Κάθε φορά που έχουμε ένα μαζικό τρομοκρατικό χτύπημα στην Ευρώπη αναζωπυρώνεται η συζήτηση για τα θέματα ασφάλειας.
Οι συντηρητικές δυνάμεις απαιτούν περισσότερη και...
αυστηρότερη αστυνόμευση, επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και στρατό στους δρόμους, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποθαρρυνθούν οι τρομοκράτες και θα εξαλειφθεί ο κίνδυνος. Δυστυχώς γι’ αυτούς τα γεγονότα δεν τους επιβεβαιώνουν. Το περίμεναν οι Γερμανοί, είχαν πάρει όλα τα μέτρα προστασίας, ωστόσο δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το τρομοκρατικό χτύπημα.
Το γερμανικό κράτος θεωρείται από πολλούς ένα σοβαρό κράτος, θα λέγαμε υποδειγματικό σε θέματα τάξης. Οι παραλυτικές καταστάσεις που επικρατούν σε ορισμένες χώρες του Νότου δεν παρατηρούνται στη Γερμανία. Διαθέτει υψηλού επιπέδου δημόσια διοίκηση και αποτελεσματικούς μηχανισμούς συλλογής πληροφοριών και καταστολής.
Οποτε χρειάστηκε στο παρελθόν, δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει σκληρές πρακτικές για να εξουδετερώσει τις ένοπλες ομάδες και τα ακτιβιστικά κινήματα που το αμφισβήτησαν, χωρίς μάλιστα να υπάρξουν ισχυρές αντιστάσεις στη γερμανική κοινωνία για τις ωμές παραβιάσεις των δικαιωμάτων.
Αλλωστε, για τους Γερμανούς η πειθαρχία και η υπακοή στο κράτος είναι παραδοσιακές αξίες. Στο όνομα αυτών των αξιών διαπράχθηκαν εγκλήματα και δικαιολογήθηκαν η μαζική σιωπή, η παθητική υποταγή και η γραφειοκρατική τυπικότητα. Με τους τζιχαντιστές όμως τα πράγματα δεν είναι εύκολα.
Δεν πρόκειται για φανατικούς που υπηρετούν ένα επαναστατικό καθήκον. Ο θιασώτης της ένοπλης ανυπακοής που εμφορείται από μια κοσμική ιδεολογία είναι διαφορετική περίπτωση. Δεν είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος.
Είναι οργισμένος, είναι θυμωμένος με τις αδικίες και τις ανισότητες που υπάρχουν, μισεί το ταξικό σύστημα και τους εκπροσώπους του, δεν χτυπάει στα τυφλά, σοκάρεται από τις παράπλευρες απώλειες της δράσης του, σε καμία περίπτωση δεν θέλει να αυτοκτονήσει και όταν διαπιστώνει ότι το μήνυμά του δεν περνάει στις μάζες, αναδιπλώνεται, μετανοεί, καταθέτει τα όπλα και αποσύρεται.
Στις μέρες μας όμως έχουμε να κάνουμε με ζηλωτές που είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν για να πετύχουν έναν ιερό και καθαγιασμένο σκοπό. Και τέτοιους ανθρώπους δεν μπορείς να τους αντιμετωπίσεις με τις συνήθεις μεθόδους. Δεν επιλέγουν στρατιωτικούς ή στενά πολιτικούς στόχους, βαράνε στον σωρό, χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Για την αντίληψή τους δεν είναι υπόλογες μόνο οι κυβερνήσεις της Δύσης για τις στρατιωτικές επεμβάσεις και τους εμφυλίους, ένοχοι είναι και οι πολίτες που τις ψηφίζουν και τις ανέχονται. Πρόκειται για τη θεωρία της συλλογικής ευθύνης, η οποία βρίσκει την πρακτική εφαρμογή της στην ανειρήνευτη πάλη κατά των απίστων.
Οπως λέει ο Εντουαρντ Σαΐντ «όταν υπηρετείς τυφλά κάποιον θεό, όλοι οι δαίμονες βρίσκονται στην απέναντι πλευρά». Εχουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και στρατολογούν μέλη με μεγάλη ευχέρεια από το πλήθος των απογοητευμένων που ζουν χωρίς προοπτική και ελπίδα στις περιθωριοποιημένες συνοικίες των δυτικών μεγαλουπόλεων. Οι μαχητές είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, η οποία άλλωστε στον γήινο κόσμο δεν μπορεί να πραγματωθεί σ’ όλη την ουσία της, κάτι όμως που μπορεί να γίνει στον επουράνιο παράδεισο.
Επενδύουν στο κλίμα φόβου και ανασφάλειας που προκαλείται από τις επιθέσεις τους και δεν τους ενδιαφέρει καθόλου που με τις ενέργειές τους αναπτύσσεται στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών ισχυρό ρεύμα ισλαμοφοβίας.
Η ειρηνική συνύπαρξη των θρησκειών, ο διάλογος ανάμεσα στους πολιτισμούς και η αναζήτηση συγκλίσεων, η ανοχή απέναντι στον άλλον, η κατανόηση για τα πιστεύω του διπλανού συνιστούν για τους καθοδηγητές του τζιχαντισμού καθαρή προδοσία και οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι που δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους περί καθολικού πολέμου, πρέπει να εξοντωθούν γιατί λειτουργούν σαν πέμπτη φάλαγγα της Δύσης μέσα στις τάξεις των πιστών. Στον αποφασισμένο φονταμενταλιστή δεν υπάρχει περιθώριο για δεύτερη σκέψη.
Εφόσον έχει πειστεί ότι είναι ένα όργανο για να εκπληρωθεί το θεϊκό θέλημα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει ούτε αυτόν που δίνει την εντολή -είναι ο εκπρόσωπος του Θεού επί της Γης- ούτε βεβαίως τη σκοπιμότητα της πράξης του. Αισθάνεται πως δεν μπορεί να αλλάξει τους δυσμενείς όρους της ζωής του: «ζει την εμπειρία ενός χαμένου παιχνιδιού, θεωρεί ότι όλες οι έξοδοι κινδύνου είναι παγιδευμένες και τότε η βία προβάλλει σαν η μοναδική διέξοδος» (Φωτεινή Τσαλίκογλου).
Και έτσι προκύπτει το ερώτημα: Στις σύγχρονες κοινωνίες το ζευγάρι «ελευθερία-ασφάλεια» είναι σε μόνιμη διάσταση; Μπορεί το ένα μέλος να ζήσει χωρίς το άλλο ή εις βάρος του άλλου; Υπάρχει συνταγή για τη σωστή δοσολογία; Οπως λέει ο σπουδαίος Πολωνός στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν «ελευθερία και ασφάλεια αντιπροσωπεύουν μάλλον την κύρια αντίφαση.
Τις χρειαζόμαστε και τις δύο αλλά ταυτόχρονα δυσκολευόμαστε να τις συμφιλιώσουμε, έτσι ώστε να επωφελούμαστε και από τις δύο. Καμία τέλεια σύνθεση, καμία σωστή αναλογία μεταξύ τους δεν έχει βρεθεί ακόμα και φαίνεται πως είμαστε αναγκασμένοι να μετακινούμαστε από το ένα άκρο στο άλλο…
»Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνατότητα: η δυνατότητα να συνυπάρχουμε συνδεόμενοι από τον ιστό παράπλευρων υπευθυνοτήτων που θεμελιώνονται και εκδηλώνονται με τον συνεχή διάλογο, έναν διάλογο που δεν αποβλέπει στην ομοψυχία, αλλά στην αμοιβαία κατανόηση και αποδοχή… Πρόκειται μήπως για ουτοπική θεώρηση;
Μπορεί και να είναι ουτοπική, αλλά η ζωή χωρίς ουτοπία είναι σαν ένα καράβι χωρίς πυξίδα» («Σημειωματάριο Ιδεών» του Θανάση Γιαλκέτση «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» 26-3-2006)...
Τάσος Παππάς
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου