Ποσώς με ενδιαφέρουν οι λόγοι που οδηγούν κατά καιρούς κάποιο δημόσιο πρόσωπο να επαναφέρει το γνώριμο δίλημμα: οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου προκρίνουν μια «προσπάθεια ένταξης της Χρυσής Αυγής στο...
κλίμα της δημοκρατίας» ή επιλέγουν τη «διαρκή ρήξη» με το νεοναζιστικό μόρφωμα;
Οσοι, βέβαια, θέτουν κατά καιρούς το συγκεκριμένο ερώτημα είναι που το έχουν ήδη απαντήσει: οι δημοκρατικές διαδικασίες -κάποτε για την ίδια δουλειά είχαν προταθεί τα κοινοβουλευτικά κοστούμια- διαθέτουν κατά τη γνώμη τους τη μαγική ιδιότητα να ενσωματώνουν τους αντιπάλους τους εξημερώνοντάς τους ή, εν πάση περιπτώσει, να τους εξημερώνουν ενσωματώνοντάς τους.
Οπως και να έχει, η σχεδόν τελετουργική διαμάχη που ακολουθεί κάθε ευκαιριακή αναζωπύρωση του ζητήματος έχει να μαρτυρήσει πολλά για την αδυναμία -ή, μήπως, την αδιαφορία;- του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη νεοναζιστική πρόκληση.
Κάποτε, οι διόλου ευκαταφρόνητες εκλογικές επιδόσεις της Χρυσής Αυγής συνιστούν το ποταπό κίνητρο: ποιος ωφελείται από την άνοδο και ποιος από τη μείωση του ποσοστού της;
Είναι προφανές ότι δουλείες της συγκυρίας υπαγορεύουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιναζιστικές ευαισθησίες. Αλλοτε πάλι, όπως ακούσαμε και πρόσφατα, την ανοχή στις νεοναζιστικές ακρότητες υπαγορεύει η έγνοια για τους αθώους ψηφοφόρους της εγκληματικής οργάνωσης, τον «απλό, παρασυρμένο κόσμο» που τη διαλέγει γυρεύοντας μια «λύση επιβίωσης».
Αν είναι έτσι, η ανέφελη συνύπαρξη δημοκρατικού και νεοναζιστικού κοινοβουλευτισμού στο Καστελόριζο δείχνει τον δρόμο.
Είναι αλήθεια ότι απόψεις σαν κι αυτές μεταφέρουν συνήθως στα καθ᾽ ημάς γενικόλογα επιχειρήματα αντλημένα από την τρέχουσα διεθνή συζήτηση για τις αιτίες που προκαλούν την άνοδο ποικίλων εκδοχών της Ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμη συχνότερα, η έμμονη επίκληση της κρίσης θεωρείται ότι εξαντλεί (και) το ζήτημα της εγχώριας άνθησης του νεοναζισμού: η ψήφος στη Χρυσή Αυγή είναι ψήφος οικονομικής απόγνωσης, τελεία και παύλα. Ούτως ή άλλως, οι μεταβαλλόμενες νοηματοδοτήσεις της «κρίσης» προτείνονται ως αποκλειστικό εργαλείο για την αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας, αλλά και την ταξινόμηση, επομένως και ιεράρχηση, των κοινωνικών προβλημάτων.
Στο κλίμα αυτό, η πολιτική βαρύτητα της δίκης της Χρυσής Αυγής υποβαθμίζεται συστηματικά. Στις σχετικές προσεγγίσεις παραμένει στο ημίφως -ως αναλυτικά αδιάφορο- το γεγονός ότι μιλάμε για μια οργάνωση με ήδη αποδεδειγμένη εγκληματική δράση και ηγεσία υπόδικη για δολοφονικές επιθέσεις.
Ετσι, και με σαφή την ευθύνη ενημερωτικών μέσων και πολιτικών, η από καιρό διαπιστωμένη διγλωσσία των νεοναζιστών κερδίζει το στοίχημα: οι αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικές αντιλήψεις και πρακτικές τους υποβαθμίζονται, αν δεν εξαερώνονται, και υιοθετείται ως αυθεντική η εικόνα που η ίδια η Χρυσή Αυγή έχει κάθε συμφέρον να προβάλλει, ιδιαίτερα κατά τη δικαστική διερεύνηση των εγκλημάτων της.
Αυστηρά ιεραρχική, όπως κάθε ομοειδής ομάδα, η οργάνωση διαθέτει ένοχα «μυστικά», η πρόσβαση στα οποία σχετίζεται προφανώς με τους διαφορετικούς αναβαθμούς μύησης των μελών της. Καθώς όμως κάμποσες από τις απόκρυφες ναζιστικές τελετουργίες έχουν από καιρό αποκαλυφθεί και ερμηνευτεί, η παράκαμψή τους μοιάζει, αν μη τι άλλο, ανεξήγητη.
Ας το πω αλλιώς: η κατανόηση των μηχανισμών της χρυσαυγίτικης προπαγάνδας περνά μέσα από την κατάδειξη των μεθόδων χάρη στις οποίες επιτυγχάνεται η αποτελεσματική μετάφραση των εθνικοσοσιαλιστικών προταγμάτων σε γλώσσα ικανή να προσεγγίσει και μη ναζιστικά ακροατήρια.
Οταν, για παράδειγμα, οι βουλευτές της ομνύουν στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια επιλέγουν να υιοθετήσουν έναν αναγνωρίσιμο κώδικα, παμπάλαιο αλλά αναπαλαιωμένο σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης αναδίπλωσης.
Οι ίδιοι, προφανώς, ξέρουν καλά πως πατρίδα ονομάζουν την περιούσια ελληνική φυλή και το πολύτιμο αίμα της, θρησκεία μια ιδιότυπη παγανιστική/εθνικοσοσιαλιστική πρόσληψη του χριστιανισμού, οικογένεια το πρωταρχικό κύτταρο της πατριαρχικής, αυστηρά καθορισμένης από τους άκαμπτους νόμους της φύσης, κοινωνικής οργάνωσης που επαγγέλλονται.
Δεν αρκεί, ωστόσο, ο διαρκής έλεγχος των νεοναζιστικών μεταμφιέσεων. Εξίσου σημαίνουσες πολιτικά ενδέχεται να αποδειχθούν οι υποτιμημένες ίσαμε σήμερα αντιλήψεις της Χρυσής Αυγής για σειρά ζητημάτων δεύτερης, υποτίθεται, διαλογής. Μόνο που τα «ελάσσονα» αυτά ζητήματα τη διευκολύνουν κάποτε να λειαίνει το έδαφος για την υποδοχή των προτάσεών της που αφορούν τα «μείζονα».
Είναι βέβαιο ότι οι απόψεις της για τα φύλα και τον υπαγορευμένο από τη βιολογία προορισμό τους, για παράδειγμα, της διασφαλίζουν ανομολόγητες συναινέσεις και τη διευκολύνουν να προσεταιριστεί πολίτες από καιρό εξοικειωμένους με τη φυσικοποίηση των κοινωνικών ιεραρχιών.
Ετσι γίνονται ορατές και κάποιες αρχικές αυταπάτες των αντιφασιστικών κινήσεων. Γιατί οι πάντες θα συμφωνούσαν πρόθυμα με την καταδίκη του χρυσαυγίτικου μισογυνισμού. Πόσοι όμως αντιστέκονται αποτελεσματικά στην καρικατούρα του ναζιστικού ανδρικού ιδεότυπου που εισέφερε η Χρυσή Αυγή στα πολιτικά μας ήθη;
Ασφαλώς και δεν τελειώνουν εδώ οι απεχθείς συμπλεύσεις. Στη ζοφερή ατμόσφαιρα των ημερών, η νεοναζιστική οργάνωση εμφανίζεται συχνά να υποστηρίζει «κοινά αποδεκτές» θέσεις και να βρίσκει δεκτικούς -ακόμη και κυβερνητικούς- συνομιλητές.
Με την έννοια αυτή, δεν έχει λόγο να μεταλλαχθεί, όπως κάποιοι εύχονται, σε ακροδεξιό κοινοβουλευτικό κόμμα. Μπορεί κάλλιστα να παραμείνει ένα ναζιστικό κοινοβουλευτικό κόμμα...
κλίμα της δημοκρατίας» ή επιλέγουν τη «διαρκή ρήξη» με το νεοναζιστικό μόρφωμα;
Οσοι, βέβαια, θέτουν κατά καιρούς το συγκεκριμένο ερώτημα είναι που το έχουν ήδη απαντήσει: οι δημοκρατικές διαδικασίες -κάποτε για την ίδια δουλειά είχαν προταθεί τα κοινοβουλευτικά κοστούμια- διαθέτουν κατά τη γνώμη τους τη μαγική ιδιότητα να ενσωματώνουν τους αντιπάλους τους εξημερώνοντάς τους ή, εν πάση περιπτώσει, να τους εξημερώνουν ενσωματώνοντάς τους.
Οπως και να έχει, η σχεδόν τελετουργική διαμάχη που ακολουθεί κάθε ευκαιριακή αναζωπύρωση του ζητήματος έχει να μαρτυρήσει πολλά για την αδυναμία -ή, μήπως, την αδιαφορία;- του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη νεοναζιστική πρόκληση.
Κάποτε, οι διόλου ευκαταφρόνητες εκλογικές επιδόσεις της Χρυσής Αυγής συνιστούν το ποταπό κίνητρο: ποιος ωφελείται από την άνοδο και ποιος από τη μείωση του ποσοστού της;
Είναι προφανές ότι δουλείες της συγκυρίας υπαγορεύουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιναζιστικές ευαισθησίες. Αλλοτε πάλι, όπως ακούσαμε και πρόσφατα, την ανοχή στις νεοναζιστικές ακρότητες υπαγορεύει η έγνοια για τους αθώους ψηφοφόρους της εγκληματικής οργάνωσης, τον «απλό, παρασυρμένο κόσμο» που τη διαλέγει γυρεύοντας μια «λύση επιβίωσης».
Αν είναι έτσι, η ανέφελη συνύπαρξη δημοκρατικού και νεοναζιστικού κοινοβουλευτισμού στο Καστελόριζο δείχνει τον δρόμο.
Είναι αλήθεια ότι απόψεις σαν κι αυτές μεταφέρουν συνήθως στα καθ᾽ ημάς γενικόλογα επιχειρήματα αντλημένα από την τρέχουσα διεθνή συζήτηση για τις αιτίες που προκαλούν την άνοδο ποικίλων εκδοχών της Ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμη συχνότερα, η έμμονη επίκληση της κρίσης θεωρείται ότι εξαντλεί (και) το ζήτημα της εγχώριας άνθησης του νεοναζισμού: η ψήφος στη Χρυσή Αυγή είναι ψήφος οικονομικής απόγνωσης, τελεία και παύλα. Ούτως ή άλλως, οι μεταβαλλόμενες νοηματοδοτήσεις της «κρίσης» προτείνονται ως αποκλειστικό εργαλείο για την αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας, αλλά και την ταξινόμηση, επομένως και ιεράρχηση, των κοινωνικών προβλημάτων.
Στο κλίμα αυτό, η πολιτική βαρύτητα της δίκης της Χρυσής Αυγής υποβαθμίζεται συστηματικά. Στις σχετικές προσεγγίσεις παραμένει στο ημίφως -ως αναλυτικά αδιάφορο- το γεγονός ότι μιλάμε για μια οργάνωση με ήδη αποδεδειγμένη εγκληματική δράση και ηγεσία υπόδικη για δολοφονικές επιθέσεις.
Ετσι, και με σαφή την ευθύνη ενημερωτικών μέσων και πολιτικών, η από καιρό διαπιστωμένη διγλωσσία των νεοναζιστών κερδίζει το στοίχημα: οι αμιγώς εθνικοσοσιαλιστικές αντιλήψεις και πρακτικές τους υποβαθμίζονται, αν δεν εξαερώνονται, και υιοθετείται ως αυθεντική η εικόνα που η ίδια η Χρυσή Αυγή έχει κάθε συμφέρον να προβάλλει, ιδιαίτερα κατά τη δικαστική διερεύνηση των εγκλημάτων της.
Αυστηρά ιεραρχική, όπως κάθε ομοειδής ομάδα, η οργάνωση διαθέτει ένοχα «μυστικά», η πρόσβαση στα οποία σχετίζεται προφανώς με τους διαφορετικούς αναβαθμούς μύησης των μελών της. Καθώς όμως κάμποσες από τις απόκρυφες ναζιστικές τελετουργίες έχουν από καιρό αποκαλυφθεί και ερμηνευτεί, η παράκαμψή τους μοιάζει, αν μη τι άλλο, ανεξήγητη.
Ας το πω αλλιώς: η κατανόηση των μηχανισμών της χρυσαυγίτικης προπαγάνδας περνά μέσα από την κατάδειξη των μεθόδων χάρη στις οποίες επιτυγχάνεται η αποτελεσματική μετάφραση των εθνικοσοσιαλιστικών προταγμάτων σε γλώσσα ικανή να προσεγγίσει και μη ναζιστικά ακροατήρια.
Οταν, για παράδειγμα, οι βουλευτές της ομνύουν στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια επιλέγουν να υιοθετήσουν έναν αναγνωρίσιμο κώδικα, παμπάλαιο αλλά αναπαλαιωμένο σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης αναδίπλωσης.
Οι ίδιοι, προφανώς, ξέρουν καλά πως πατρίδα ονομάζουν την περιούσια ελληνική φυλή και το πολύτιμο αίμα της, θρησκεία μια ιδιότυπη παγανιστική/εθνικοσοσιαλιστική πρόσληψη του χριστιανισμού, οικογένεια το πρωταρχικό κύτταρο της πατριαρχικής, αυστηρά καθορισμένης από τους άκαμπτους νόμους της φύσης, κοινωνικής οργάνωσης που επαγγέλλονται.
Δεν αρκεί, ωστόσο, ο διαρκής έλεγχος των νεοναζιστικών μεταμφιέσεων. Εξίσου σημαίνουσες πολιτικά ενδέχεται να αποδειχθούν οι υποτιμημένες ίσαμε σήμερα αντιλήψεις της Χρυσής Αυγής για σειρά ζητημάτων δεύτερης, υποτίθεται, διαλογής. Μόνο που τα «ελάσσονα» αυτά ζητήματα τη διευκολύνουν κάποτε να λειαίνει το έδαφος για την υποδοχή των προτάσεών της που αφορούν τα «μείζονα».
Είναι βέβαιο ότι οι απόψεις της για τα φύλα και τον υπαγορευμένο από τη βιολογία προορισμό τους, για παράδειγμα, της διασφαλίζουν ανομολόγητες συναινέσεις και τη διευκολύνουν να προσεταιριστεί πολίτες από καιρό εξοικειωμένους με τη φυσικοποίηση των κοινωνικών ιεραρχιών.
Ετσι γίνονται ορατές και κάποιες αρχικές αυταπάτες των αντιφασιστικών κινήσεων. Γιατί οι πάντες θα συμφωνούσαν πρόθυμα με την καταδίκη του χρυσαυγίτικου μισογυνισμού. Πόσοι όμως αντιστέκονται αποτελεσματικά στην καρικατούρα του ναζιστικού ανδρικού ιδεότυπου που εισέφερε η Χρυσή Αυγή στα πολιτικά μας ήθη;
Ασφαλώς και δεν τελειώνουν εδώ οι απεχθείς συμπλεύσεις. Στη ζοφερή ατμόσφαιρα των ημερών, η νεοναζιστική οργάνωση εμφανίζεται συχνά να υποστηρίζει «κοινά αποδεκτές» θέσεις και να βρίσκει δεκτικούς -ακόμη και κυβερνητικούς- συνομιλητές.
Με την έννοια αυτή, δεν έχει λόγο να μεταλλαχθεί, όπως κάποιοι εύχονται, σε ακροδεξιό κοινοβουλευτικό κόμμα. Μπορεί κάλλιστα να παραμείνει ένα ναζιστικό κοινοβουλευτικό κόμμα...
Αγγέλικα Ψαρρά - efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου