Ε, βέβαια! Δ.Π.: Τυμβωρυχία κανονική! 

Θ.Τ.: Κοίτα, ο καπιταλισμός και το εμπόριο δεν έχουν ηθική. Όπως πουλάνε τον ζωντανό, πουλάνε και τον πεθαμένο. Δεν με εξοργίζει περισσότερο το ότι πουλάνε εξίσου νεκρούς και ζώντες. 

Δ.Π.: Το θέμα είναι να το φάμε. Εφόσον δεν τρώγεται ζωντανό, θα το φάμε πεθαμένο! Το αρνάκι ή το κατσικάκι που τρώμε το Πάσχα δεν μπορεί καν να διαμαρτυρηθεί. Το χώνεις στο μαντρί, το παχαίνεις, του δίνεις μία λίγο πριν σιτέψει κιόλας, και μετά το βάζεις στη σούβλα. Έτσι κι εδώ, τον ζωντανό άνθρωπο, αν δεν μπορείς να τον βάλεις στο μαντρί, άπαξ και πεθάνει, μόνο τότε τον κάνεις ό,τι θέλεις. Εδώ βλέπεις ότι γινόμαστε αναγκαστικά δωρητές σώματος! Δηλαδή το σώμα μας ανήκει στο κράτος! Δεν πα’ να γαμηθούνε, να πούμε... Και να θες να δωρίσεις τα όργανά σου, με αυτό τον τρόπο λες «όχι, δεν θα σου κάνω το χατίρι, ρε πούστη!». 

Αυτομάτως, από πολίτης γίνεσαι υπήκοος! Φυσικά, όταν λέω «πούστης», το εννοώ μεταφορικά. Εννοώ την πουστιά στο μυαλό, διότι σεξουαλικώς είμαστε υπέρ της απολύτου αυτοδιαθέσεως (γελάει)! Το θέμα είναι μην κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο, διότι αυτοί αυτό κάνουν, κατάλαβες;..

Για να διαβάσετε ολόκληρο το αφιέρωμα του lifo, πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: