Οταν αντίκρυσαν ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά, ο Δημήτρης Διαμαντίδης ήταν 21 ετών και ο Βασίλης Σπανούλης 19. Δυο παιδιά που αγαπούσαν το μπάσκετ. Δυο από τα...
χιλιάδες που στα πολύ μικρά τους χρόνια ξεχύθηκαν στους δρόμους, στα πάρκα και στις πλατείες με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, μαγεμένα από τον Νίκο Γκάλη, το έπος του Ευρωμπάσκετ (1987) και τον «αυτοκράτορα» Αρη.
Συναντήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2001 στην Εθνική Ελπίδων που ταξίδεψε στην Τυνησία για τους Μεσογειακούς Αγώνες. Πρωτόπαιξαν μαζί, στις 5 εκείνου του μήνα, σε μια «κατοστάρα» (101-56) με αντίπαλο τον Λίβανο. Ο Διαμαντίδης πέτυχε έξι πόντους, ο Σπανούλης δυο. Οταν ολοκληρώθηκε το τουρνουά, επέστρεψαν στους συλλόγους τους: ο Δημήτρης στον Ηρακλή, ο Βασίλης στο Μαρούσι. Εντελώς ανυποψίαστοι για το τι σηματοδοτούσε – για το ελληνικό μπάσκετ και για τους ίδιους – εκείνη η γνωριμία. Για όλα αυτά που θα ακολουθούσαν στα επόμενα 15 χρόνια, μέχρι το τελευταίο τους ραντεβού στο Κλειστό των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων.
Ποτέ η Μοίρα δεν αποκαλύπτει τις προθέσεις της. Αλλά, ακόμη κι αν άλλαζε τις συνήθειές της για χάρη τους, ποιος θα την πίστευε; Φανταστείτε την ντυμένη γριά -εκείνο το βράδυ στην Τύνιδα- να τους εξιστορεί το μέλλον τους:
– Οτι οι δυό τους θα παίξουν μαζί στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική, και θα κατακτήσουν τέσσερα πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Ελλάδος, ένα τρόπαιο της Ευρωλίγκας, ένα χρυσό μετάλλιο σε Ευρωμπάσκετ και ένα ασημένιο σε Μουντομπάσκετ.
– Οτι ύστερα θα χωρίσουν, και ως αρχηγοί του Παναθηναϊκού ο ένας και του Ολυμπιακού ο άλλος θα δώσουν ομηρικές μάχες, «σημαδεύοντας» το ελληνικό μπάσκετ όσο κανείς άλλος στα χρόνια τους.
– Οτι θα γίνουν πλούσιοι και διάσημοι, οι οπαδοί των ομάδων τους θα «σφάζονται» για πάρτι τους, και η Ευρώπη θα υποκλίνεται στο μεγαλείο τους.
– Οτι το φινάλε του ενός θα το γράψει ο άλλος, πρωταγωνιστώντας στην πιο συναρπαστική σειρά τελικών που γνώρισε το ελληνικό Πρωτάθλημα από καταβολής του.
– Οτι θα έρθει η στιγμή που ο κόσμος του μπάσκετ θα τους συγκρίνει με τα ινδάλματά τους: τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Και θα κουβεντιάζει αν το κλειστό του ΟΑΚΑ πρέπει να πάρει το όνομα «Νίκος Γκάλης» ή «Δημήτρης Διαμαντίδης».
– Οτι χιλιάδες άνθρωποι θα δακρύσουν στο τελευταίο παιχνίδι του Μήτσου, και χιλιάδες άλλοι θα «τρέμουν» τη στιγμή που θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου (και) για τον Βασίλη.
– Οτι οι δυό τους θα είναι οι ευλογημένοι του ελληνικού μπάσκετ στον 21ο αιώνα.
Ποιος θα την πίστευε, τη Μοίρα, και δεν θα την περνούσε για μια ξεμωραμένη γριά; Γι’ αυτό, τους έδωσε μόνο την ευχή της. Τους άφησε να ανακαλύψουν μόνοι τους, μέρα με την ημέρα, τα σχέδιά της για εκείνους.
Η άμμος στην κλεψύδρα της θρυλικής καριέρας του Δημήτρη Διαμαντίδη άδειασε άδοξα. Αν το καλοσκεφτούμε, όλοι οι αγωνιστικοί κύκλοι του έκλεισαν με μια μεγάλη απογοήτευση. Στην Εθνική, με τον οδυνηρό αποκλεισμό από την Ισπανία στο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας (2010). Στην Ευρωλίγκα, με τον αποκλεισμό του Παναθηναϊκού από τη Λαμποράλ Κούτσα, και μάλιστα με «σκούπα» (3-0) στο ΟΑΚΑ. Στην καριέρα του, με τον Ολυμπιακό να κατακτά το Πρωτάθλημα για πρώτη φορά μέσα στο «σπίτι» του μεγάλου αντιπάλου του. Φαίνεται οτι το μπάσκετ τού έχει θυμώσει, επειδή το εγκατέλειψε πρόωρα. Αλλά, καμια αποτυχία δεν μπορεί να σβήσει ένα φιλμ 12 ετών γεμάτο αξέχαστες στιγμές. Γι’ αυτό, ο «Μήτσος» έφυγε περήφανος. Οπως είπε ο ίδιος, νιώθει «αφοσιωμένος, ευλογημένος, τυχερός και χαρούμενος».
1473142
To τελευταίο ματς του Δημήτρη Διαμαντίδη (Intime/ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ)
Ο Διαμαντίδης δεν θα μας λείψει λιγότερο, επειδή κατέκτησε εννέα πρωταθλήματα κι όχι δέκα. Επειδή έχασε έναν τίτλο που παίχτηκε σε εκατοστά του μέτρου και δέκατα του δευτερολέπτου. Δεν θα μας λείψει, καν, για τα τρόπαια που σάρωσε. Αλλοι είναι οι λόγοι που του χαρίζουν μια περίοπτη θέση στην Ιστορία.
– Γιατί είναι το ζωντανό παράδειγμα για κάθε νέο που ονειρεύεται να προκόψει, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο την εργατικότητα. Ποτέ δεν ήταν σπουδαίο ταλέντο, ο Διαμαντίδης. Γι’ αυτό και δεν διέπρεψε ποτέ με τις μικρές Εθνικές μας. Αν ο λιπόσαρκος και άτεχνος 20χρονος του 2000 -ένας άσημος ρολίστας στον Ηρακλή- έφτασε να γίνει αρχηγός των πρωταθλητών Ευρώπης και «σήμα κατατεθέν» της Εθνικής Ανδρών που διέπρεψε στο Ευρωμπάσκετ και στο Μουντομπάσκετ, το οφείλει στην ακάματη προσπάθειά του να γίνεται διαρκώς καλύτερος. Δούλευε ακόμη και στα ρεπό της ομάδας του, στις διακοπές του. Κι αν δεν του φαίνεται -επειδή ποτέ δεν είχε… μούσκουλα- είναι γιατί φοβόταν πως αν αποκτούσε μυϊκό όγκο, θα έχανε το «χέρι» του στο σουτ. Ακόμη κι όταν, πλέον, είχε γευτεί κάθε χαρά που μπορούσε να του προσφέρει το μπάσκετ, πήγαινε πρώτος στην προπόνηση και έφευγε τελευταίος.
– Γιατί είναι η επιτομή της αφοσίωσης στην ομάδα. «Αν βγω στην αγορά, θα σου βρω πάνω από τρία εκατομμύρια (ετήσιες αποδοχές)», του είχε πει κάποτε ο μάνατζέρ του. Αλλά ο Διαμαντίδης, ο οποίος έπαιρνε σχεδόν τα μισά, ούτε που το κουβέντιασε: «Δεν φεύγω από τον Παναθηναϊκό. Ξέχασέ το!». Το ίδιο είχε κάνει κι όταν έπαιζε -περίπου τσάμπα- στον Ηρακλή. Θα μπορούσε να έχει πάρει μετεγγραφή στον Παναθηναϊκό από το 2001, όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει την ομάδα του, που βούλιαζε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εμεινε για να παλέψει, και δάνειζε χρήματα σε συμπαίκτες του για να τα βγάζουν πέρα.
– Γιατί είναι ο ορισμός του αρχηγού. Στα αποδυτήρια δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Κι αν φώναζε σε κάποιον συμπαίκτη του την ώρα του αγώνα, ύστερα τον έπαιρνε αγκαλιά. Ενιωθε την ανάγκη να απολογηθεί. Ηθελε να είναι όλοι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Πρώτα οι άλλοι, τελευταίος εκείνος. Απέφευγε να μιλάει για λογαριασμό της ομάδας (και γενικώς…), και ποτέ δεν κατέφευγε σε επικές ομιλίες τόνωσης του ηθικού. Πίστευε πως το δικό του παράδειγμα αρκούσε για να δείξει τον δρόμο στους άλλους. Κέρδισε την καθολική αναγνώριση των συμπαικτών του, και στο Βερολίνο φάνηκε το γιατί, όταν ζήτησε από τον πρώην αρχηγό, τον Αλβέρτη, να σηκώσουν μαζί το ευρω-τρόπαιο το 2009. Το επανέλαβε δύο χρόνια αργότερα, καλώντας τον Μπατίστ και τον Τσαρτσαρή να μοιραστούν μαζί του την αποθέωση της απονομής στη Βαρκελώνη.
– Γιατί είναι ο πιο ταπεινόφρων αστέρας που πάτησε το παρκέ. Είναι εξαιρετικά σπάνιο, για παίκτη τέτοιου βεληνεκούς, να μην έχει προκαλέσει ποτέ το παραμικρό πρόβλημα στην ομάδα του. Να έχει -όλα αυτά τα χρόνια- άριστες σχέσεις με τους προπονητές, τους συμπαίκτες του και τη διοίκηση. Ακόμη κι όταν σκαρφάλωσε στις μπασκετο-κορυφές της Ευρώπης και του κόσμου, έμεινε το ίδιο προσγειωμένος όπως την ημέρα που πρωτοπήγε στον Παναθηναϊκό. Τότε που κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του, επειδή ήταν Ιούλιος του 2004 και όλη η Ελλάδα είχε μεθύσει με το νέκταρ του θριάμβου στο ποδοσφαιρικό Euro της Πορτογαλίας.
– Γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους καλαθοσφαιριστές που ξεπέρασαν τη στατιστική. Ο Διαμαντίδης «διάβαζε» το παιχνίδι, ηρεμούσε τους συμπαίκτες του, έβγαινε μπροστά στα δύσκολα (ποτέ δεν φοβήθηκε να πάρει την ευθύνη ενός κρίσιμου σουτ), έκανε τη «βρώμικη δουλειά» στην άμυνα και στην επίθεση, αγνοώντας τις ατομικές του επιδόσεις. Ολα αυτά που η στατιστική δεν τα μετράει.
1472781
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης δέχεται τα συγχαρητήρια του αφεντικού του Ολυμπιακού (Intime)
Πάνω απ’ όλα, ο Διαμαντίδης είναι μια σπουδαία προσωπικότητα που «χώρεσε» σε μια Ελλάδα η οποία όλο και μικραίνει. Που έμεινε εδώ μέχρι το τέλος, κλείνοντας τ’ αυτιά του στις Σειρήνες, για να προσφέρει μοναδικές στιγμές ακόμη και σ’ αυτούς που δεν σεβάστηκαν το μεγαλείο του αθλητή και του ανθρώπου. Μια πολυτέλεια που η παρακμή μας, ίσως, δεν άξιζε.
«Θα είναι βλακεία, το κλειστό του ΟΑΚΑ να πάρει τ’ όνομά μου», ξεκαθάρισε το βράδυ της Δευτέρας στην ακροτελεύτια εμφάνισή του στην αίθουσα Τύπου του ΟΑΚΑ. Η αλήθεια είναι, πως δεν το χρειάζεται. Οπως δεν έχει ανάγκη να δει ένα ψυχρό άγαλμά του έξω από το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε. Διότι υπάρχουν τα ζωντανά μουσεία των κατορθωμάτων του: οι μνήμες της τυχερής γενιάς που έζησε από κοντά και τους πέντε κορυφαίους γκαρντ του ελληνικού μπάσκετ. Τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Παπαλουκά. Αλλά και εκατομμύρια frames εινόνας που εξασφαλίζουν την αθλητική αθανασία του...
protagon.gr
χιλιάδες που στα πολύ μικρά τους χρόνια ξεχύθηκαν στους δρόμους, στα πάρκα και στις πλατείες με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια, μαγεμένα από τον Νίκο Γκάλη, το έπος του Ευρωμπάσκετ (1987) και τον «αυτοκράτορα» Αρη.
Συναντήθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2001 στην Εθνική Ελπίδων που ταξίδεψε στην Τυνησία για τους Μεσογειακούς Αγώνες. Πρωτόπαιξαν μαζί, στις 5 εκείνου του μήνα, σε μια «κατοστάρα» (101-56) με αντίπαλο τον Λίβανο. Ο Διαμαντίδης πέτυχε έξι πόντους, ο Σπανούλης δυο. Οταν ολοκληρώθηκε το τουρνουά, επέστρεψαν στους συλλόγους τους: ο Δημήτρης στον Ηρακλή, ο Βασίλης στο Μαρούσι. Εντελώς ανυποψίαστοι για το τι σηματοδοτούσε – για το ελληνικό μπάσκετ και για τους ίδιους – εκείνη η γνωριμία. Για όλα αυτά που θα ακολουθούσαν στα επόμενα 15 χρόνια, μέχρι το τελευταίο τους ραντεβού στο Κλειστό των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων.
Ποτέ η Μοίρα δεν αποκαλύπτει τις προθέσεις της. Αλλά, ακόμη κι αν άλλαζε τις συνήθειές της για χάρη τους, ποιος θα την πίστευε; Φανταστείτε την ντυμένη γριά -εκείνο το βράδυ στην Τύνιδα- να τους εξιστορεί το μέλλον τους:
– Οτι οι δυό τους θα παίξουν μαζί στον Παναθηναϊκό και στην Εθνική, και θα κατακτήσουν τέσσερα πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Ελλάδος, ένα τρόπαιο της Ευρωλίγκας, ένα χρυσό μετάλλιο σε Ευρωμπάσκετ και ένα ασημένιο σε Μουντομπάσκετ.
– Οτι ύστερα θα χωρίσουν, και ως αρχηγοί του Παναθηναϊκού ο ένας και του Ολυμπιακού ο άλλος θα δώσουν ομηρικές μάχες, «σημαδεύοντας» το ελληνικό μπάσκετ όσο κανείς άλλος στα χρόνια τους.
– Οτι θα γίνουν πλούσιοι και διάσημοι, οι οπαδοί των ομάδων τους θα «σφάζονται» για πάρτι τους, και η Ευρώπη θα υποκλίνεται στο μεγαλείο τους.
– Οτι το φινάλε του ενός θα το γράψει ο άλλος, πρωταγωνιστώντας στην πιο συναρπαστική σειρά τελικών που γνώρισε το ελληνικό Πρωτάθλημα από καταβολής του.
– Οτι θα έρθει η στιγμή που ο κόσμος του μπάσκετ θα τους συγκρίνει με τα ινδάλματά τους: τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Και θα κουβεντιάζει αν το κλειστό του ΟΑΚΑ πρέπει να πάρει το όνομα «Νίκος Γκάλης» ή «Δημήτρης Διαμαντίδης».
– Οτι χιλιάδες άνθρωποι θα δακρύσουν στο τελευταίο παιχνίδι του Μήτσου, και χιλιάδες άλλοι θα «τρέμουν» τη στιγμή που θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου (και) για τον Βασίλη.
– Οτι οι δυό τους θα είναι οι ευλογημένοι του ελληνικού μπάσκετ στον 21ο αιώνα.
Ποιος θα την πίστευε, τη Μοίρα, και δεν θα την περνούσε για μια ξεμωραμένη γριά; Γι’ αυτό, τους έδωσε μόνο την ευχή της. Τους άφησε να ανακαλύψουν μόνοι τους, μέρα με την ημέρα, τα σχέδιά της για εκείνους.
Η άμμος στην κλεψύδρα της θρυλικής καριέρας του Δημήτρη Διαμαντίδη άδειασε άδοξα. Αν το καλοσκεφτούμε, όλοι οι αγωνιστικοί κύκλοι του έκλεισαν με μια μεγάλη απογοήτευση. Στην Εθνική, με τον οδυνηρό αποκλεισμό από την Ισπανία στο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας (2010). Στην Ευρωλίγκα, με τον αποκλεισμό του Παναθηναϊκού από τη Λαμποράλ Κούτσα, και μάλιστα με «σκούπα» (3-0) στο ΟΑΚΑ. Στην καριέρα του, με τον Ολυμπιακό να κατακτά το Πρωτάθλημα για πρώτη φορά μέσα στο «σπίτι» του μεγάλου αντιπάλου του. Φαίνεται οτι το μπάσκετ τού έχει θυμώσει, επειδή το εγκατέλειψε πρόωρα. Αλλά, καμια αποτυχία δεν μπορεί να σβήσει ένα φιλμ 12 ετών γεμάτο αξέχαστες στιγμές. Γι’ αυτό, ο «Μήτσος» έφυγε περήφανος. Οπως είπε ο ίδιος, νιώθει «αφοσιωμένος, ευλογημένος, τυχερός και χαρούμενος».
1473142
To τελευταίο ματς του Δημήτρη Διαμαντίδη (Intime/ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ)
Ο Διαμαντίδης δεν θα μας λείψει λιγότερο, επειδή κατέκτησε εννέα πρωταθλήματα κι όχι δέκα. Επειδή έχασε έναν τίτλο που παίχτηκε σε εκατοστά του μέτρου και δέκατα του δευτερολέπτου. Δεν θα μας λείψει, καν, για τα τρόπαια που σάρωσε. Αλλοι είναι οι λόγοι που του χαρίζουν μια περίοπτη θέση στην Ιστορία.
– Γιατί είναι το ζωντανό παράδειγμα για κάθε νέο που ονειρεύεται να προκόψει, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο την εργατικότητα. Ποτέ δεν ήταν σπουδαίο ταλέντο, ο Διαμαντίδης. Γι’ αυτό και δεν διέπρεψε ποτέ με τις μικρές Εθνικές μας. Αν ο λιπόσαρκος και άτεχνος 20χρονος του 2000 -ένας άσημος ρολίστας στον Ηρακλή- έφτασε να γίνει αρχηγός των πρωταθλητών Ευρώπης και «σήμα κατατεθέν» της Εθνικής Ανδρών που διέπρεψε στο Ευρωμπάσκετ και στο Μουντομπάσκετ, το οφείλει στην ακάματη προσπάθειά του να γίνεται διαρκώς καλύτερος. Δούλευε ακόμη και στα ρεπό της ομάδας του, στις διακοπές του. Κι αν δεν του φαίνεται -επειδή ποτέ δεν είχε… μούσκουλα- είναι γιατί φοβόταν πως αν αποκτούσε μυϊκό όγκο, θα έχανε το «χέρι» του στο σουτ. Ακόμη κι όταν, πλέον, είχε γευτεί κάθε χαρά που μπορούσε να του προσφέρει το μπάσκετ, πήγαινε πρώτος στην προπόνηση και έφευγε τελευταίος.
– Γιατί είναι η επιτομή της αφοσίωσης στην ομάδα. «Αν βγω στην αγορά, θα σου βρω πάνω από τρία εκατομμύρια (ετήσιες αποδοχές)», του είχε πει κάποτε ο μάνατζέρ του. Αλλά ο Διαμαντίδης, ο οποίος έπαιρνε σχεδόν τα μισά, ούτε που το κουβέντιασε: «Δεν φεύγω από τον Παναθηναϊκό. Ξέχασέ το!». Το ίδιο είχε κάνει κι όταν έπαιζε -περίπου τσάμπα- στον Ηρακλή. Θα μπορούσε να έχει πάρει μετεγγραφή στον Παναθηναϊκό από το 2001, όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει την ομάδα του, που βούλιαζε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εμεινε για να παλέψει, και δάνειζε χρήματα σε συμπαίκτες του για να τα βγάζουν πέρα.
– Γιατί είναι ο ορισμός του αρχηγού. Στα αποδυτήρια δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Κι αν φώναζε σε κάποιον συμπαίκτη του την ώρα του αγώνα, ύστερα τον έπαιρνε αγκαλιά. Ενιωθε την ανάγκη να απολογηθεί. Ηθελε να είναι όλοι ικανοποιημένοι και χαρούμενοι. Πρώτα οι άλλοι, τελευταίος εκείνος. Απέφευγε να μιλάει για λογαριασμό της ομάδας (και γενικώς…), και ποτέ δεν κατέφευγε σε επικές ομιλίες τόνωσης του ηθικού. Πίστευε πως το δικό του παράδειγμα αρκούσε για να δείξει τον δρόμο στους άλλους. Κέρδισε την καθολική αναγνώριση των συμπαικτών του, και στο Βερολίνο φάνηκε το γιατί, όταν ζήτησε από τον πρώην αρχηγό, τον Αλβέρτη, να σηκώσουν μαζί το ευρω-τρόπαιο το 2009. Το επανέλαβε δύο χρόνια αργότερα, καλώντας τον Μπατίστ και τον Τσαρτσαρή να μοιραστούν μαζί του την αποθέωση της απονομής στη Βαρκελώνη.
– Γιατί είναι ο πιο ταπεινόφρων αστέρας που πάτησε το παρκέ. Είναι εξαιρετικά σπάνιο, για παίκτη τέτοιου βεληνεκούς, να μην έχει προκαλέσει ποτέ το παραμικρό πρόβλημα στην ομάδα του. Να έχει -όλα αυτά τα χρόνια- άριστες σχέσεις με τους προπονητές, τους συμπαίκτες του και τη διοίκηση. Ακόμη κι όταν σκαρφάλωσε στις μπασκετο-κορυφές της Ευρώπης και του κόσμου, έμεινε το ίδιο προσγειωμένος όπως την ημέρα που πρωτοπήγε στον Παναθηναϊκό. Τότε που κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του, επειδή ήταν Ιούλιος του 2004 και όλη η Ελλάδα είχε μεθύσει με το νέκταρ του θριάμβου στο ποδοσφαιρικό Euro της Πορτογαλίας.
– Γιατί είναι ένας από τους ελάχιστους καλαθοσφαιριστές που ξεπέρασαν τη στατιστική. Ο Διαμαντίδης «διάβαζε» το παιχνίδι, ηρεμούσε τους συμπαίκτες του, έβγαινε μπροστά στα δύσκολα (ποτέ δεν φοβήθηκε να πάρει την ευθύνη ενός κρίσιμου σουτ), έκανε τη «βρώμικη δουλειά» στην άμυνα και στην επίθεση, αγνοώντας τις ατομικές του επιδόσεις. Ολα αυτά που η στατιστική δεν τα μετράει.
1472781
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης δέχεται τα συγχαρητήρια του αφεντικού του Ολυμπιακού (Intime)
Πάνω απ’ όλα, ο Διαμαντίδης είναι μια σπουδαία προσωπικότητα που «χώρεσε» σε μια Ελλάδα η οποία όλο και μικραίνει. Που έμεινε εδώ μέχρι το τέλος, κλείνοντας τ’ αυτιά του στις Σειρήνες, για να προσφέρει μοναδικές στιγμές ακόμη και σ’ αυτούς που δεν σεβάστηκαν το μεγαλείο του αθλητή και του ανθρώπου. Μια πολυτέλεια που η παρακμή μας, ίσως, δεν άξιζε.
«Θα είναι βλακεία, το κλειστό του ΟΑΚΑ να πάρει τ’ όνομά μου», ξεκαθάρισε το βράδυ της Δευτέρας στην ακροτελεύτια εμφάνισή του στην αίθουσα Τύπου του ΟΑΚΑ. Η αλήθεια είναι, πως δεν το χρειάζεται. Οπως δεν έχει ανάγκη να δει ένα ψυχρό άγαλμά του έξω από το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε. Διότι υπάρχουν τα ζωντανά μουσεία των κατορθωμάτων του: οι μνήμες της τυχερής γενιάς που έζησε από κοντά και τους πέντε κορυφαίους γκαρντ του ελληνικού μπάσκετ. Τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Παπαλουκά. Αλλά και εκατομμύρια frames εινόνας που εξασφαλίζουν την αθλητική αθανασία του...
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου