Δημήτρης Γκιώνης
Eικόνα σε μια καφετέρια, όπου ένα ζευγάρι μιλάει για ώρα – ο καθένας στο κινητό του. Μεταξύ τους, φαίνεται, δεν έχουν τίποτα να πουν – εκτός κι αν επέλεξαν να επικοινωνούν μέσω του κινητού. Εικόνα αδιανόητη πριν από λίγα χρόνια, που το τηλέφωνο ήταν...
είδος πολυτελείας.
Οχι μόνο επειδή κόστιζε, αλλά προκειμένου να το αποκτήσεις έπρεπε να έχεις και κάποιο «δόντι» στον ΟΤΕ, ώστε να σπρώξει τη σχετική αίτηση – ακόμα και για απλή μεταφορά. Οπότε, για τον πολύ κόσμο, ήταν οι υπαίθριοι θάλαμοι, κάποιος βολικός γείτονας, κοντινό περίπτερο, καφενείο, πρατήριο ΕΒΓΑ.
Ωσπου πριν από είκοσι και χρόνια (με τη βραδύτητα που κοπιάζουν τα διάφορα σ’ αυτόν τον τόπο), ενέσκηψε, με την εισβολή και των ιδιωτικών εταιρειών, η κινητή τηλεφωνία, οπότε όλα, χρόνο με τον χρόνο, άρχισαν να αλλάζουν.
Με το τηλέφωνο από εργαλείο ανάγκης να έχει εξελιχθεί (και) σε απαραίτητο μαραφέτι-αξεσουάρ για μεγάλους και μικρούς, ακόμα και μαθητές Δημοτικού.
Σταθερή πλέον η εικόνα κάποιων που επικοινωνούν με κινητό καθ’ οδόν ή στα μέσα μεταφοράς – όχι μόνο της μαζικής αλλά και τα Ι.Χ. (κι ας απαγορεύεται ως επικίνδυνο για την οδήγηση). Κι επειδή πολλά έχουν γραφτεί για εγκεφαλικούς κινδύνους, απαραίτητο συμπλήρωμα η καλωδίωση, χωρίς να σημαίνει ότι εκμηδενίζεται ο κίνδυνος της ακτινοβολίας.
12 εκατομμύρια
Σε κατά καιρούς δημοσιεύματα έχει αναφερθεί ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούν περί τα δώδεκα εκατομμύρια κινητά (καθώς μερικοί διαθέτουν πάνω από ένα), τα οποία πλέον, διαρκώς εξελισσόμενα, καλύπτουν πλήθος αναγκών (πραγματικών ή περιττών), πλήθος πληροφοριών – αχρηστεύοντας άλλα εργαλεία (κι ας μην επαναλάβω εδώ το εφιαλτικό ενδεχόμενο ενός ηλεκτρονικού μπλακ άουτ), με τις εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου και του ανάλγητου κάποτε ΟΤΕ, να ανταγωνίζονται αγρίως η μία την άλλη με δελεαστικές προσφορές.
Θα έχετε δει στις εισόδους του μετρό κοπέλες να διαφημίζουν δωρεάν νουμεράκι, μαζί με εκατοντάδες λεπτά, επίσης δωρεάν (και τι να κερδίζουν, άραγε, οι ίδιες οι κοπέλες;) συν οι από τηλεφώνου προσφορές.
«Τα κινητά είναι για δούλους», έχει πει ο –μακαρίτης πλέον– Ουμπέρτο Εκο. «Εγώ το έχω μόνο για να παίρνω», λέει κάποιος δικός μας. Υπάρχουν όμως αντίθετα και οι… κινητόπληκτοι… παντός καιρού. Οπως η κυρία που εννοούσε να μιλάει και κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής.
«Εσάς θ’ ακούμε, κυρία μου, ή την οθόνη;», της παρατηρεί μια άλλη. «Αμα σ’ ενδιέφερε το έργο, δεν θ’ άκουγες τι λέω εγώ!», την αποστόμωσε εκείνη.
Αλλά σκοπός του παρόντος δεν είναι να αναλωθεί στο πολύπλευρο αυτό θέμα, που απαιτεί και ειδικευμένους. Ενα ακόμη διάλειμμα στα ζοφερά τρέχοντα, που θα συμπληρώσω με κάποια τηλεφωνικά «κλισέ» -προσωπικής συλλογής- που ακούμε ωστόσο και σε προφορικές συνομιλίες, κυρίως μεταξύ νέων – για να καταδειχθεί και ο… εμπλουτισμός της γλώσσας μας:
Μερικά «κλισέ»
Ελα… Ελα, παιδί μου… Πού είσαι; Τι γίνεται - όλα καλά; Μη μου πεις… Μιλάς σοβαρά; Ουάου! Πλάκα μού κάνεις; Δεν το πιστεύω. Καλά, δεν το πιστεύω. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Θα τρελαθώ. Γουστάρω! Τέλειο. Καταπληκτικό. Τρομερό. Φανταστικό. Δεν μπορείς να φανταστείς. Το κάτι άλλο. Χαμός. Γιούπι! Ολα τα λεφτά… Εγραψε… Τζάμι. Και γαμώ… Ξαναπές το. Καλά, ε; Γαμάτο. Βασικά… Δεν το συζητάω.
Εχει φάση. Πολύ γέλιο. Το γέλιο της αρκούδας. Ελα, ρε μαλάκα (ισχύει και για τα δύο φύλα). Μη λες μαλακίες. Ηρέμησε. Οχι, ρε πούστη μου. Μην τρελαθούμε τελείως. Δεν σου λέω τίποτα. Κουφό, ε; Τι λέει το άτομο; Δεν παίζεται… Ρόμπα. Ψωνάρα. Σπασίκλας. Βλίτο. Δεν κατάλαβα… Εχει πρόβλημα; Τα ’χει παίξει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Βλήμα. Ούφο. Γίναμε μπίλιες. Τι ζόρι τραβάει; Στον κόσμο του.
Πες του, άντε και… Στην κοσμάρα του. Δεν τον πάω. Είναι αλλού. Δεν μασάω… Τα πήρα στο κρανίο. Σιγά… Ούτε με σφαίρες. Συγγνώμη, δηλαδή… Να κόβεις φλέβες. Στα όριά μου. Χλομό το βλέπω. Λέμε τώρα… Την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Το ’πιασα το υπονοούμενο. Μιλάμε για το… Χαλάρωσε. Καλά… Εντάξει… Εγινε. Τα λέμε… Καλή συνέχεια. Aντε γεια. Φιλάκια.
Στο πλαίσιο
Βλέποντας στη Λυρική Σκηνή τον «Βαφτιστικό» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (αύριο η τελευταία παράσταση), αναρωτιόμουν τι μπορεί να λέει σ’ ένα τσούρμο παιδιών που το παρακολουθούσαν.
Κι αυτό επειδή διατηρώ τραυματική μνήμη, καθώς έφηβος (στα χρόνια της άγνοιας) πήγα μ’ έναν φιλαράκι στη Λυρική για να ιδώ από κοντά τον Μίμη Φωτόπουλο, που πρωταγωνιστούσε στην κινηματογραφική μεταφορά του, αλλά εκεί ήταν άλλο πράγμα με άλλους…
Εκτοτε έχω δει αρκετές φορές την πιο γνωστή και δημοφιλή αυτή ελληνική οπερέτα (…χωρίς τον –μακαρίτη πλέον– Μίμη Φωτόπουλο), με κυρίαρχα τα τραγούδια που απολαμβάνει κανείς και ανεξάρτητα:
«Τον καιρό εκείνο τον παλιό», «Η καρδιά μου πονεί για σας», «Γλυκά φίλησέ με», «Ψηλά στο μέτωπο», που, όπως γράφει, στο πλούσιο και καλαίσθητο πάντα πρόγραμμα, ο Νίκος Α. Δοντάς, εμψύχωνε τους στρατιώτες στη μικρασιατική εκστρατεία και αργότερα στην Αντίσταση.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο ίδιος, η αγρυπνούσα αστυνομική αρχή διέταξε την απαγόρευση του έργου, «διότι καθήπτετο του γοήτρου του στρατού», επειδή «εις αξιωματικός δεν είναι αξιοπρεπές να χορεύει και να ακκίζεται», όπως απαιτεί μια σκηνή.
Οπότε η απλή και αποτελεσματική λύση που δόθηκε ήταν ο ερωτευμένος αξιωματικός να φορά πολιτικά!
Ο Σίμος Κακάλας, στην πρώτη του σκηνοθετική συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή, έστησε μια κεφάτη παράσταση γεμάτη χρώματα, με επάρκεια σε εκτελεστές, σκηνικά, κοστούμια που διαθέτει μια δημόσια σκηνή (ακριβοδίκαια τα παινέματα του ημέτερου κριτικού Γιάννη Σβώλου).
Και το κοινό (εκτιμώ και οι πιτσιρικάδες) να την απολαμβάνει τα μέγιστα.
ΚΑΙ… Βάλε και την ήττα του Ολυμπιακού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου