1.8.16

Η μουσική της νύχτας...

Φεγγάρι Λευτέρης Κουγιουμουτζής

Αναθυμούμαι, κάθε που μπαίνει ο Αύγουστος, τις νύχτες τις αλλοτινές, από τα καλοκαίρια μου τα πρότερα.

Τις νύχτες της...
βεγγέρας, τις γελαστές κι ανέμελες αποσπερίδες με συντροφιά καλή, τις κεντημένες με ψιλή κουβέντα ώς αργά.

Μα πιότερο τις νύχτες τις μοναχικές, εκείνες που με βρίσκανε σε μιαν αυλή στην εξοχή, σ’ ενός χωριού την άκρια, να κάθομαι αμίλητος και να χαζεύω τ’ άστρα με τις ώρες, ενόσω ο νους ο κοσμογυρευτής ταξίδευε ασταμάτητα, σε μέρη ανεξερεύνητα που τα 'χε μόλις φτιάξει, για να τα κατοικήσει.

Κι η μουσική της νύχτας, σαγηνευτική, εκστατική και απαράμιλλη, καθηλωτική και πλανεύτρα· ποιος είπε πως μέσα στο μαύρο το σκοτάδι τίποτα δεν συμβαίνει και πράμα δεν ακούγεται;
Κελαρυστό έτρεχε το ρέμα κι έκανε αντίλαλο μες στο φαράγγι, μιλιούνια τα βατράχια που κοάζανε τριγύρω πριν βουτήξουν στα νερά του τα καθάρια, πανζουρλισμός σωστός.

Και τα τριζόνια με τους γρύλους, ακάματοι τραγουδιστάδες, να κάνουνε καντάδα κάθε βράδυ, μέχρι να ξεπροβάλει ο Αυγερινός.

Γούρλωνε η κουκουβάγια τα πάνσοφά της μάτια κι αρχίνιζε να σκούζει τ’ αποφθέγματά της, ξεκίναγε κι η ζάρα τον πένθιμο, θανατερό σκοπό της.

Στο παραδιπλανό χωράφι γρικούνται δυο κουδούνια, καθώς μεταπατήσανε οι αίγες μες στον ορθό τους ύπνο.

Ενας ξεγελασμένος τζίτζικας από το φως του στύλου άφηνε νότες ξέπνοες, απορημένος που δεν ήρθε το σκότος το βαθύ για να τον ξεκουράσει.
Και δυο αγριόγατοι, που πιάσανε καβγά παρέκει, να ουρλιάζουνε υψίφωνα έναν παράταιρο, πολεμικό σκοπό.

Κι όταν, καμιά φορά, είχανε γλέντι πέρα στο χωριό, έφερνε ο άνεμος μια μουσική γλυκιά και αδιόρατη· ίσα που ξεχωρίζανε οι δοξαριές της λύρας και του λαγούτου τα βουρτσίσματα μες στη συμφωνική της νύχτας κι ούτε να πεις μπορούσες αν ο λυράρης έπαιζε σούστα, συρτό ή καστρινό.
Δεν φαίνονταν να ενοχλούνται οι μουσικοί της φύσης από ετούτη την ανθρώπινη μελωδία· μάλλον το βλέπανε σαν συναγωνισμό, κι εκείνες τις βραδιές δίνανε όλο τους το είναι.

Και σαν έπεσε στα χέρια μου ένα τρανζιστοράκι, σιγόνταρα κι εγώ τη συναυλία με αμανέδες και ταξίμια αλαργινά κι απόκοσμα, που ερχότανε πέρα απ’ τις θάλασσες, ξεθωριασμένα, μες στα μεσαία κύματα.

Κι έπειτα, στέρεψε το ρέμα και τα βατράχια φύγανε γι’ άγνωστη προσφυγιά.

Σώπασε η κουκουβάγια, καθώς οι εποχές δεν ενδιαφέρονταν ν’ ακούσουνε τα λόγια τα σοφά της.

Τα φυτοφάρμακα ξέκαμαν τα τριζόνια κι οι αγριόγατοι αφήσανε τη μάχη και ψάχνουνε για αποφάγια στα σκουπίδια.

Η αρμονία του γλεντιού γίνηκε ανθρώπινη βαβούρα και το τρανζιστοράκι ξερνά μονάχα φασαρία, οχλοβοή και τρόμο.

Μονάχα η ζάρα απέμεινε στου πρίνου το ξεράδι, να κλαίει και να θρηνεί για τη χαμένη μουσική μας και τις μεταλλαγμένες νύχτες μας, που γίνανε σαν μέρες και αποσυντονίζουνε ανθρώπους και τζιτζίκια.

Ακόμα και ο νους μας παραδόθηκε κι έπαψε να φτιάχνει κόσμους για να τους κατοικήσει· βολεύεται με ηλεκτρονικούς, προκατασκευασμένους.

Μα στης ψυχής τα βάθη ακόμα σιγοκαίει εκείνη η μουσική· αν την ξαναφουντώσουμε και πιάσουμε και πάλι τον ρυθμό της, ίσως ξαναφωλιάσει μέσα μας κι η ελπίδα...

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: