Ο Δημήτρης Νανούρης γράφει για την αξέχαστη Κατερίνα Γώγου…
Η ΖΩΗ ΜΑΣ είναι σουγιάδες/ σε βρώμικα αδιέξοδα/ Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…/ Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω, η...
Πατησίων./ Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε/ την ίδια διαδρομή./ Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία/ κι ανάποδα./ Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε/ μονάχα όταν βρέχει/ βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας/ και καπνίζουμε…/ Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…
Βαρύ πεπόνι η Κατερίνα Γώγου, γεννιέται τέτοιες μέρες στα 1940 και αυτοκτονεί τον Οχτώβρη του 1993. Φτασμένη ηθοποιός κατάλαβε πως «είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό». Υπαρξιακή κραυγή η ποίησή της και πολιτική διαμαρτυρία, θέτει στο κέντρο το περιθώριο.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ.../ δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια/ της συννεφένιας γκόμενας./ Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα/ κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών/ και στα παγωμένα μουσεία./ Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών/ και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς/ μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα./ Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια/ βοϊδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς/ κι ασορτί εσώρουχα./ Η μοναξιά./ Εχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά/ και μετριέται πιάτο πιάτο/ μαζί με τα κομμάτια τους/ στον πάτο του φωταγωγού./ Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά/ Μπουρνάζι - Αγία Βαρβάρα - Κοκκινιά/ Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά./ Κάτω από όλους τους καιρούς/ με ιδρωμένο κεφάλι./ Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ' αλυσίδες τα τζάμια/ κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής/ βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία/ είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές/ ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες/ πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα/ στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-/ ξυπνήστε πρωί./ Ξυπνήστε να τη δείτε./ Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα/ το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους/ και τα τελευταία/ ατελείωτα χιλιόμετρα Εθνική Οδός - Κέντρον/ στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία./ Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο/ που ξεπουλάν τη φάρα της/ χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο/ κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της/ ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι./ Η μοναξιά/ η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω/ είναι τσεκούρι στα χέρια μας/ που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει...
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΦΟΒΑΜΑΙ πιο πολύ/ είναι μη γίνω «ποιητής»/ μην κλειστό στο δωμάτιο/ ν' αγναντεύω τη θάλασσα/ κι απολησμονήσω./ Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου/ κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ/ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις./ Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε/ για να με χρησιμοποιήσει./ Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα/ για να κοιμίζω τους δικούς μου./ Μη μάθω μέτρο και τεχνική/ και κλειστώ μέσα σε αυτά/ για να με τραγουδήσουν./ Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά/ τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος/ μη με πιάσουν στην κούραση/ παπάδες και ακαδημαϊκοί/ και πουστέψω./ Εχουν όλους τους τρόπους αυτοί/ και την καθημερινότητα που συνηθίζεις/ σκυλιά μας έχουν κάνει/ να ντρεπόμαστε για την αργία/ περήφανοι για την ανεργία./ Ετσι είναι./ Μας περιμένουν στη γωνία/ καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι./ Ο Μαρξ.../ τον φοβάμαι/ το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν/ αυτοί οι αλήτες φταίνε/ δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό/ μπορεί...ε;...μιαν άλλη μέρα...
Εφημερίδα των Συντακτών
Η ΖΩΗ ΜΑΣ είναι σουγιάδες/ σε βρώμικα αδιέξοδα/ Σάπια δόντια, ξεθωριασμένα συνθήματα…/ Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω, η...
Πατησίων./ Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε/ την ίδια διαδρομή./ Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία/ κι ανάποδα./ Εντάξει δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε/ μονάχα όταν βρέχει/ βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας/ και καπνίζουμε…/ Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανητά…
Βαρύ πεπόνι η Κατερίνα Γώγου, γεννιέται τέτοιες μέρες στα 1940 και αυτοκτονεί τον Οχτώβρη του 1993. Φτασμένη ηθοποιός κατάλαβε πως «είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό». Υπαρξιακή κραυγή η ποίησή της και πολιτική διαμαρτυρία, θέτει στο κέντρο το περιθώριο.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ.../ δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια/ της συννεφένιας γκόμενας./ Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα/ κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών/ και στα παγωμένα μουσεία./ Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών/ και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς/ μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα./ Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια/ βοϊδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς/ κι ασορτί εσώρουχα./ Η μοναξιά./ Εχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά/ και μετριέται πιάτο πιάτο/ μαζί με τα κομμάτια τους/ στον πάτο του φωταγωγού./ Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά/ Μπουρνάζι - Αγία Βαρβάρα - Κοκκινιά/ Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά./ Κάτω από όλους τους καιρούς/ με ιδρωμένο κεφάλι./ Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ' αλυσίδες τα τζάμια/ κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής/ βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία/ είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές/ ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες/ πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα/ στα σκλαβοπάζαρα της γης - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-/ ξυπνήστε πρωί./ Ξυπνήστε να τη δείτε./ Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα/ το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους/ και τα τελευταία/ ατελείωτα χιλιόμετρα Εθνική Οδός - Κέντρον/ στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία./ Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο/ που ξεπουλάν τη φάρα της/ χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο/ κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της/ ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι./ Η μοναξιά/ η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω/ είναι τσεκούρι στα χέρια μας/ που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει...
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΦΟΒΑΜΑΙ πιο πολύ/ είναι μη γίνω «ποιητής»/ μην κλειστό στο δωμάτιο/ ν' αγναντεύω τη θάλασσα/ κι απολησμονήσω./ Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου/ κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ/ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις./ Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε/ για να με χρησιμοποιήσει./ Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα/ για να κοιμίζω τους δικούς μου./ Μη μάθω μέτρο και τεχνική/ και κλειστώ μέσα σε αυτά/ για να με τραγουδήσουν./ Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά/ τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος/ μη με πιάσουν στην κούραση/ παπάδες και ακαδημαϊκοί/ και πουστέψω./ Εχουν όλους τους τρόπους αυτοί/ και την καθημερινότητα που συνηθίζεις/ σκυλιά μας έχουν κάνει/ να ντρεπόμαστε για την αργία/ περήφανοι για την ανεργία./ Ετσι είναι./ Μας περιμένουν στη γωνία/ καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι./ Ο Μαρξ.../ τον φοβάμαι/ το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν/ αυτοί οι αλήτες φταίνε/ δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό/ μπορεί...ε;...μιαν άλλη μέρα...
Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου