Κάθομαι κάτω από ένα αρμυρίκι στο Καλό Λιμάνι, στις βόρειες ακτές της Λέσβου.
Βραδιάζει· αντίκρυ ανάψανε τα φώτα στον Μόλυβο, στο χωριό και...
στο κάστρο, που σαν κορόνα στέκει πάνω απ’ τα σπίτια του οικισμού.
Κάποιες βραδιές έρχονται οι ήχοι της μουσικής έως εδώ. Τους ταξιδεύει η θάλασσα και το αγέρι της.
Σκέφτομαι τη βουή των ανθρώπων στα σοκάκια του τουριστικού χωριού, την αντίθεση με τούτον τον ήσυχο τόπο. Ησυχία και απλότητα.
Ολοι οι άνθρωποι που ξεκαλοκαιριάζουν εδώ αρκούνται στα λίγα έως τα ελάχιστα.
Μπροστά μου στην πέτρινη ψαρόσκαλα είναι ριγμένη μια σαλιαγκιά με ξερό ψωμί. Κάθε μέρα πιάνονται δυο-τρία κεφάλια.
Παραδίπλα δυο κύρτοι ψαρεύουν ολόκληρο το καλοκαίρι και δίνουν κι αυτοί το κατιτίς τους.
Μερικές ντομάτες κι άλλα καλούδια του μπαξέ θα αφήσει στο πεζούλι ο κυρ Γιώργης. Ετσι απλόχερα προσφέρεται και εξασφαλίζεται το καθημερινό φαγητό.
Ο επιούσιος άρτος, η απόκτησή του, δεν προβληματίζει τους ανθρώπους.
Οι γυμνές πατούσες υγραίνονται από την πατικωμένη άμμο, που χρησιμεύει σαν δάπεδο του ημιυπαίθριου δωματίου.
Τα ξεραμένα καλάμια κι οι πικροδάφνες κρατάνε τον ήλιο του μεσημεριού, όπως γίνεται χρόνους και χρόνους· αναντάμ παπαντάμ, που έλεγε κι η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου.
Η ησυχία του μεσημεριού διακόπτεται από τις φωνές και τα τρεχαλητά των λιγοστών παιδιών.
Τρέχουνε πάνω-κάτω στην παραλία χωρίς τα μη και τα πρέπει των μεγάλων.
Εξάλλου τι απαγόρευση να τους βάλουν στην άκρη της θάλασσας και της στεριάς;
Σ’ έναν χώρο που τον ορίζουν από τη μια η θάλασσα κι η άμμος κι από την άλλη τα περβόλια και τα λιγοστά ξωχόσπιτα.
Μόνο τούτα, τώρα τελευταία, έχασαν τη μοναδικότητά τους. Ανάμεσά τους άρχισαν να φυτρώνουν, σαν τα ζιζάνια των χωραφιών, ογκώδεις κατασκευές, δυσανάλογες της ταπεινότητας του χώρου.
Τ’ αποδέχεσαι κι αφήνεις τον χρόνο να ορίσει την αντοχή τους.
Παρακεί οι πέτρινες αποθήκες, όπου πριν από εκατό χρόνους αποθήκευαν το βελανίδι, υπάρχουν ακόμα.
Κάποιες άλλαξαν χρήση και φιλοξενούν τους νέους ιδιοκτήτες ως θερινή κατοικία τους.
Ελάχιστοι κι οι κολυμβητές στην παραλία. Ο καθένας έχει τον δικό του χώρο στην αμμουδιά.
Αν δεν εμφανιστεί κάποιος μια μέρα, οι υπόλοιποι αναρωτιούνται «πού είναι η Σταυρούλα σήμερα;» ή συμπληρώνουν «ήρθαν οι φίλοι του Γιάννη».
Θα σου μιλήσουν, θα ρωτήσουν για τον χειμώνα που πέρασε και σίγουρα θα σου προσφέρουν καφέ, γλυκό του κουταλιού και θα σε φιλέψουν πρωινά σύκα.
Οι άνθρωποι του γιαλού, μόνιμοι και παραθεριστές, είναι μια παρέα, μια συντροφιά.
Σ’ όλους είναι γνωστές οι αφίξεις κι οι αναχωρήσεις. Το ποιος δεν ήρθε φέτος και γιατί δεν είναι κουτσομπολίστικη πληροφορία αλλά ενδιαφέρον για ένα μέλος της καλοκαιρινής συντροφιάς.
Οι κάγκελοι από τα ξωχικά είναι πάντα ανοιχτοί, ο καθένας γνωρίζει πού βάζει το κλειδί ο γείτονάς του.
Εκεί κατά το μεσημέρι μαθαίνεις τι φαγητό φτιάχνει η κάθε κουζίνα.
«Ε! Νίτσα, έχεις δυο καρότα για να βάλω στις σκορπιομάνες που μου έφερε ο Αλκης;».
Κι αν θέλεις να απολαύσεις ψαρόσουπα, δεν έχεις παρά να πορευτείς προς τα κει που ακούστηκε η φωνή.
Για τον μικρό οικισμό και τους ανθρώπους του το καλοκαίρι δεν τελειώνει τον Αύγουστο, συνεχίζεται και τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.
Ολες οι μέρες του χρόνου είναι με τις ίδιες χαρές και λύπες.
Το ελάχιστο των άλλων γίνεται πολυτέλεια της ζωής, για να επιβεβαιώσει άλλη μια φορά τον στίχο του λεσβιακού σατιρικού τραγουδιού: «Αρχοντες και φουκαράδες ζούμε μακριά απ’ τον θιο»...
Αριστείδης Καλαργάλης
συγγραφέας, διδάκτωρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
Βραδιάζει· αντίκρυ ανάψανε τα φώτα στον Μόλυβο, στο χωριό και...
στο κάστρο, που σαν κορόνα στέκει πάνω απ’ τα σπίτια του οικισμού.
Κάποιες βραδιές έρχονται οι ήχοι της μουσικής έως εδώ. Τους ταξιδεύει η θάλασσα και το αγέρι της.
Σκέφτομαι τη βουή των ανθρώπων στα σοκάκια του τουριστικού χωριού, την αντίθεση με τούτον τον ήσυχο τόπο. Ησυχία και απλότητα.
Ολοι οι άνθρωποι που ξεκαλοκαιριάζουν εδώ αρκούνται στα λίγα έως τα ελάχιστα.
Μπροστά μου στην πέτρινη ψαρόσκαλα είναι ριγμένη μια σαλιαγκιά με ξερό ψωμί. Κάθε μέρα πιάνονται δυο-τρία κεφάλια.
Παραδίπλα δυο κύρτοι ψαρεύουν ολόκληρο το καλοκαίρι και δίνουν κι αυτοί το κατιτίς τους.
Μερικές ντομάτες κι άλλα καλούδια του μπαξέ θα αφήσει στο πεζούλι ο κυρ Γιώργης. Ετσι απλόχερα προσφέρεται και εξασφαλίζεται το καθημερινό φαγητό.
Ο επιούσιος άρτος, η απόκτησή του, δεν προβληματίζει τους ανθρώπους.
Οι γυμνές πατούσες υγραίνονται από την πατικωμένη άμμο, που χρησιμεύει σαν δάπεδο του ημιυπαίθριου δωματίου.
Τα ξεραμένα καλάμια κι οι πικροδάφνες κρατάνε τον ήλιο του μεσημεριού, όπως γίνεται χρόνους και χρόνους· αναντάμ παπαντάμ, που έλεγε κι η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου.
Η ησυχία του μεσημεριού διακόπτεται από τις φωνές και τα τρεχαλητά των λιγοστών παιδιών.
Τρέχουνε πάνω-κάτω στην παραλία χωρίς τα μη και τα πρέπει των μεγάλων.
Εξάλλου τι απαγόρευση να τους βάλουν στην άκρη της θάλασσας και της στεριάς;
Σ’ έναν χώρο που τον ορίζουν από τη μια η θάλασσα κι η άμμος κι από την άλλη τα περβόλια και τα λιγοστά ξωχόσπιτα.
Μόνο τούτα, τώρα τελευταία, έχασαν τη μοναδικότητά τους. Ανάμεσά τους άρχισαν να φυτρώνουν, σαν τα ζιζάνια των χωραφιών, ογκώδεις κατασκευές, δυσανάλογες της ταπεινότητας του χώρου.
Τ’ αποδέχεσαι κι αφήνεις τον χρόνο να ορίσει την αντοχή τους.
Παρακεί οι πέτρινες αποθήκες, όπου πριν από εκατό χρόνους αποθήκευαν το βελανίδι, υπάρχουν ακόμα.
Κάποιες άλλαξαν χρήση και φιλοξενούν τους νέους ιδιοκτήτες ως θερινή κατοικία τους.
Ελάχιστοι κι οι κολυμβητές στην παραλία. Ο καθένας έχει τον δικό του χώρο στην αμμουδιά.
Αν δεν εμφανιστεί κάποιος μια μέρα, οι υπόλοιποι αναρωτιούνται «πού είναι η Σταυρούλα σήμερα;» ή συμπληρώνουν «ήρθαν οι φίλοι του Γιάννη».
Θα σου μιλήσουν, θα ρωτήσουν για τον χειμώνα που πέρασε και σίγουρα θα σου προσφέρουν καφέ, γλυκό του κουταλιού και θα σε φιλέψουν πρωινά σύκα.
Οι άνθρωποι του γιαλού, μόνιμοι και παραθεριστές, είναι μια παρέα, μια συντροφιά.
Σ’ όλους είναι γνωστές οι αφίξεις κι οι αναχωρήσεις. Το ποιος δεν ήρθε φέτος και γιατί δεν είναι κουτσομπολίστικη πληροφορία αλλά ενδιαφέρον για ένα μέλος της καλοκαιρινής συντροφιάς.
Οι κάγκελοι από τα ξωχικά είναι πάντα ανοιχτοί, ο καθένας γνωρίζει πού βάζει το κλειδί ο γείτονάς του.
Εκεί κατά το μεσημέρι μαθαίνεις τι φαγητό φτιάχνει η κάθε κουζίνα.
«Ε! Νίτσα, έχεις δυο καρότα για να βάλω στις σκορπιομάνες που μου έφερε ο Αλκης;».
Κι αν θέλεις να απολαύσεις ψαρόσουπα, δεν έχεις παρά να πορευτείς προς τα κει που ακούστηκε η φωνή.
Για τον μικρό οικισμό και τους ανθρώπους του το καλοκαίρι δεν τελειώνει τον Αύγουστο, συνεχίζεται και τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.
Ολες οι μέρες του χρόνου είναι με τις ίδιες χαρές και λύπες.
Το ελάχιστο των άλλων γίνεται πολυτέλεια της ζωής, για να επιβεβαιώσει άλλη μια φορά τον στίχο του λεσβιακού σατιρικού τραγουδιού: «Αρχοντες και φουκαράδες ζούμε μακριά απ’ τον θιο»...
Αριστείδης Καλαργάλης
συγγραφέας, διδάκτωρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου