Πουθενά
ίσως δεν εφαρμόζεται τόσο καλά η ρήση «Ο χρόνος είναι χρήμα», όσο στην
περίπτωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Στην Ελλάδα που μαστίζεται...
παραδοσιακά από τη φοροδιαφυγή –από τη φοροκλοπή καλύτερα, μιας και πρόκειται για κλοπή εσόδων του κράτους– οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αποκτούν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα για όλους. Οσο καθυστερούν τόσο ανεβαίνει ο λογαριασμός της υπερφορολόγησης για τους συνεπείς φορολογουμένους. Αποτελεί σοβαρότατη παράλειψη η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας, μέσα στα έξι και πλέον χρόνια της κρίσης, να εφαρμόσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο κανόνων και κινήτρων για την επέκτασή τους.
Η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από άλλες οικονομίες στον τομέα αυτό είναι τεράστια. Στη Σουηδία το πλαστικό χρήμα χρησιμοποιείται ακόμη και στις εκκλησίες, ενώ σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής πολλοί πλανόδιοι πωλητές πληρώνονται μέσω ψηφιακών πορτοφολιών. Οι τεχνικές λύσεις, λοιπόν, υπάρχουν. Προφανώς αλλού σκοντάφτουμε. Στην πραγματική πολιτική βούληση να εφαρμοστούν αυτές οι λύσεις.
Γιατί όμως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι τόσο σημαντικές; Διότι δημιουργούν ένα ηλεκτρονικό δίχτυ που ελέγχει τη φοροκλοπή και μπορεί να έχει θεαματικά και γρήγορα αποτελέσματα, εκεί όπου όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει. Και όταν λέμε ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν εννοούμε μόνον το πλαστικό χρήμα, αλλά ένα ολοκληρωμένο πλέγμα που περιλαμβάνει επίσης την ηλεκτρονική τραπεζική και την ηλεκτρονική τιμολόγηση.
Είναι σαφές ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι πανάκεια, γιατί απαιτούν αποτελεσματικό φοροελεγκτικό μηχανισμό. Ομως οπλίζουν αυτόν τον μηχανισμό με ένα πολύ ισχυρό όπλο. Αν υπήρχε η αναγκαία πολιτική βούληση, η καθιέρωσή τους θα μπορούσε μέσα σε δύο έτη να μειώσει την παραοικονομία από το 25% που είναι σήμερα στο 15%, το οποίο σημαίνει «άσπρισμα» της οικονομίας κατά 5 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε επίσης να αυξήσει την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε, ενδεικτικά, να μειώσει τον ΕΝΦΙΑ για όλους περίπου κατά το ένα τρίτο.
Ομως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι ωφέλιμες μόνον για την αντιμετώπιση της φοροκλοπής. Ωφελούν σημαντικά και την ανάπτυξη, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του δημοσίου τομέα αλλά και των επιχειρήσεων. Και τα οφέλη είναι σημαντικά. Οι ηλεκτρονικές προμήθειες μπορούν να εξασφαλίσουν στο Δημόσιο εξοικονόμηση 200 εκ. ευρώ τον χρόνο, ενώ η καθολική εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μπορεί να εξοικονομήσει από 1 έως 1,5 δισ. ευρώ στις ελληνικές επιχειρήσεις ετησίως, κάνοντάς τες πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς σε μία παγκοσμιοποιημένη ψηφιακή οικονομία. Αν όμως τα πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι τόσο σημαντικά και τόσο άμεσα γιατί δεν εφαρμόζονται; Γιατί η πολιτεία δεν θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα και κίνητρα αλλά και τις οργανωτικές αλλαγές που απαιτούνται;
Πρώτον, γιατί υπάρχουν αντιστάσεις τόσο εντός του στενού πυρήνα του κράτους όσο και εκτός. Χρειάζονται λοιπόν αποφασιστικότητα, σταθερή πολιτική βούληση και διαρκής στήριξη της προσπάθειας από τις υψηλότερες βαθμίδες της κυβέρνησης. Είναι σημαντικό η προσπάθεια αυτή να λάβει τον χαρακτήρα εθνικής εκστρατείας που θα ωφελήσει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι σε αυτήν την προσπάθεια δεν είναι μόνη. Εχει τη στήριξη των σημαντικότερων φορέων της αγοράς και επιβάλλεται να αξιοποιήσει το κοινό πλαίσιο θέσεων και δράσεων που έχουν καταθέσει ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ και η ΕΣΕΕ.
Δεύτερος λόγος της καθυστέρησης είναι η αναποτελεσματικότητα της προετοιμασίας και της προώθησης των μέτρων. Χρειάζονται αναλυτική επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων, προσεκτικό ζύγισμα της πολιτικής και συντονισμός των συναρμόδιων υπουργείων. Εκεί διαπιστώνεται σημαντική ανεπάρκεια και είναι φανερό ότι χρειάζεται άμεσα κεντρικός συντονισμός από την κορυφή της κυβέρνησης, προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό το πολυσχιδές έργο. Οι κοινωνικοί εταίροι είναι έτοιμοι να συνδράμουν με πόρους και τεχνογνωσία σε αυτό το εγχείρημα.
Τρίτος λόγος είναι οι σειρήνες του λαϊκισμού. Εκείνοι που μιλούν για τον «Μεγάλο Αδελφό», για τις τράπεζες που θα αποκομίσουν τεράστια κέρδη και για τους περιπτεράδες που δεν θα μπορούν να τα βγάλουν πέρα χρησιμοποιούν επιχειρήματα της περασμένης δεκαετίας και προσφέρουν κάκιστη υπηρεσία στη Ελλάδα. Ολοι αυτοί οι φόβοι απαντώνται με προηγμένες τεχνολογικές λύσεις και κίνητρα που θα ενθαρρύνουν τη χρήση πλαστικού χρήματος από τους μικροεπιχειρηματίες, όπως η επιστροφή φόρου για την ούτως ή άλλως ήδη χαμηλή προμήθεια που χρεώνουν οι τράπεζες.
Τα capital controls δυσκόλεψαν τη ζωή των πολιτών και κόντεψαν να προκαλέσουν ασφυξία στις επιχειρήσεις. Είχαν όμως και ένα παράπλευρο όφελος: αύξησαν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και συνέτειναν στην αλλαγή νοοτροπίας. Τώρα είναι η ευκαιρία να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την πλήρη καθιέρωσή τους. Για να δώσουμε ώθηση στην ψηφιακή οικονομία, να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τη φοροκλοπή και να πετύχουμε την τόσο αναγκαία μείωση των φορολογικών συντελεστών σε μισθωτούς και επιχειρήσεις...
Ακης Σκέρτσος - γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.
παραδοσιακά από τη φοροδιαφυγή –από τη φοροκλοπή καλύτερα, μιας και πρόκειται για κλοπή εσόδων του κράτους– οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αποκτούν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα για όλους. Οσο καθυστερούν τόσο ανεβαίνει ο λογαριασμός της υπερφορολόγησης για τους συνεπείς φορολογουμένους. Αποτελεί σοβαρότατη παράλειψη η αδυναμία της ελληνικής πολιτείας, μέσα στα έξι και πλέον χρόνια της κρίσης, να εφαρμόσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο κανόνων και κινήτρων για την επέκτασή τους.
Η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από άλλες οικονομίες στον τομέα αυτό είναι τεράστια. Στη Σουηδία το πλαστικό χρήμα χρησιμοποιείται ακόμη και στις εκκλησίες, ενώ σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής πολλοί πλανόδιοι πωλητές πληρώνονται μέσω ψηφιακών πορτοφολιών. Οι τεχνικές λύσεις, λοιπόν, υπάρχουν. Προφανώς αλλού σκοντάφτουμε. Στην πραγματική πολιτική βούληση να εφαρμοστούν αυτές οι λύσεις.
Γιατί όμως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι τόσο σημαντικές; Διότι δημιουργούν ένα ηλεκτρονικό δίχτυ που ελέγχει τη φοροκλοπή και μπορεί να έχει θεαματικά και γρήγορα αποτελέσματα, εκεί όπου όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει. Και όταν λέμε ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν εννοούμε μόνον το πλαστικό χρήμα, αλλά ένα ολοκληρωμένο πλέγμα που περιλαμβάνει επίσης την ηλεκτρονική τραπεζική και την ηλεκτρονική τιμολόγηση.
Είναι σαφές ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι πανάκεια, γιατί απαιτούν αποτελεσματικό φοροελεγκτικό μηχανισμό. Ομως οπλίζουν αυτόν τον μηχανισμό με ένα πολύ ισχυρό όπλο. Αν υπήρχε η αναγκαία πολιτική βούληση, η καθιέρωσή τους θα μπορούσε μέσα σε δύο έτη να μειώσει την παραοικονομία από το 25% που είναι σήμερα στο 15%, το οποίο σημαίνει «άσπρισμα» της οικονομίας κατά 5 δισ. ευρώ. Θα μπορούσε επίσης να αυξήσει την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε, ενδεικτικά, να μειώσει τον ΕΝΦΙΑ για όλους περίπου κατά το ένα τρίτο.
Ομως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι ωφέλιμες μόνον για την αντιμετώπιση της φοροκλοπής. Ωφελούν σημαντικά και την ανάπτυξη, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του δημοσίου τομέα αλλά και των επιχειρήσεων. Και τα οφέλη είναι σημαντικά. Οι ηλεκτρονικές προμήθειες μπορούν να εξασφαλίσουν στο Δημόσιο εξοικονόμηση 200 εκ. ευρώ τον χρόνο, ενώ η καθολική εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μπορεί να εξοικονομήσει από 1 έως 1,5 δισ. ευρώ στις ελληνικές επιχειρήσεις ετησίως, κάνοντάς τες πιο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς σε μία παγκοσμιοποιημένη ψηφιακή οικονομία. Αν όμως τα πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι τόσο σημαντικά και τόσο άμεσα γιατί δεν εφαρμόζονται; Γιατί η πολιτεία δεν θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα και κίνητρα αλλά και τις οργανωτικές αλλαγές που απαιτούνται;
Πρώτον, γιατί υπάρχουν αντιστάσεις τόσο εντός του στενού πυρήνα του κράτους όσο και εκτός. Χρειάζονται λοιπόν αποφασιστικότητα, σταθερή πολιτική βούληση και διαρκής στήριξη της προσπάθειας από τις υψηλότερες βαθμίδες της κυβέρνησης. Είναι σημαντικό η προσπάθεια αυτή να λάβει τον χαρακτήρα εθνικής εκστρατείας που θα ωφελήσει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι σε αυτήν την προσπάθεια δεν είναι μόνη. Εχει τη στήριξη των σημαντικότερων φορέων της αγοράς και επιβάλλεται να αξιοποιήσει το κοινό πλαίσιο θέσεων και δράσεων που έχουν καταθέσει ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ και η ΕΣΕΕ.
Δεύτερος λόγος της καθυστέρησης είναι η αναποτελεσματικότητα της προετοιμασίας και της προώθησης των μέτρων. Χρειάζονται αναλυτική επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων, προσεκτικό ζύγισμα της πολιτικής και συντονισμός των συναρμόδιων υπουργείων. Εκεί διαπιστώνεται σημαντική ανεπάρκεια και είναι φανερό ότι χρειάζεται άμεσα κεντρικός συντονισμός από την κορυφή της κυβέρνησης, προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό το πολυσχιδές έργο. Οι κοινωνικοί εταίροι είναι έτοιμοι να συνδράμουν με πόρους και τεχνογνωσία σε αυτό το εγχείρημα.
Τρίτος λόγος είναι οι σειρήνες του λαϊκισμού. Εκείνοι που μιλούν για τον «Μεγάλο Αδελφό», για τις τράπεζες που θα αποκομίσουν τεράστια κέρδη και για τους περιπτεράδες που δεν θα μπορούν να τα βγάλουν πέρα χρησιμοποιούν επιχειρήματα της περασμένης δεκαετίας και προσφέρουν κάκιστη υπηρεσία στη Ελλάδα. Ολοι αυτοί οι φόβοι απαντώνται με προηγμένες τεχνολογικές λύσεις και κίνητρα που θα ενθαρρύνουν τη χρήση πλαστικού χρήματος από τους μικροεπιχειρηματίες, όπως η επιστροφή φόρου για την ούτως ή άλλως ήδη χαμηλή προμήθεια που χρεώνουν οι τράπεζες.
Τα capital controls δυσκόλεψαν τη ζωή των πολιτών και κόντεψαν να προκαλέσουν ασφυξία στις επιχειρήσεις. Είχαν όμως και ένα παράπλευρο όφελος: αύξησαν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και συνέτειναν στην αλλαγή νοοτροπίας. Τώρα είναι η ευκαιρία να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την πλήρη καθιέρωσή τους. Για να δώσουμε ώθηση στην ψηφιακή οικονομία, να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά τη φοροκλοπή και να πετύχουμε την τόσο αναγκαία μείωση των φορολογικών συντελεστών σε μισθωτούς και επιχειρήσεις...
Ακης Σκέρτσος - γενικός διευθυντής του ΣΕΒ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου