Στην πολιτική συζήτηση των ημερών, μακριά από τη σκληρή διαπραγμάτευση που δοκιμάζει ακόμη και τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης, κυριάρχησε η...
υπόθεση της «λαθροχειρίας», όπως ονομάστηκε, στις εκλογές της ΑΔΕΔΥ, με πρωταγωνιστή το Γραμματέα Οργανωτικού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Βασίλη Σπανάκη, που προκάλεσε επικρίσεις από το ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησε στην παραίτησή του από το κομματικό αξίωμα. Είναι όμως αυτή η είδηση;
Παρόλο που πράγματι είναι μια μη αποδεκτή συμπεριφορά η απόπειρα να ψηφίσει κάποιος άλλος στη θέση του, το πρακτικό αποτέλεσμα στις εκλογές δεν θα μπορούσε να αναστρέψει την κυρίαρχη εικόνα που διαμορφώνεται στο συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων, άλλοτε «λάφυρο» του κραταιού ΠΑΣΟΚ, όπου πλέον κυριαρχεί απόλυτα η ΔΑΚΕ.
Και αυτή είναι η είδηση, δηλαδή, ότι στο συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων κυριαρχεί το κόμμα με την πλέον αντικρατικίστικη ρητορική, η Νέα Δημοκρατία.
Η δεύτερη είδηση , εξίσου εντυπωσιακή, είναι ότι ο γραμματέας οργανωτικού της συντηρητικής παράταξης ήταν ένας προβεβλημένος συνδικαλιστής του δημοσίου, ο Σπανάκης !
Στη χώρα λοιπόν που η αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση σε επίσημο και ανεπίσημο τόνο ότι την αποτελούν «γραφικοί κρατιστές» και την εκλέγουν «τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι του ΠΑΣΟΚ», η ΔΑΚΕ είναι αυτή που σαρώνει στην ΑΔΕΔΥ αλλά ταυτόχρονα έχει «ρίξει άγκυρα» στην πλέον νευραλγική θέση του κομματικού μηχανισμού. Αυτή είναι η αντίφαση στη βάση της ρητορικής.
Στη βάση της πραγματικότητας, όλοι γνωρίζουν ποιες πολιτικές δυνάμεις, με ποιο τρόπο και ποιες διαδικασίες στελέχωσαν, διόγκωσαν και «ξεχείλωσαν» το δημόσιο τομέα, που τώρα δαιμονοποιούν, με τις προγραμματικές εξαγγελίες περί δραστικής περικοπής δαπανών προς όφελος της «πραγματικής οικονομίας» να οδηγούν ολοένα και περισσότερο (ευθέως ή δια της εις άτοπον απαγωγής) σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και μειώσεις μισθών!
Σε ένα πιο αφελές ρητορικό σχήμα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όταν κάποιος διορίζει μισό εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους και ελέγχει την ΑΔΕΔΥ, τότε μπορεί να εμφανιστεί ως κόμμα φιλελεύθερων αντικρατιστών…
Πολλοί μεταρρυθμιστές, καμία μεταρρύθμιση
Ο δεύτερος μύθος της περιόδου που διανύουμε είναι οι περιβόητοι «μεταρρυθμιστές» που κυριαρχούν στον υπό ανασύσταση χώρο της κεντροαριστεράς ενώ αρχίζουν να μπαίνουν και στη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, ως αντίβαρο στο «λαϊκισμό» που θεωρούν ότι κομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν ανατρέξει κανείς στη 40ετία που έχουμε διανύσει στη μεταπολίτευση, θα βρει αμέτρητους μεταρρυθμιστές αλλά σχεδόν καμία μεταρρύθμιση, προοδευτικού ή φιλελεύθερου χαρακτήρα.
Αν μιλήσουμε για το Κέντρο και την επίδραση της «εκσυγχρονιστικής» περιόδου, οι μεταρρυθμίσεις ενδεχομένως εξαντλούνται στις περίφημες ταυτότητες, όπου μια χώρα διαιρέθηκε (και γνώρισε για καλά τον «κρατισμό» και την παρέμβαση της εκκλησίας όπως πρόσφατα και η κυβέρνηση Τσίπρα) για την επιτάχυνση μιας –έτσι κι αλλιώς- αναπόφευκτης, αυτονόητης και ελάσσονος σημασίας τυπικής εξέλιξης.
Για να είμαστε δίκαιοι, υπήρξαν πολλές και πραγματικές μεταρρυθμίσεις γύρω από τη δεκατίε του ‘80, όπως οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, όπως το ΕΣΥ ή το ΑΣΕΠ, το 1994. Μια μεταρρύθμιση που χτύπησε το κομματικό κράτος, από ένα Υπουργό που βρέθηκε εν συνεχεία στο πυρ το εξώτερο από το κόμμα του και ένα Πρωθυπουργό που οι κατοπινοί και σημερινοί «μεταρρυθμιστές» κατατάσσουν, ομόφωνα σχεδόν, στη σφαίρα των «λαϊκιστών».
Και μια μεταρρύθμιση που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εφηύραν δεκάδες τρόπους για να τη φαλκιδεύουν και να συνεχίζουν να διορίζουν από την πίσω πόρτα, μέχρι τα χρόνια των μνημονίων.
Αν ψάξουμε στο χώρο της συντηρητικής παράταξης για μεταρρυθμίσεις ίσως θα πρέπει να εντοπίσουμε ένα ενδιαφέροντα κύκλο της ιστορίας καθώς ο πατέρας του σημερινού Προέδρου της ΝΔ ήταν εκείνος που επιχείρησε να διαλύσει την «πασοκική» ΕΑΣ των λεωφορείων της Αθήνας για να επιβάλει το μοντέλο του ΟΑΣΘ (που είχε επιβληθεί από την συντηρητική παράταξη πολλά χρόνια πριν) με ιδιώτες, «νοικοκυραίους» λεωφορειούχους, που επικρίνεται σήμερα σφόδρα από την ίδια την αντιπολίτευση με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης.
Σχεδόν καμία μεταρρύθμιση λοιπόν δεν έγινε γιατί κανένα κεκτημένο προνόμιο δεν ήταν σε θέση να ανατρέψουν οι πολιτικές δυνάμεις που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση εκτός αν αυτό ενείχε την έννοια της εξυπηρέτησης του στενού κομματικού συμφέροντος για την αναπαραγωγή των δικών του πελατειακών δικτύων. Άλλωστε, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τους τελευταίους διορισμούς…αγροφυλάκων.
Φυσικά, κανείς δεν αρνείται ότι η ΝΔ του «γέρου» Καραμανλή ήταν αυτή που εδραίωσε τη δημοκρατία στη χώρα – έστω και χωρίς να πλήξει το μετεμφυλιακό χαρακτήρα του κράτους- αλλά η σημερινή με την αλλοτινή ΝΔ ούτε έχει, ούτε θα ήθελε να έχει οποιαδήποτε σχέση.
Διγλωσσία και υποκρισία για τις «μεταρρυθμίσεις»
Στα χρόνια του μνημονίου η έννοια της μεταρρύθμισης συνέχισε να έχει διττή σημασία: Για τους εγχώριους πολιτικούς είχε την έννοια της αυτονόητης κατάργησης κάποιων προνομίων που ποτέ δεν έγινε αλλά εξαντλήθηκε σε ασήμαντα μέτρα αλλά και στο «τοτέμ» όλων των δυνάμεων, «μεταρρυθμιστικών» και μη, που είναι οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ίσως η ιστορία να αδικεί τον Γιώργο Παπανδρέου, του opengov, της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ, και του «Καλλικράτη», του νόμου περί ιθαγένειας, της άρνησης σε νέα γενιά μονιμοποιήσεων μέσω stage (ακόμη και αν θεωρούνται ανέξοδες) αλλά δεν συνέχισε με τις αναγκαίες τομές, που τις πολεμούσε το ίδιο το κόμμα του, τόσο καθεστωτικό πια όσο και η συντηρητική παράταξη, σε βαθμό που τον εκπαραθύρωσε.
Άλλωστε το ίδιο το μοντέλο της οικονομίας και η επιχειρηματικότητα της χώρας μονοπωλείται από κρατικοδίαιτες και κομματικές στρεβλώσεις σε ένα περιβάλλον με σημαδεμένη τράπουλα και σε μια χώρα που δεν έχει καμία παραγωγική βάση αλλά ζει με ψέματα εδώ και 40 χρόνια.
Για τους δανειστές, βέβαια, «μεταρρυθμίσεις» ακόμη και σήμερα, δεν είναι αλλαγές όπως η απελευθέρωση των «κλειστών επαγγελμάτων» (ήμουν νέος και γέρασα) αλλά κυρίως η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ισοπέδωση του κοινωνικού κράτους, το ξεπούλημα όσης δημόσιας περιουσίας απέμεινε και η διάλυση του δημόσιου τομέα. Που δεν είναι ογκώδης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά ανοργάνωτος και αντιπαραγωγικός, πλην όμως κανένα σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας δεν έχει εφαρμοστεί από τις «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις.
Αλλά ποια πολιτική δύναμη και με ποιο δείγμα γραφής, θα εγγυηθεί κάποια αλλαγή: Οι «αντικρατιστές» που είχαν Γραμματέα Οργανωτικού το συνδικαλιστή της δημόσιου τομέα ή οι «μεταρρυθμιστές» που δεν έχουν να επιδείξουν μεταρρυθμίσεις;
Οι μύθοι άλλωστε και η ρητορική είναι εύκολη στην Ελλάδα όπου κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία με τον εθνικολαϊκισμό των ΑΝΕΛ, αυτοί που συγκυβερνούσαν με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ . Του οποίου τα πρωτοκλασάτα στελέχη μεταπήδησαν στη ΝΔ για να συνεχίσουν να διαχειρίζονται εξουσία, αλλά κατηγορούν σήμερα την Αριστερά ότι «προδίδει τις αρχές της» για χάρη της εξουσίας !
Και αν η κουβέντα έρχεται στην παρούσα κυβέρνηση, δεν αρκεί ο ετεροκαθορισμός σε σχέση με τις αποτυχημένες αντιλήψεις, που συνεχίζουν να συναρπάζουν όσους έχουν κεκτημένα και προνόμια να προστατέψουν. Η αξιοπιστία της θα κριθεί πρώτα από το μείγμα της πολιτικής, αν αυτή αποδείξει ότι διαφοροποιείται από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος (σαν αστικός εκσυγχρονισμός αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές), και έπειτα από την εφαρμογή αριστερών πολιτικών που στην παρούσα συγκυρία μοιάζει με πολυτέλεια. Και θα κριθεί χωρίς ελαφρυντικά...
Γιάννης Σιδηρόπουλος
υπόθεση της «λαθροχειρίας», όπως ονομάστηκε, στις εκλογές της ΑΔΕΔΥ, με πρωταγωνιστή το Γραμματέα Οργανωτικού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Βασίλη Σπανάκη, που προκάλεσε επικρίσεις από το ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησε στην παραίτησή του από το κομματικό αξίωμα. Είναι όμως αυτή η είδηση;
Παρόλο που πράγματι είναι μια μη αποδεκτή συμπεριφορά η απόπειρα να ψηφίσει κάποιος άλλος στη θέση του, το πρακτικό αποτέλεσμα στις εκλογές δεν θα μπορούσε να αναστρέψει την κυρίαρχη εικόνα που διαμορφώνεται στο συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων, άλλοτε «λάφυρο» του κραταιού ΠΑΣΟΚ, όπου πλέον κυριαρχεί απόλυτα η ΔΑΚΕ.
Και αυτή είναι η είδηση, δηλαδή, ότι στο συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων κυριαρχεί το κόμμα με την πλέον αντικρατικίστικη ρητορική, η Νέα Δημοκρατία.
Η δεύτερη είδηση , εξίσου εντυπωσιακή, είναι ότι ο γραμματέας οργανωτικού της συντηρητικής παράταξης ήταν ένας προβεβλημένος συνδικαλιστής του δημοσίου, ο Σπανάκης !
Στη χώρα λοιπόν που η αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση σε επίσημο και ανεπίσημο τόνο ότι την αποτελούν «γραφικοί κρατιστές» και την εκλέγουν «τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι του ΠΑΣΟΚ», η ΔΑΚΕ είναι αυτή που σαρώνει στην ΑΔΕΔΥ αλλά ταυτόχρονα έχει «ρίξει άγκυρα» στην πλέον νευραλγική θέση του κομματικού μηχανισμού. Αυτή είναι η αντίφαση στη βάση της ρητορικής.
Στη βάση της πραγματικότητας, όλοι γνωρίζουν ποιες πολιτικές δυνάμεις, με ποιο τρόπο και ποιες διαδικασίες στελέχωσαν, διόγκωσαν και «ξεχείλωσαν» το δημόσιο τομέα, που τώρα δαιμονοποιούν, με τις προγραμματικές εξαγγελίες περί δραστικής περικοπής δαπανών προς όφελος της «πραγματικής οικονομίας» να οδηγούν ολοένα και περισσότερο (ευθέως ή δια της εις άτοπον απαγωγής) σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και μειώσεις μισθών!
Σε ένα πιο αφελές ρητορικό σχήμα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όταν κάποιος διορίζει μισό εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους και ελέγχει την ΑΔΕΔΥ, τότε μπορεί να εμφανιστεί ως κόμμα φιλελεύθερων αντικρατιστών…
Πολλοί μεταρρυθμιστές, καμία μεταρρύθμιση
Ο δεύτερος μύθος της περιόδου που διανύουμε είναι οι περιβόητοι «μεταρρυθμιστές» που κυριαρχούν στον υπό ανασύσταση χώρο της κεντροαριστεράς ενώ αρχίζουν να μπαίνουν και στη ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, ως αντίβαρο στο «λαϊκισμό» που θεωρούν ότι κομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν ανατρέξει κανείς στη 40ετία που έχουμε διανύσει στη μεταπολίτευση, θα βρει αμέτρητους μεταρρυθμιστές αλλά σχεδόν καμία μεταρρύθμιση, προοδευτικού ή φιλελεύθερου χαρακτήρα.
Αν μιλήσουμε για το Κέντρο και την επίδραση της «εκσυγχρονιστικής» περιόδου, οι μεταρρυθμίσεις ενδεχομένως εξαντλούνται στις περίφημες ταυτότητες, όπου μια χώρα διαιρέθηκε (και γνώρισε για καλά τον «κρατισμό» και την παρέμβαση της εκκλησίας όπως πρόσφατα και η κυβέρνηση Τσίπρα) για την επιτάχυνση μιας –έτσι κι αλλιώς- αναπόφευκτης, αυτονόητης και ελάσσονος σημασίας τυπικής εξέλιξης.
Για να είμαστε δίκαιοι, υπήρξαν πολλές και πραγματικές μεταρρυθμίσεις γύρω από τη δεκατίε του ‘80, όπως οι Πανελλήνιες Εξετάσεις, όπως το ΕΣΥ ή το ΑΣΕΠ, το 1994. Μια μεταρρύθμιση που χτύπησε το κομματικό κράτος, από ένα Υπουργό που βρέθηκε εν συνεχεία στο πυρ το εξώτερο από το κόμμα του και ένα Πρωθυπουργό που οι κατοπινοί και σημερινοί «μεταρρυθμιστές» κατατάσσουν, ομόφωνα σχεδόν, στη σφαίρα των «λαϊκιστών».
Και μια μεταρρύθμιση που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εφηύραν δεκάδες τρόπους για να τη φαλκιδεύουν και να συνεχίζουν να διορίζουν από την πίσω πόρτα, μέχρι τα χρόνια των μνημονίων.
Αν ψάξουμε στο χώρο της συντηρητικής παράταξης για μεταρρυθμίσεις ίσως θα πρέπει να εντοπίσουμε ένα ενδιαφέροντα κύκλο της ιστορίας καθώς ο πατέρας του σημερινού Προέδρου της ΝΔ ήταν εκείνος που επιχείρησε να διαλύσει την «πασοκική» ΕΑΣ των λεωφορείων της Αθήνας για να επιβάλει το μοντέλο του ΟΑΣΘ (που είχε επιβληθεί από την συντηρητική παράταξη πολλά χρόνια πριν) με ιδιώτες, «νοικοκυραίους» λεωφορειούχους, που επικρίνεται σήμερα σφόδρα από την ίδια την αντιπολίτευση με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στις αστικές συγκοινωνίες της Θεσσαλονίκης.
Σχεδόν καμία μεταρρύθμιση λοιπόν δεν έγινε γιατί κανένα κεκτημένο προνόμιο δεν ήταν σε θέση να ανατρέψουν οι πολιτικές δυνάμεις που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση εκτός αν αυτό ενείχε την έννοια της εξυπηρέτησης του στενού κομματικού συμφέροντος για την αναπαραγωγή των δικών του πελατειακών δικτύων. Άλλωστε, δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τους τελευταίους διορισμούς…αγροφυλάκων.
Φυσικά, κανείς δεν αρνείται ότι η ΝΔ του «γέρου» Καραμανλή ήταν αυτή που εδραίωσε τη δημοκρατία στη χώρα – έστω και χωρίς να πλήξει το μετεμφυλιακό χαρακτήρα του κράτους- αλλά η σημερινή με την αλλοτινή ΝΔ ούτε έχει, ούτε θα ήθελε να έχει οποιαδήποτε σχέση.
Διγλωσσία και υποκρισία για τις «μεταρρυθμίσεις»
Στα χρόνια του μνημονίου η έννοια της μεταρρύθμισης συνέχισε να έχει διττή σημασία: Για τους εγχώριους πολιτικούς είχε την έννοια της αυτονόητης κατάργησης κάποιων προνομίων που ποτέ δεν έγινε αλλά εξαντλήθηκε σε ασήμαντα μέτρα αλλά και στο «τοτέμ» όλων των δυνάμεων, «μεταρρυθμιστικών» και μη, που είναι οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ίσως η ιστορία να αδικεί τον Γιώργο Παπανδρέου, του opengov, της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ, και του «Καλλικράτη», του νόμου περί ιθαγένειας, της άρνησης σε νέα γενιά μονιμοποιήσεων μέσω stage (ακόμη και αν θεωρούνται ανέξοδες) αλλά δεν συνέχισε με τις αναγκαίες τομές, που τις πολεμούσε το ίδιο το κόμμα του, τόσο καθεστωτικό πια όσο και η συντηρητική παράταξη, σε βαθμό που τον εκπαραθύρωσε.
Άλλωστε το ίδιο το μοντέλο της οικονομίας και η επιχειρηματικότητα της χώρας μονοπωλείται από κρατικοδίαιτες και κομματικές στρεβλώσεις σε ένα περιβάλλον με σημαδεμένη τράπουλα και σε μια χώρα που δεν έχει καμία παραγωγική βάση αλλά ζει με ψέματα εδώ και 40 χρόνια.
Για τους δανειστές, βέβαια, «μεταρρυθμίσεις» ακόμη και σήμερα, δεν είναι αλλαγές όπως η απελευθέρωση των «κλειστών επαγγελμάτων» (ήμουν νέος και γέρασα) αλλά κυρίως η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η ισοπέδωση του κοινωνικού κράτους, το ξεπούλημα όσης δημόσιας περιουσίας απέμεινε και η διάλυση του δημόσιου τομέα. Που δεν είναι ογκώδης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά ανοργάνωτος και αντιπαραγωγικός, πλην όμως κανένα σοβαρό σχέδιο για την αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας δεν έχει εφαρμοστεί από τις «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις.
Αλλά ποια πολιτική δύναμη και με ποιο δείγμα γραφής, θα εγγυηθεί κάποια αλλαγή: Οι «αντικρατιστές» που είχαν Γραμματέα Οργανωτικού το συνδικαλιστή της δημόσιου τομέα ή οι «μεταρρυθμιστές» που δεν έχουν να επιδείξουν μεταρρυθμίσεις;
Οι μύθοι άλλωστε και η ρητορική είναι εύκολη στην Ελλάδα όπου κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία με τον εθνικολαϊκισμό των ΑΝΕΛ, αυτοί που συγκυβερνούσαν με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ . Του οποίου τα πρωτοκλασάτα στελέχη μεταπήδησαν στη ΝΔ για να συνεχίσουν να διαχειρίζονται εξουσία, αλλά κατηγορούν σήμερα την Αριστερά ότι «προδίδει τις αρχές της» για χάρη της εξουσίας !
Και αν η κουβέντα έρχεται στην παρούσα κυβέρνηση, δεν αρκεί ο ετεροκαθορισμός σε σχέση με τις αποτυχημένες αντιλήψεις, που συνεχίζουν να συναρπάζουν όσους έχουν κεκτημένα και προνόμια να προστατέψουν. Η αξιοπιστία της θα κριθεί πρώτα από το μείγμα της πολιτικής, αν αυτή αποδείξει ότι διαφοροποιείται από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος (σαν αστικός εκσυγχρονισμός αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές), και έπειτα από την εφαρμογή αριστερών πολιτικών που στην παρούσα συγκυρία μοιάζει με πολυτέλεια. Και θα κριθεί χωρίς ελαφρυντικά...
Γιάννης Σιδηρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου