Ας υποθέσουμε ότι για λίγο ξεχνάμε όλους τους κανόνες περί στιλ, μόδας, εντυπώσεων, όλο αυτό το φαντεζί δεκανίκι του καπιταλισμού, που εν συντομία αποκαλούμε dress code και με το οποίο λίγο έως πολύ,...
κάποτε συμμορφωθήκαμε όλοι (ή και όχι).
Ας ξεχάσουμε ότι υπάρχουν όλα αυτά, αλλά ας κρατήσουμε ως δεδομένο το ρούχο, αυτό καθ’ εαυτό: ύφασμα, υφή, σχέδιο, χρώμα. Τι μένει; Ας μην απαντήσουμε ακόμη. Από καταβολής οργανωμένων κοινωνιών το ρούχο ήταν δηλωτικό του επαγγέλματος, της καταγωγής, της οικονομικής κατάστασης, της κοινωνικής τάξης και ελάχιστα αργότερα της αισθητικής και των προθέσεων.
Όταν παίζονται συμφωνίες δισεκατομμυρίων μεταξύ κρατών, ανθρώπων, επιχειρήσεων – σκληρές καταστάσεις, δηλαδή – το ζητούμενο δεν είναι να τονιστεί η σέξι πλευρά, αλλά να υπάρξει μία φίνα λιτή δήλωση εξουσίας και σοβαρότητας, μία γνώση ότι ο αντίπαλος φέρει όπλο και γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιήσει για να φέρει εις πέρας μία διαπραγμάτευση.
Εν ολίγοις, μία κινούμενη φλυαρία, ένα άτυπο διαβατήριο ή ταυτότητα, που από κοντά με άλλα χαρακτηριστικά έδινε συστάσεις, έκλεινε ή άνοιγε πόρτες, έβαζε ή εξοστράκιζε από κοινωνικές ομάδες, παρέες, επαγγελματικές ενώσεις ή συντεχνίες. Από την Αναγέννηση των πρώτων μεταξιών, βελούδων και ενδυματολογικών εκζητήσεων των Σφόρτσα και των Μεδίκων μέχρι της εκάστοτε Βίβλους – πολύ συχνά της κακιάς ώρας – της μόδας της εποχής μας, πολύ νερό έτρεξε στο αυλάκι, πολλά συνέβησαν, μειωτικά στην πλειονότητα τους για το γυναικείο σώμα, πολλά ψευδο-πρότυπα ακόμη μας ταλαιπωρούν και θα συνεχίσουν απ’ ό,τι φαίνεται.
Έχουμε, ωστόσο, φτάσει σε καλό δρόμο. Ποιός είναι αυτός που στο σήμερα θα πει σε μια γυναίκα τι να φορέσει; Πότε να αισθανθεί καλά και με ποιό ρούχο μπροστά στον καθρέφτη της. Αλληλούια. Το πάντα άγρυπνο politically correct έχει ήδη περιλάβει αυτούς που εδώ και δύο μέρες τα βάζουν με την ενδυματολογική επιλογή της Περιστέρας Μπαζιάνα. Ό,τι ήθελε φόρεσε και καλά έκανε. Ναι, αλλά τι μένει;...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο της Χριστίνας Γαλανοπούλου, διαβάστε ΕΔΩ.
κάποτε συμμορφωθήκαμε όλοι (ή και όχι).
Ας ξεχάσουμε ότι υπάρχουν όλα αυτά, αλλά ας κρατήσουμε ως δεδομένο το ρούχο, αυτό καθ’ εαυτό: ύφασμα, υφή, σχέδιο, χρώμα. Τι μένει; Ας μην απαντήσουμε ακόμη. Από καταβολής οργανωμένων κοινωνιών το ρούχο ήταν δηλωτικό του επαγγέλματος, της καταγωγής, της οικονομικής κατάστασης, της κοινωνικής τάξης και ελάχιστα αργότερα της αισθητικής και των προθέσεων.
Όταν παίζονται συμφωνίες δισεκατομμυρίων μεταξύ κρατών, ανθρώπων, επιχειρήσεων – σκληρές καταστάσεις, δηλαδή – το ζητούμενο δεν είναι να τονιστεί η σέξι πλευρά, αλλά να υπάρξει μία φίνα λιτή δήλωση εξουσίας και σοβαρότητας, μία γνώση ότι ο αντίπαλος φέρει όπλο και γνωρίζει πώς να το χρησιμοποιήσει για να φέρει εις πέρας μία διαπραγμάτευση.
Εν ολίγοις, μία κινούμενη φλυαρία, ένα άτυπο διαβατήριο ή ταυτότητα, που από κοντά με άλλα χαρακτηριστικά έδινε συστάσεις, έκλεινε ή άνοιγε πόρτες, έβαζε ή εξοστράκιζε από κοινωνικές ομάδες, παρέες, επαγγελματικές ενώσεις ή συντεχνίες. Από την Αναγέννηση των πρώτων μεταξιών, βελούδων και ενδυματολογικών εκζητήσεων των Σφόρτσα και των Μεδίκων μέχρι της εκάστοτε Βίβλους – πολύ συχνά της κακιάς ώρας – της μόδας της εποχής μας, πολύ νερό έτρεξε στο αυλάκι, πολλά συνέβησαν, μειωτικά στην πλειονότητα τους για το γυναικείο σώμα, πολλά ψευδο-πρότυπα ακόμη μας ταλαιπωρούν και θα συνεχίσουν απ’ ό,τι φαίνεται.
Έχουμε, ωστόσο, φτάσει σε καλό δρόμο. Ποιός είναι αυτός που στο σήμερα θα πει σε μια γυναίκα τι να φορέσει; Πότε να αισθανθεί καλά και με ποιό ρούχο μπροστά στον καθρέφτη της. Αλληλούια. Το πάντα άγρυπνο politically correct έχει ήδη περιλάβει αυτούς που εδώ και δύο μέρες τα βάζουν με την ενδυματολογική επιλογή της Περιστέρας Μπαζιάνα. Ό,τι ήθελε φόρεσε και καλά έκανε. Ναι, αλλά τι μένει;...
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο της Χριστίνας Γαλανοπούλου, διαβάστε ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου