Με την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση -και ανεξαρτήτως του εάν, πότε και με ποιον τρόπο...
αυτή θα υλοποιηθεί τελικά- αυτό το τμήμα της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής παραπαίει υπό το βάρος των ίδιων του των αποτυχιών και των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων επιλογών του.
Η αναγγελία του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος σηματοδότησε την κορύφωση της θερινής συνόδου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (Στρασβούργο, 20-24/6).
Κορύφωση που αντιμετωπίστηκε, ωστόσο, με ένα έκδηλο «μούδιασμα» από πολλούς, μολονότι για άλλους θεωρήθηκε το «τράνταγμα» που είχε ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ενωση -και ευρύτερα η Ευρώπη- για να αφυπνιστεί από τον βαθύ λήθαργο, στον οποίο φαίνεται πως έχει πέσει εδώ και αρκετά χρόνια.
Ανεξαρτήτως από την απάντηση που δίνει κανείς στο ερώτημα εάν και κατά πόσον είναι εφικτό να λειτουργήσει, όντως, το Brexit με αυτόν τον τρόπο -και, βεβαίως, δικαιούται κανείς να αμφιβάλλει για την προθυμία και την ικανότητα των ευρωπαϊκών ηγεσιών που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ενωση σε αυτό το οριακό σημείο, να αλλάξουν άρδην πορεία αναγνωρίζοντας τα αδιέξοδα της λιτότητας, του νεοφιλελεύθερου δογματισμού και του δημοκρατικού ελλείμματος-, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση του βρετανικού λαού να αποχωρήσει από την Ενωση είναι ένα γεγονός καταλυτικό, ένα γεγονός ιστορικής σημασίας που ήδη δρομολογεί και επιταχύνει εξελίξεις.
Το μείζον και προφανές ερώτημα είναι ποια μορφή θα πάρουν αυτές οι εξελίξεις και προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν.
Αυτό θα είναι το ερώτημα που θα απασχολήσει τα ευρωπαϊκά κράτη και τους ευρωπαϊκούς λαούς τα επόμενα χρόνια και η απάντηση σε αυτό θα κρίνει, με τη σειρά της, τη μορφή της ευρωπαϊκής ηπείρου και τη θέση της στον πλανήτη μας τον 21ο αιώνα.
Μια απάντηση που θα εξαρτηθεί από το ποιος θα θέσει την ατζέντα της σχετικής συζήτησης, το πλαίσιο και το περίγραμμα του τι διακυβεύεται.
Βρισκόμαστε στην οριακή στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ενωση ή θα αλλάξει ή θα διαλυθεί.
Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση -και προκειμένου αυτό που θα τη διαδεχθεί να μην έχει το αυταρχικό, ξενοφοβικό, εθνικιστικό και μισαλλόδοξο πρόσωπο μιας φοβικής Ευρώπης που καταφεύγει σε εκβιαστικές πολιτικές «στραγγαλισμού» των πιο αδύναμων και περιφρονεί τη λαϊκή βούληση- είναι επιτακτική ανάγκη οι επόμενες κινήσεις να γίνουν με γνώμονα την ενδυνάμωση της δημοκρατίας, την προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, τη σθεναρή αντίκρουση της λογικής των κλειστών συνόρων και των υψωμένων τειχών.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο ρόλος της Αριστεράς, σ’ αυτήν την ιστορική συγκυρία, οφείλει να καταστεί κυρίαρχος.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης να εξελιχθεί σε μια «εσωτερική» διαμάχη ανάμεσα στη φασιστική και τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Την ανάγκη αυτήν επιβεβαιώνει με τρόπο άμεσο και επιτακτικό το αποτέλεσμα των ισπανικών εκλογών και η τρίτη θέση των Unidos Podemos που -αντικειμενικά- δυσχεραίνει την προσπάθεια για μια δημοκρατική ανατροπή στην Ισπανία.
Στην ατζέντα της θερινής συνόδου του Στρασβούργου υπήρχαν πολλά από τα ζητήματα που σηματοδότησαν τις μεγάλες ευρωπαϊκές αποτυχίες των τελευταίων ετών και περιγράφουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές προκλήσεις για το σήμερα και το αύριο.
Η συζήτηση για την προσφυγική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις τεράστιες προσπάθειες της Ελλάδας να ανταποκριθεί μόνη της σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική πρόκληση, την ίδια στιγμή που άλλα ευρωπαϊκά κράτη όχι μόνο αρνούνται να αναλάβουν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί, αλλά εγείρουν τείχη και φράκτες κατά μήκος των ερμητικά κλειστών συνόρων τους.
Η συζήτηση για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία έριξε φως στη σημαντική οπισθοδρόμηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών σε αυτήν τη χώρα, ενώ η ομιλία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Συνέλευση υπενθύμισε σε όλους ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που από τον Γενάρη του 2015 ζητούσε επιτακτικά αλλαγή πορείας, προειδοποιώντας για τις συνέπειες αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, και ότι αντιμετωπίστηκε, γι’ αυτό, με εκδικητική και τιμωρητική διάθεση από τους εταίρους της στην Ενωση.
Με την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση -και ανεξαρτήτως του εάν, πότε και με ποιον τρόπο αυτή θα υλοποιηθεί τελικά- αυτό το τμήμα της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής παραπαίει υπό το βάρος των ίδιων του των αποτυχιών και των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων επιλογών του.
Θα πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει ριζικά τη δομή και τους στόχους του, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Την ίδια στιγμή, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ευρώπη δεν ταυτίζεται με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι έννοια πολύ ευρύτερη: γεωγραφικά, πολιτικά, ακόμα και πολιτισμικά.
Για αυτόν τον λόγο, ο άλλος σημαντικός πυλώνας αυτής της αρχιτεκτονικής, το Συμβούλιο της Ευρώπης, θα χρειαστεί να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στο μέλλον, καθώς όχι μόνο συγκεντρώνει στους κόλπους του σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Ρωσία, η Τουρκία και -με τα σημερινά δεδομένα- η Βρετανία, αλλά επιπλέον προσφέρει έναν πιο ευέλικτο θεσμικά τρόπο ευρωπαϊκής συνεργασίας, ο οποίος θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμος κατά το επόμενο, ιδιαιτέρως ρευστό, χρονικό διάστημα.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το σημαντικότερο ίσως κείμενο του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που είναι τμήμα της αρχιτεκτονικής του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παραμένει η βάση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών στην ήπειρο...
* Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλευτής Β’ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ, αντιπρόεδρος της Κ.Σ. του Συμβουλίου της Ευρώπης
Πηγή: left.gr
αυτή θα υλοποιηθεί τελικά- αυτό το τμήμα της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής παραπαίει υπό το βάρος των ίδιων του των αποτυχιών και των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων επιλογών του.
Η αναγγελία του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος σηματοδότησε την κορύφωση της θερινής συνόδου της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (Στρασβούργο, 20-24/6).
Κορύφωση που αντιμετωπίστηκε, ωστόσο, με ένα έκδηλο «μούδιασμα» από πολλούς, μολονότι για άλλους θεωρήθηκε το «τράνταγμα» που είχε ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ενωση -και ευρύτερα η Ευρώπη- για να αφυπνιστεί από τον βαθύ λήθαργο, στον οποίο φαίνεται πως έχει πέσει εδώ και αρκετά χρόνια.
Ανεξαρτήτως από την απάντηση που δίνει κανείς στο ερώτημα εάν και κατά πόσον είναι εφικτό να λειτουργήσει, όντως, το Brexit με αυτόν τον τρόπο -και, βεβαίως, δικαιούται κανείς να αμφιβάλλει για την προθυμία και την ικανότητα των ευρωπαϊκών ηγεσιών που οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ενωση σε αυτό το οριακό σημείο, να αλλάξουν άρδην πορεία αναγνωρίζοντας τα αδιέξοδα της λιτότητας, του νεοφιλελεύθερου δογματισμού και του δημοκρατικού ελλείμματος-, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση του βρετανικού λαού να αποχωρήσει από την Ενωση είναι ένα γεγονός καταλυτικό, ένα γεγονός ιστορικής σημασίας που ήδη δρομολογεί και επιταχύνει εξελίξεις.
Το μείζον και προφανές ερώτημα είναι ποια μορφή θα πάρουν αυτές οι εξελίξεις και προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν.
Αυτό θα είναι το ερώτημα που θα απασχολήσει τα ευρωπαϊκά κράτη και τους ευρωπαϊκούς λαούς τα επόμενα χρόνια και η απάντηση σε αυτό θα κρίνει, με τη σειρά της, τη μορφή της ευρωπαϊκής ηπείρου και τη θέση της στον πλανήτη μας τον 21ο αιώνα.
Μια απάντηση που θα εξαρτηθεί από το ποιος θα θέσει την ατζέντα της σχετικής συζήτησης, το πλαίσιο και το περίγραμμα του τι διακυβεύεται.
Βρισκόμαστε στην οριακή στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ενωση ή θα αλλάξει ή θα διαλυθεί.
Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση -και προκειμένου αυτό που θα τη διαδεχθεί να μην έχει το αυταρχικό, ξενοφοβικό, εθνικιστικό και μισαλλόδοξο πρόσωπο μιας φοβικής Ευρώπης που καταφεύγει σε εκβιαστικές πολιτικές «στραγγαλισμού» των πιο αδύναμων και περιφρονεί τη λαϊκή βούληση- είναι επιτακτική ανάγκη οι επόμενες κινήσεις να γίνουν με γνώμονα την ενδυνάμωση της δημοκρατίας, την προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, τη σθεναρή αντίκρουση της λογικής των κλειστών συνόρων και των υψωμένων τειχών.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο ρόλος της Αριστεράς, σ’ αυτήν την ιστορική συγκυρία, οφείλει να καταστεί κυρίαρχος.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης να εξελιχθεί σε μια «εσωτερική» διαμάχη ανάμεσα στη φασιστική και τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά.
Την ανάγκη αυτήν επιβεβαιώνει με τρόπο άμεσο και επιτακτικό το αποτέλεσμα των ισπανικών εκλογών και η τρίτη θέση των Unidos Podemos που -αντικειμενικά- δυσχεραίνει την προσπάθεια για μια δημοκρατική ανατροπή στην Ισπανία.
Στην ατζέντα της θερινής συνόδου του Στρασβούργου υπήρχαν πολλά από τα ζητήματα που σηματοδότησαν τις μεγάλες ευρωπαϊκές αποτυχίες των τελευταίων ετών και περιγράφουν τις μεγάλες ευρωπαϊκές προκλήσεις για το σήμερα και το αύριο.
Η συζήτηση για την προσφυγική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις τεράστιες προσπάθειες της Ελλάδας να ανταποκριθεί μόνη της σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική πρόκληση, την ίδια στιγμή που άλλα ευρωπαϊκά κράτη όχι μόνο αρνούνται να αναλάβουν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί, αλλά εγείρουν τείχη και φράκτες κατά μήκος των ερμητικά κλειστών συνόρων τους.
Η συζήτηση για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία έριξε φως στη σημαντική οπισθοδρόμηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών σε αυτήν τη χώρα, ενώ η ομιλία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Συνέλευση υπενθύμισε σε όλους ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που από τον Γενάρη του 2015 ζητούσε επιτακτικά αλλαγή πορείας, προειδοποιώντας για τις συνέπειες αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, και ότι αντιμετωπίστηκε, γι’ αυτό, με εκδικητική και τιμωρητική διάθεση από τους εταίρους της στην Ενωση.
Με την απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση -και ανεξαρτήτως του εάν, πότε και με ποιον τρόπο αυτή θα υλοποιηθεί τελικά- αυτό το τμήμα της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής παραπαίει υπό το βάρος των ίδιων του των αποτυχιών και των κυρίαρχων νεοφιλελεύθερων επιλογών του.
Θα πρέπει επειγόντως να αναθεωρήσει ριζικά τη δομή και τους στόχους του, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Την ίδια στιγμή, όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ευρώπη δεν ταυτίζεται με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι έννοια πολύ ευρύτερη: γεωγραφικά, πολιτικά, ακόμα και πολιτισμικά.
Για αυτόν τον λόγο, ο άλλος σημαντικός πυλώνας αυτής της αρχιτεκτονικής, το Συμβούλιο της Ευρώπης, θα χρειαστεί να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στο μέλλον, καθώς όχι μόνο συγκεντρώνει στους κόλπους του σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Ρωσία, η Τουρκία και -με τα σημερινά δεδομένα- η Βρετανία, αλλά επιπλέον προσφέρει έναν πιο ευέλικτο θεσμικά τρόπο ευρωπαϊκής συνεργασίας, ο οποίος θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμος κατά το επόμενο, ιδιαιτέρως ρευστό, χρονικό διάστημα.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το σημαντικότερο ίσως κείμενο του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που είναι τμήμα της αρχιτεκτονικής του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παραμένει η βάση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών στην ήπειρο...
* Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλευτής Β’ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ, αντιπρόεδρος της Κ.Σ. του Συμβουλίου της Ευρώπης
Πηγή: left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου