Ο Γάλλος φιλόσοφος, επιμένων μαρξιστής, ιδιαίτερα δημοφιλής στον χώρο της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς, Αλέν Μπαντιού, στον διάλογο που είχε με τον Μαρσέλ Γκοσέ για τον κομμουνισμό, τον καπιταλισμό και το μέλλον της δημοκρατίας, αναφέρει ότι «όταν έχετε να αναμετρηθείτε με κάποιον, κοιτάζετε πρώτα το...
μέγεθός του».
Ψύχραιμη ανάλυση της πραγματικότητας λοιπόν ή, με άλλα λόγια, σωστή εκτίμηση των συσχετισμών, τους οποίους δεν πρέπει να υποτιμάς (ακόμη χειρότερα, να αγνοείς), γιατί όσο ηρωική κι αν είναι η προσπάθειά σου, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι η συντριβή και στη συνέχεια ο ταπεινωτικός συμβιβασμός.
Σχολιάζοντας τις απόψεις που σαλπίζουν την επιστροφή στο έθνος-κράτος, επισημαίνει:
«Η αναδίπλωση στον εαυτό της είναι για μια χώρα αδιέξοδη, καθώς σε τελική ανάλυση εξυπηρετεί αυτό ακριβώς που θέλει να πολεμήσει. Τα λάβαρα του απομονωτισμού και του προστατευτισμού, που στη χώρα μας τα ανεμίζουν όχι μόνο η άκρα δεξιά αλλά και σημαντική μερίδα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς, δεν οδηγούν πουθενά. Ας υποθέσουμε ότι μια χώρα αποφασίζει να επιλέξει τη ρήξη με όλους τους έως τώρα εταίρους της: θα βρεθεί σχεδόν αυτομάτως σε καθεστώς εξοστρακισμού και μποϊκοταρίσματος των εξαγωγών της, με συνέπειες που μπορεί να αποδειχτούν καταστροφικές, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. Κανένας δεν μπορεί να θεωρεί ότι μια τέτοια κίνηση αποτελεί λύση. Κανένας δεν θα ήθελε μια Γαλλία απομονωμένη, οχυρωμένη πίσω από τα σύνορά της, στην οποία το βιοτικό επίπεδο θα υποβαθμιζόταν ταχύτατα. Μόνο η άκρα δεξιά μπορεί να καλλιεργεί μια τέτοια χίμαιρα, που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε μια Γαλλία που μόνο ισχυρή δεν θα είναι» («Τι να κάνουμε;» σελ. 191-192, εκδόσεις Πατάκη).
Η τοποθέτηση του Μπαντιού αφορά την «κομμουνιστική υπόθεση», αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει και στην περίπτωση που ένα κράτος καλείται σε συνθήκες βαθιάς κρίσης να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να συμμετέχει υπό δυσμενείς όρους σε μια συλλογικότητα όπου κυριαρχεί η σκληρή νεοφιλελεύθερη στρατηγική ή αν θα αποχωρήσει επιλέγοντας έναν μοναχικό δρόμο σε αχαρτογράφητο (ενδεχομένως ναρκοθετημένο) έδαφος.
Αν αυτό δεν μπορεί να το κάνει χωρίς δραματικές συνέπειες για τους πολίτες της μια χώρα με το οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό εκτόπισμα της Γαλλίας, δικαιούμαστε να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι σε θέση να το κάνει η Ελλάδα, μια χώρα χρεωμένη, εξαρτημένη από τις εισαγωγές και τον δανεισμό, με ισχνή παραγωγική βάση, αναιμικό τραπεζικό σύστημα, διαβρωμένους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς και παραλυμένη δημόσια διοίκηση.
Τη γραμμή «μόνη εναντίον όλων» ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015.
Πορεύτηκε επί μήνες με πλήθος αυταπάτες για το δίκιο της υπόθεσής της, με πλεόνασμα αυτοπεποίθησης για την ικανότητά της να πλαγιοκοπήσει και να ρηγματώσει το συμπαγές μέτωπο των δανειστών (ο βολονταρισμός στην πιο ακραία εκδοχή του), δίχως συνομιλητές σε επίπεδο κυβερνήσεων, προβοκάροντας αναιδώς τους υποψήφιους συμμάχους της, ποντάροντας αφελώς στην αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών, για να υποχρεωθεί στο παρά ένα, μπροστά στον κίνδυνο της πλήρους κατάρρευσης, να υποστείλει τη σημαία της αντίστασης και να συνθηκολογήσει.
Φαίνεται ότι το πάθημα τής έγινε μάθημα. Το επόμενο διάστημα και αφού καταχώνιασε τα ρηξικέλευθα σχέδια για ανατροπή του ευρωπαϊκού μοντέλου, ξεκίνησε δειλά δειλά την οικοδόμηση σχέσεων με κόμματα και κυβερνήσεις που στο παρελθόν αντιμετώπιζε με σαρκασμό και εχθρότητα.
Οι «κορόνες» για τις βαριές ευθύνες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας έδωσαν τη θέση τους στις επιθέσεις φιλίας στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις, ενώ ο Αλ. Τσίπρας ανταποκρίνεται ασμένως στις προσκλήσεις που του απευθύνουν οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές προκειμένου να εμπλακεί στις διεργασίες που αναπτύσσονται στη συγκεκριμένη ιδεολογική περιοχή.
Η μετατόπιση του Ελληνα πρωθυπουργού ήρθε να δέσει με την αλλαγή στάσης (για την ώρα αργή, αντιφατική και με πισωγυρίσματα) τμημάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Απόψεις και προτάσεις που μέχρι πριν από λίγους μήνες καταγγέλλονταν από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ ως αριστερισμοί και τυχοδιωκτισμοί μιας ανυπόληπτης και μειοψηφικής Αριστεράς σήμερα κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση από πολιτικούς και κόμματα με ροπή στους ηττοπαθείς συμβιβασμούς.
Τη λογική του συντονισμού των δυνάμεων προκειμένου να αμφισβητηθεί με οργανωμένο τρόπο η γερμανική ηγεμονία έρχεται να υπηρετήσει η πρόταση του Αλ. Τσίπρα για τη σύνοδο των κυβερνήσεων των μεσογειακών χωρών στις αρχές Σεπτέμβρη στην Αθήνα.
Είναι μια καλοδεχούμενη πρωτοβουλία. Προσοχή όμως. Ούτε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι σταθερός σύμμαχος (η ισχυρή δεξιά πτέρυγά της θεωρεί ότι ο εχθρός είναι η ριζοσπαστική Αριστερά), ούτε ορισμένες κυβερνήσεις του Νότου δείχνουν πρόθυμες να συγκρουστούν, ούτε ο νεοφιλελευθερισμός είναι εύκολος αντίπαλος.
Ο ενθουσιασμός και η υπεραισιοδοξία δεν είναι καλοί σύμβουλοι.
Οταν εξανεμιστούν, ακολουθεί ο πεσιμιστικός λήθαργος.
Τάσος Παππάς
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου